| Και στο καλύβι ο πάγκαλος βοσκός με το Δυσσέα, ανάψαν την αυγή φωτιά και το φαΐ τοιμάζαν, και στείλαν όξω τους πιστούς μαζί με τα κοπάδια. Κι οι σκύλοι στον Τηλέμαχο που ερχόταν, την ουρά τους |
5 | σαλεύαν και δε γαύγιζαν· τους νιώθει ο Οδυσσέας, ακούει το ποδοβολητό, και λέει ευτύς του γέρου·
|
| «Κάποιος εδώ θα σού 'ρχεται, καλέ μου, σύντροφός σου, ή κι άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυχτούνε οι σκύλοι, |
10 | μόν' όλο σειούνε την ουρά· και πόδια ανθρώπου ακούγω.» |
| Tό λόγο δεν απόσωσε, κι ο ακριβογιός του φάνη, και στάθηκε στα ξώθυρα· ξαφνίζεται ο γερούλης, αναπηδάει, και τού 'πεσαν από τα χέρια οι κούπες, που το φλογάτο μέσα τους καλόσμιγε κρασί του· κι έτρεξε, βρέθηκε ομπροστά στον ακριβό του αφέντη, |
15 | του φίλησε την κεφαλή, τα δυό λαμπρά του μάτια, τα δυό του χέρια, κι έχυσε δάκρυο μαργαριτάρι. Και σαν που τρυφερόκαρδος γονιός παιδί αγκαλιάζει, σαν έρχετ' απ' τα μακρινά, που έλειπε χρόνους δέκα, κι ήταν στερνό και μοναχό, και τού 'καιγε τα σπλάχνα, |
20 | έτσι ο καλός χοιροβοσκός το θεόμοιαστό του αφέντη στην αγκαλιά του σφίγγοντας, γλυκά τόνε φιλούσε, το χάρο σα να ξέφυγε, και τού 'λεγε θρηνώντας· |
| «Τηλέμαχε, γλυκό μου φως, ήρθες, κι εγώ δε θάρριουν πως θα σε δω, σαν κίνησες στην Πύλο με καράβι. |
25 | Έμπα, παιδάκι μου ακριβό, να σε χαρή η ψυχή μου, θωρώντας σε απ' τα μακρινά κοντά μας νιοφερμένο· τι στην ξοχή δεν έρχεσαι συχνά και στους βοσκούς σου, μόνε στη χώρα κάθεσαι, κι αυτό ποθεί η καρδιά σου, να βλέπης πάντα τους κακούς μνηστήρες μαζεμένους.» |
30 | Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απάντησε του κι είπε· «Μετά χαράς, κυρούλη μου, για σένα ήρθα δω πέρα, να δω σε με τα μάτια μου, το τι θα πής ν' ακούσω, στον πύργο ά μνήσκη η μάνα μου, ή κάποιος αν την πήρε απ' τους ηρώους, κι έμεινε του Οδυσσέα η κλίνη |
35 | έρμη από στρώματα μαθές και καταραχνιασμένη.» |
| Κι ο πρώτος τώ χοιροβοσκών του λάλησε και του είπε· «Κάθετ' ακόμα η μάνα σου μ' απομονή περίσσια μες στ' αψηλά παλάτια σου, που μαύρα μερονύχτια έρχουνται πάντα και περνούν, κι αυτή όλο χύνει δάκρυα.» |
40 | Και πήρε από το χέρι του το χάλκινο κοντάρι· και μπήκε αυτός και πέρασε το πέτρινο κατώφλι. Τότ' ο Δυσσέας σηκώνεται, το κάθισμά του δίνει, μα εκείνος δεν τον άφηνε, και του είπε· «Κάθου, ώ ξένε, μέσα στο σπίτι μας εμείς θα βρούμε κι άλλον τόπο, |
45 | κι εδώ 'ναι κείνος που μπορεί να μας τον προμηθέψη.» |
| Είπε· και ξαναγύρισε και κάθισε ο Δυσσέας. Και στρώνει ο Εύμαιος κλωνιά, ρίχτει προβιά αποπάνω, κι εκεί ο αγαπημένος γιός του Οδυσσέα καθίζει. Τότες πινάκια κρέατα ψητά τους παραθέτει |
50 | ο Εύμαιος ο χοιροβοσκός, που αποβραδίς του μείναν. Και βιαστικά σα σώριασε ψωμί μες στα πανέρια, και γλυκουλό καλόσμιξε κρασί μες στο καρδάρι, πήγε κι αγνάντια κάθισε του θεϊκού Οδυσσέα. Τα χέρια τότες άπλωναν στα φαγητά ομπροστά τους. |
55 | Κι από φαΐ κι από πιοτό σα φράνθηκε η καρδιά τους, του άξιου μίλησε βοσκού ο Τηλέμαχος, και του είπε· |
| «Κυρούλη, πούθενε έρχεται δωπέρα αυτός ο ξένος; οι ναύτες πως τον φέρανε στο Θιάκι; ποιοί παινιένται πως είναι ; τι θαρρώ πεζός εδώ δε μας ορίζει.» |
60 | Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες· «Την πάσα αλήθεια, τέκνο μου, θ' ακούσης από μένα· απ' την πλατύχωρη κρατάει η φύτρα του την Κρήτη, και λέει πως σε πολλές θνητών πλανήθηκε αυτός χώρες γυρνώντας· έτσι η μοίρα του το θέλησε· και τώρα |
65 | από καράβι Θεσπρωτών πάλε έφυγε, και φάνη μες στο καλύβι μου· κι εγώ τον παραδίνω εσένα. Πράξε όπως βούλεσαι και θες· ικέτη σου τον έχεις.» |
| Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος του απολογήθη κι είπε· «Αλλοίς, και τι καρδιόπονο μου φέρνει αυτός σου ο λόγος· |
70 | και πως να τον αποδεχτώ τον ξένο εγώ στο σπίτι, που νέος όντας δύναμη στο χέρι μου δε νιώθω, μπρος σ' άντρα να διαφεντευτώ που θα με βρίση πρώτος· της μάνας πάλε, μέσα της ο νους της αναδεύει, τάχα την κλίνη να ντραπή του αντρός της και τον κόσμο, |
75 | κι έτσι μαζί μου μνήσκοντας να κυβερνάη το σπίτι, για απ' τους μνηστήρες Αχαιούς ν' ακολουθήση εκείνον, που της φανή ο καλύτερος, και φέρη πλέρια δώρα. Όμως τον ξένο τώρα αυτόν, στο σπίτι σου μιάς κι ήρθε, θα τόνε ντύσω με λαμπρό χιτώνα και χλαμύδα, |
80 | σπαθί μου θά 'χη δίκοπο, και σάνταλα στα πόδια, θα τόνε στείλω όπου η καρδιά κι ο νους του αποθυμήση. Κάλλιο εσύ κράτα τον αν θες εδώ, και φίλεψέ τον, κι εγώ σου στέλνω τα σκουτιά και τις προμήθειες όλες, να μη σάς γίνεται ζημιά κι εσένα και των άλλων. |
85 | Δεν τον αφήνω εγώ να ρθη κειπέρα στους μνηστήρες, πόχουνε τόση αποκοτιά κι αδιαντροπιά και κάκια· μην τον πειράξουν, κι ύστερα καημό πολύ θα τό 'χω. Στον άντρα που χτυπάει πολλούς, μα ας είν' κι αντρειωμένος, δύσκολη η νίκη, τι πολύ πιο δυνατοί 'ναι εκείνοι.» |
90 | Τότες του λάλησε ο τρανός, πολύπαθος Δυσσέας· «Φίλε, που τώρα γίνεται κι εγώ να σου μιλήσω, πόσο η καρδιά μου σκίζεται, ν' ακούγω τα όσα λέτε, πως ανομιές σοφίζουνται στους πύργους σου οι μνηστήρες, μ' όλο που τέτοιος φαίνεσαι λεβέντης. Πες μου τώρα, |
95 | να τυραννιέσαι τάχα θες, ή σού 'χει ο λαός σου μίσος μέσα στο δήμο, τη φωνή κάποιου θεού ακλουθώντας ; Ή τάχα φταιν τ' αδέρφια σου, που αυτοί σα σηκωθούνε, και μάχη ά γίνη φοβερή, μας φέρνουν πάντα θάρρος. Ωχού, και νιός αν ήμουνα με την καρδιά μου εδαύτη, |
100 | ή του λαμπρού Οδυσσέα γιός, ή κι ίδιος ο Οδυσσέας [από τα ξένα φτάνοντας, κι ελπίδα μένει ακόμα], θά 'θελα οχτρός να μού 'κοβε την κεφαλή μου εμένα, ά δεν τους έφερνα κακό μεγάλο εκείνους όλους, μες στα παλάτια μπαίνοντας του γόνου του Λαέρτη. |
105 | Κι αν με τα πλήθια τους αυτοί το μοναχόν εμένα με δάμαζαν, ας έπεφτα κάλλιο νεκρός στον πύργο, παρά να βλέπω αδιάκοπα τέτοια έργα ντροπιασμένα, τους ξένους να τους βρίζουνε, μα και τις παρακόρες αδιάντροπα να σέρνουνε μες στα λαμπρά παλάτια, |
110 | κρασί περίσσιο να τραβούν και τις θροφές να τρώνε, κι όλα του κάκου, ανώφελα, για έργο που δε θα γίνη.» |
| Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος του απολογήθη κι είπε· «Γι' αυτά όλα εγώ ξάστερα θα σου μιλήσω, ώ ξένε· μήτ' ο λαός για μένανε δεν έχει μίσος κι έχτρα, |
115 | και μήτ' αδέρφια δε μου φταιν, που αυτοί σα σηκωθούνε, και μάχη ά γίνη φοβερή, μας φέρνουν πάντα θάρρος. Νά, πως ο Δίας μας έκαμε μονόκληρο το γένος· μοναχογιό τον γέννησε ο Αρκείσιος το Λαέρτη· τον Οδυσσέα μοναχογιό τον είχε κι ο Λαέρτης· |
120 | και πάλε ο Οδυσσέας εμέ μοναχοπαίδι με είχε, και στο παλάτι μ' άφησε, και δε με καλοχάρη. |
| Και τώρα οχτροί κακόβουλοι μας γέμισαν το σπίτι· γιατί όσοι γύρω στα νησιά πρωτοστατούν αρχόντοι, Δουλίχι, Σάμη, Ζάκυθο με τα δασά τα δέντρα, κι όσοι στο βραχορίζωτο το Θιάκι εδώ αρχοντεύουν, |
125 | όλοι ζητούν την μάνα μου και μου χαλνούν το βιός μου. Κι εκείνη μήτε αρνιέται τους γάμο φριχτό, και μήτε τέλος να δώση δύνεται· κι ολοένα αυτοί το σπίτι μου καταλούνε· γλήγορα κι εμένα θα με φάνε. Στα χέρια ως τόσο των θεών ας μείνουν όλα ετούτα· |
130 | τρέξε, κυρούλη, τώρα εσύ, και πες της Πηνελόπης της φρόνιμης, πως έφτασα γερός από την Πύλο. Εγώ θα μείνω εδώ, κι εσύ το μήνυμα σα δώσης μόνο σ' αυτή, γύρισε εδώ· όμως Αχαιός κανένας να μην το μάθη, τι πολλοί γυρεύουν το κακό μου.» |
135 | Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες· «Ξέρω και νιώθω· τό 'χα εγώ στο νου μου ό,τι προστάζεις. Μα πες μου πάλε ξάστερα και ξήγα μου κι ετούτο· να πάω μαθές μαντάτορας αν πρέπη και του Λαέρτη του δόλιου, που τον έτρωγε του γιού του ως τώρα ο πόνος, |
140 | κι ως τόσο κοίταε χτήματα, τρωγόπινε στο σπίτι με παραγιούς κάθε φορά που τό 'θελε η καρδιά του· μα τώρα που ως την Πύλο εσύ με το καράβι βγήκες, δεν τρώγει μήτε πίνει πια, μήτε κοιτάζει χτήμα, μόν' κάθεται και δέρνεται και βαριαναστενάζει, |
145 | και λυώνουν όλο οι σάρκες του στα κόκκαλά του γύρω.» |
| Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος του απολογήθη κι είπε· «Κι όμως θα τον αφήσουμε, κι ας θλίβεται η ψυχή μας· αν ήταν όλα στων θνητών το χέρι, πρώτα πρώτα για το γονιό θα ορίζαμε του γυρισμού τη μέρα. |
150 | Μα κάλλιο γύρνα εδώ σαν πής το μήνυμα της μάνας, και μην πλανιέσαι σε ξοχές για να τον ανταμώσης· πες μοναχά της μάνας μου να στείλη παρακόρη κρυφά στο γέρο γλήγορα, το μήνυμα να δώση.» |
| Σηκώθη τότε ο Εύμαιος, τα σάνταλά του πήρε, |
155 | στα πόδια τα καλόδεσε, και κίνησε στη χώρα. Τής Αθηνάς δεν ξέφυγεν ο πηγαιμός του ως τόσο, μόνε κατέβη η θέαινα, πήρε μορφή γυναίκας ώριας και μεγαλόκορμης, σ' έργα λαμπρά τεχνίτρας, έξω απ' τη θύρα στάθηκε, και φάνη του Οδυσσέα. |
160 | Δεν ένιωσε ο Τηλέμαχος μήτε είδε την Παλλάδα, τι θεός δε φανερώνεται καθάρια στον καθένα· μα ο Δυσσέας την ξάνοιξε και τα σκυλιά την είδαν, και δίχως γαύγισμα έφυγαν βογγώντας μες στα βάθια της στάνης. Τού 'γνεψε η θεά, κι ένιωσ' αυτός και βγήκε |
165 | δίπλα στον τοίχο της αυλής, και στάθηκε ομπροστά της· κι η Αθηνά κοιτώντας τον του μίλησε και του είπε· |
| «Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα, όλα πια τώρα ξήγα τα του γιού σου, μην τα κρύβης· κι άμα τοιμάσετε μαζί το φόνο τώ μνηστήρων, |
170 | στη χώρα την περίλαμπρη να πάτε· δε θ' αργήσω κι εγώ να ερθώ, που λαχταρώ ν' αγωνιστώ κοντά σας». |
| Είπε, και με χρυσό ραβδί τον άγγιξε η Παλλάδα και φόρεμα σαν τού 'βαλε καθάριο και χιτώνα, του λάμπρυνε όλο το κορμί με τον ανθό της νιότης. |
175 | Μελαχρινός ξανάγινε με πιο γεμάτην όψη, και με τα γένια ολόμαυρα τριγύρω στο πηγούνι. Αυτά σαν τού 'καμε η θεά, τον άφησε· κι εκείνος μες στην καλύβα γύρισε· κι ο γιός του σαστισμένος, γύρναε τα μάτια κατ' αλλού, θεός μην τύχη κι ήταν. |
180 | Και φώναξέ τον, κι είπε του με λόγια φτερωμένα· |
| «Αλλιώτικος μου φάνηκες, ώ ξένε, από τα πρώτα· άλλα φορείς κι η όψη σου κι αυτή αλλαγμένη τώρα. Ένας θένα 'σαι απ' τους θεούς που κατοικούν τα ουράνια. Ελέησέ μας, σου τάζουμε καλόδεχτες θυσίες, |
185 | και δώρα χρυσοδούλευτα· προσπέφτω σου, λυπήσου». |
| Τότες του απάντησε ο τρανός, πολύπαθος Δυσσέας· «Θεός δεν είμ' εγώ· γιατί με θεούς με παρομοιάζεις; παρά είμ' εγώ πατέρας σου, που εσύ γι' αυτόν πονώντας τόσα τραβάς από κακούς και δύστροπους ανθρώπους.» |
190 | Μ' αυτά τα λόγια φίλησε το γιό του, και τα δάκρυα του τρέξαν απ' τα μάγουλα, που ως τότες τα κρατούσε. Δεν ήθελε ο Τηλέμαχος να το πιστέψη ακόμα πως ήταν ο πατέρας του, κι αυτά του απολογήθη· |
| «Δεν είσ' εσύ ο πατέρας μου ο Οδυσσέας, μόν' είσαι |
195 | κάποιος θεός και με πλανάς, για να τραβήξω κι άλλα· τι δε θα μπόρειε αυτά θνητός να πλάση μοναχός του, δίχως να ερθή κάποιος θεός σιμά, κι όπως του αρέσει, τον κάμη γέρο έτσι εύκολα, κι άξαφνα πάλε νέο. Τί ως τώρα γέρος ήσουνα και φτωχικά ντυμένος, |
200 | και τώρα μοιάζεις τους θεούς που κατοικούν τα ουράνια.» |
| Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος απάντησέ του κι είπε· «Κι αν τάχα ξαναφάνηκε, Τηλέμαχε, ο γονιός σου, δε σου ταιριάζει ν' απορής και να θαμάζης τόσο· άλλος πια εδώ κατόπι μου δεν έρχεται Οδυσσέας· |
205 | εγώ 'μαι αυτός, κι αφού πολύ πλανήθηκα στα ξένα, τώρα στα χρόνια τα είκοσι γυρίζω στην πατρίδα. Είναι κι αυτό της Αθηνάς της νικηφόρας έργο, που όπως θελήση δύνεται να κάνη με να μοιάζω, πότε φτωχός και ταπεινός, και πότε πάλε νέος, |
210 | με το κορμί μου αρχοντικά φορέματα ντυμένο. Κι είν' εύκολο για τους θεούς που κατοικούν τα ουράνια, ή να δοξάσουν άνθρωπο θνητό, ή να ταπεινώσουν.» |
| Είπε, και κάθισε· κι ο γιός στην αγκαλιά του πήρε το δοξαστό πατέρα του με θρήνους και με δάκρυα. |
215 | Τότες κι οι δυό ξεβούρκωσαν, και δυνατά στριγγλίζαν, κι απ' όρνια ξεφωνίζοντας πιο αψά κι από σπαράχτες αγιούπες ή θαλασσαϊτούς, που πήραν τα μικρά τους, ακόμα πρί φτερώσουνε, της εξοχής οι αργάτες· τόσο πικρά απ' τα βλέφαρα τα δάκρυα τους χυνόνταν. |
220 | Κι ο γήλιος θα βασίλευε, κι ακόμα αυτοί θα κλαίγαν, αν άξαφνα ο Τηλέμαχος τον Οδυσσέα δε ρώτα· |
| «Με τι καράβι φάνηκες ως τόσο εδώ, πατέρα; κι οι ναύτες που σε φέρανε ποιοί λέγανε πως ήταν ; Γιατί πεζός εσύ θαρρώ δεν ήρθες ως το Θιάκι.» |
225 | Κι απολογήθη του ο τρανός, πολύπαθος Δυσσέας· «Όλη απ' εμένα, τέκνο μου, θ' ακούσης την αλήθεια. Με φέραν εδώ Φαίακες θαλασσοξακουσμένοι, που κάθε ξένον προβοδούν που φτάση στο νησί τους· με το γοργό καράβι τους, καθώς γλυκοκοιμόμουν, |
230 | ήρθαν στο Θιάκι, μ' έβγαλαν, και με λαμπρά μ' αφήκαν δώρα, χρυσά και χάλκινα, και με φαντά περίσσια· όλα κρυμμένα σε σπηλιά με θεϊκιά βοήθεια. Τώρα ήρθα εδώ, της Αθηνάς τα λόγια ακολουθώντας, μαζί να κανονίσουμε το φόνο των οχτρώ μας. |
235 | Και τους μνηστήρας έλα εσύ, κι ένα προς ένα πες μου, να μάθω πόσοι είν' όλοι τους, και ποιός είν' ο καθένας· και μέσα στον αλάθευτο θα μελετήσω νου μου, αν εμείς σώνουμε μαζί μ' εκείνους να πιαστούμε δίχως βοηθούς και μοναχοί, για κι άλλους θα χρειαστούμε.» |
240 | Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος του απάντησε και του είπε· «Πατέρα, πάντα τ' άκουγα το δοξαστό όνομά σου, πόσο στο χέρι μαχητής, στο νου μεγάλος ήσουν· όμως αυτός ο λόγος σου τα φρένα μου σαστίζει· πως δυό νομάτοι θα πιαστούν με τόσους αντρειωμένους ; |
245 | Κι αυτοί δεν είναι μήτε μιά μήτε και δυό δεκάδες, μόνε πολύ περσότεροι· θα μάθης τώρα πόσοι. Από Δουλίχι πρόβαλαν πενήντα δυό μνηστήρες, νέοι ένας κι ένας, και μ' αυτούς δούλοι έξ ακολουθάνε· έχουμ' εικοσιτέσσερεις λεβέντες από Σάμη. |
250 | Από τη Ζάκυθο είκοσι παιδιά Αχαιών μας ήρθαν, κι από το Θιάκι δώδεκα μετρούμε παλληκάρια. Είναι μ' αυτούς κι ο Μέδοντας, ο κήρυκας και θείος τραγουδιστής, με δυό μαζί παράξιους μοιραστάδες. Σ' όλους αυτούς αν πέσουμε σα βρίσκουνται εκεί μέσα, |
255 | φοβάμαι, μη μας βγή πικρή και μαύρη η γδίκιωσή μας. Μόνε στοχάσου ά δύνεσαι να βρης στο νου σου μέσα διαφεντευτή που πρόθυμα βοήθεια θα μας φέρη.» |
| Κι απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας· «Άκου τι λέω, και πρόσεξε, και σκέψου αν η βοήθεια |
260 | της Αθηνάς και του θεϊκού πατέρα της μας σώνει, ή κι άλλονε διαφεντευτή πρέπει να ψάξω νά 'βρω.» |
| Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κι είπε· «Μεγάλοι αλήθεια είναι κι οι δυό βοηθοί που μου ονομάζεις τι θρονιασμένοι στ' αψηλά τα σύννεφα κι οι δυό τους, |
265 | θεούς μαζί κι αθάνατους στον κόσμο εξουσιάζουν.» |
| Κι απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας· «Δε θέν' αργήσουν να βρεθούν κι οι δυό στη μαύρη αμάχη, άμα του Άρη η μάνητα κι εμάς και τους μνηστήρες |
270 | μας συνεπάρη. Ως τόσο εσύ, καθώς γλυκοχαράξη, τρέξε, και τους περήφανους ζύγωσ' εκεί μνηστήρες· κατόπι εμένανε ο βοσκός στη χώρα θα με φέρη, με κακορίζικου μορφή και γέρου διακονιάρη. Κι ανίσως μου κακοφερθούν εκείνοι στο παλάτι, |
275 | κράτα τον πόνο μέσα σου τα πάθια μου θωρώντας· μα κι ά με ποδοσέρνουνε στη θύρα, και σαγίτες μου ρίχτουν, στέκου ατάραγος εσύ κι απόμενέ τα· και μόνε λέγε τους γλυκά την τρέλλα τους να πάψουν· αγκαλά αυτοί δε θα σ' ακούν, τι η ώρα τους αγγίζει. |
280 | [ Κι άλλο ένα πράμα θα σου πω, κι έχε το εσύ στο νου σου· η Αθηνά η πολύβουλη σα με φωτίση, τότες θα γνέψω με την κεφαλή, και τότ' εσύ θα νιώσης, κι όσα άρματα μας βρίσκουνται στον πύργο θα μαζέψης, |
285 | και μες στα βάθια του αψηλού θαλάμου θα τα θέσης· κι όταν εκείνοι, θέλοντας να ξέρουν, σε ρωτάνε, εσύ με λόγια μαλακά γλυκαποκοίμιζέ τους, και λέγε τους· «Απ' τον καπνό τα πήρα, τι δεν είναι σαν που ο Οδυσσέας τ' άφησε μισεύοντας στην Τροία, |
290 | μόνε η αχνίλα της φωτιάς τα θόλωσε από τότες. Μα κι άλλο μεγαλύτερο βάζει στο νου μου ο Δίας· μην τύχη και σε μάλωμα σάς ρίξη το μεθύσι, και χτυπηθήτε, κι ατιμιά στην προξενιά σας φέρτε· γιατί μονάχο του τραβάει το σίδερο τον άντρα.» |
295 | Όμως ν' αφήσης έτοιμους δυό λάζους, δυό κοντάρια, κι ασπίδες δυό, που βιαστικά ν' αδράξουμε στα χέρια, κι ο Δίας με την Αθηνά θα τους μαγέψουν τότες. ] |
| Μα κι άλλο τώρα θα σου πω κι εσύ έχε το στο νου σου· |
300 | παιδί μου αλήθεια αν είσαι εσύ, κι από δικό μας αίμα, κανένας να μη μάθη εκεί πως ήρθε ο Οδυσσέας. Λαέρτης και χοιροβοσκός μην τύχη και τ' ακούσουν· μήτε κανένας του σπιτιού, και μήτε η Πηνελόπη, παρά μονάχοι εμείς οι δυό να μάθουμε τις γνώμες |
305 | τώ γυναικών, και δοκιμή να κάνουμε στους άντρες, ποιός απ' τους δούλους μας τιμάει, κι ακόμα μας φοβάται, και ποιός ξεχνά μας κι αψηφάει λεβέντη σαν κι εσένα.» |
| Και τότες ο μυριόχαρος του απολογήθη γιός του· «Πατέρα, αργότερα θαρρώ θα νιώσης την ψυχή μου, |
310 | και πως δεν έχω θένα βρης τα λογικά μου κούφια· μα αυτό που τώρα μελετάς δεν τό 'χω για καλό μας. Στοχάσου το· πολύν καιρό θα χάσης αν καθέναν να δοκιμάσης ξέχωρα στα χτήματα γυρίζης· κι αυτοί στο μεταξύ θα τρων το βιός μες στα παλάτια, |
315 | αναπαμένοι, αδιάντροποι, και δίχως να λυπούνται. Καλό 'ναι αλήθεια να κοιτάς να μάθης τις γυναίκες, ποιές άτιμα σου φέρνουνται και ποιές δεν έχουν κρίμα· μα να γυρνούμε τις αυλές να δοκιμάζουμε άντρες, αυτό δεν τό 'θελα· στερνά να γίνουν κάλλιο ετούτα, |
320 | σημάδι αν έχης φανερό του αιγιδοφόρου Δία.» |
| Τέτοια αυτοί τότες λέγανε μονάχοι ανάμεσό τους· ως τόσο το καλόφτιαστο καράβι ήρθε στο Θιάκι, που τον Τηλέμαχο έφερε και τους συντρόφους όλους από την Πύλο. Μπήκανε στο τρίσβαθο λιμάνι, |
325 | τραβήξαν έξω στη στεριά το μελανό καράβι, και τ' άρματά τους σήκωσαν καμαρωτοί λεβέντες, και στου Κλυτίου φέρανε τα δώρα τα πανώρια. Κατόπι στείλαν κήρυκα στους πύργους του Οδυσσέα, το μήνυμα της φρόνιμης να φέρη Πηνελόπης, |
330 | πως πήγε ο γιός της στην ξοχή, μα εκείνος είχε στείλει στη χώρα το καράβι του, να μην της έρθη φόβος της δοξαστής βασίλισσας και χύση θερμά δάκρυα. Κι ο κήρυκας με το βοσκό στον πύργο αντάμα φτάνουν, να φέρουν το ίδιο μήνυμα κι οι δυό της Πηνελόπης. |
335 | Και στο λαμπρό σαν μπήκανε του Οδυσσέα παλάτι, ο κήρυκας ανάμεσα στις παρακόρες είπε· «Ήρθε ο μονάκριβός σου γιός, βασίλισσα, απ' την Πύλο.» Ζυγώνει κι ο χοιροβοσκός και λέει της Πηνελόπης όλα όσα του παράγγειλε τ' αγαπητό παιδί της. |
340 | Κι όλα καθώς τα πρόσταξε σαν είπε ένα προς ένα, του πύργου αφήνει τις αυλές και ξεκινάει στη στάνη. |
| Και τους μνηστήρες έπιασε βαρειά καρδιά και λύπη· και βγήκαν δίπλα απ' της αυλής τον τοίχο το μεγάλο, και πήγανε, κι ολόμπροστα καθίσανε της θύρας. |
345 | Και τότες του Πολύβου ο γιός ο Ευρύμαχος τους είπε· «Έργο τρανό ο Τηλέμαχος κατόρθωσε με τόλμη, τέτοιο ταξίδι,— κι είπαμε πως δε θα το τελέση· τώρα καράβι διαλεχτό με λαμνοκόπους άξιους ας ρίξουμε, που ολόταχα το μήνυμα να φέρουν |
350 | στους φίλους, να γυρίσουνε γοργά στο Θιάκι πίσω.» |
| Το λόγο δεν απόσωνε, κι ο Αμφίνομος γυρνώντας τα μάτια του προς το βαθιό λιμιώνα, είδε το πλοίο καθώς μαζώναν τα πανιά, και πιάναν τα κουπιά τους. Και απ' την καρδιά του γέλασε, και φώναξε στους άλλους· |
355 | «Τί θέλουμε το μήνυμα πια τώρα, αυτοί 'ναι μέσα. Ή κάποιος θεός τους φώτισε, ή κι είδαν το καράβι που πέρναε, και δεν πρόφταξαν να πάν και να το πιάσουν.» |
| Είπε, κι αυτοί σηκώθηκαν, και στ' ακρογιάλι πήγαν· και στη στερεά τραβήξανε το μελανό καράβι, |
360 | και τ' άρματά τους σήκωσαν καμαρωτοί λεβέντες. Κι όλοι μαζί στην αγορά κινήσαν, μηδ' αφήναν άλλον ή νέο ή γέροντα μαζί τους να καθίση. Και τότες του Ευπείθη ο γιός ο Αντίνος, σ' αυτούς είπε· |
| «Ωχού, πως απ' τον όλεθρο οι θεοί τόνε γλυτώσαν; |
365 | Στα βράχια τ' ανεμόδαρτα σκοποί καθόνταν πάντα, κι απανωτά ξαλλάζανε· και σα βουτούσε ο ήλιος, δεν ξενυχτούσαμε στη γης, παρά με το καράβι γυρνούσαμε ως το χάραμα, φυλάγοντας καρτέρι θάνατο στον Τηλέμαχο, να πάμε πιάνοντάς τον. |
370 | Κι ως τόσο θεός το θέλησε, και γύρισε στο Θιάκι. Μα εμείς εδώ ας κοιτάξουμε το τέλος του το μαύρο, μη μας ξεφύγη· τι θαρρώ πως όσο ζη δε βγαίνει πέρα η δουλειά μας, τι και νου και γνώση εκείνος έχει, κι εμάς αγάπη ο λαός σαν πρώτα δε μας έχει. |
375 | Μόνε βιαστήτε, πριν αυτός σε συντυχιά καλέση τους Αχαιούς· γιατί άπραγος, θαρρώ, δε θένα μείνη, παρά με οργή θα σηκωθή και σ' όλους θα κηρύξη πως σκοτωμό του πλέχναμε, μα πρόφταξε και σώθη. Κι άνομα τέτοια ακούγοντας εκείνοι δε θα στέρξουν, |
380 | κι ίσως μας φέρουνε κακό, κι απ' την πατρίδα ακόμα μας διώξουν, και μας κάμουνε να φύγουμε στα ξένα. Μόνε μακριά στην εξοχή, παρέκει από τη χώρα ας τον βαρέσουμε άξαφνα, για και στο δρόμο απάνω· κατόπι μοιραζόμαστε το βιός και τα καλά του, |
385 | και τα παλάτια αφήνουμε της μάνας του, να τά 'χη όποιος την πάρη ταίρι του. Μα ανίσως κι εσείς πάλι δε δέχεστε, και θέτε αυτός να ζη και τα καλά του τα πατρικά να χαίρεται, δω πέρα ας μη ζητούμε να μαζευόμαστε, και βιός πολύ να καταλούμε· |
390 | μόν' προξενειά απ' το σπίτι του καθένας μας ας κάνη με δώρα του, κι αυτή ας δεχτή τον άντρα που θα δώση τα πιότερα και της φανή της μοίρας ο σταλμένος.» |
| Αυτά ειπε, κι όλοι σώπασαν κι αμίλητοι απομείναν. Μα απάνω εκεί ο Αμφίνομος ξαγόρεψέ τους κι είπε, |
395 | ο γιόκας ο μυριόχαρος του ρήγα Νίσου, γόνου του Αρήτου, που ήρθεν αρχηγός και κάλλιος τώ μνηστήρων απ' το Δουλίχι το χλωρό, το σιταροσπαρμένο, και που τα λόγια του άρεσαν της ώριας Πηνελόπης, γιατ' είχε πάντα στην καρδιά περίσσια καλωσύνη. Αυτός λοιπόν καλόγνωμα ξαγόρεψέ τους κι είπε· |
400 | «Ώ φίλοι, τον Τηλέμαχο ποτές δε θα χαλνούσα· κακό, βασιλική γενιά με φονικό να σβήσης· τη γνώμη κάλλιο ας μάθουμε των αθανάτων πρώτα. Αν είναι με το θέλημα του Δία του βροντορίχτη, κι ίδιος εγώ τόνε χαλνώ, κι όλους τους άλλους σπρώχνω· |
405 | Μα αν το μποδίζουνε οι θεοί, να πάψετε σάς λέγω.» |
| Είπε, και σ' όλους άρεσαν του Αμφίνομου τα λόγια. Κι αμέσως σηκωθήκανε και στου Οδυσσέα πήγαν τον πύργο, και καθίσανε πάς στα λαμπρά θρονιά του. |
| Τότες στο νου της φρόνιμης της Πηνελόπης ήρθε |
410 | ομπρός στους παραδιάντροπους να κατεβή μνηστήρες, γιατί έμαθε πως γύρευαν το τέλος του παιδιού της, τι ο κήρυκας ο Μέδοντας που τ' άκουσε της τό 'πε. Και με τις βάγιες συντροφιά μες στα παλάτια μπήκε. Κι η ζουλεμένη αρχόντισσα σαν πήγε στους μνηστήρες, |
415 | σιμά στο στύλο στάθηκε της δουλεμένης στέγης, σηκώνοντας στην όψη της το λιόλαμπρο φακιόλι, και τον Αντίνο μάλωσε και μίλησέ του κι είπε· |
| «Αντίνο, αδιάντροπε, κακέ, που μες στο Θιάκι σ' έχουν για πρώτο απ' τους ομήλικους στη γνώση και στα λόγια· |
420 | μα τέτοιος δεν ήσουν εσύ. Ζουρλέ, πως πάς και πλέχνεις του γιού μου μαύρο θάνατο, και μήτε και σε μέλει για τους ικέτες πόχουνε το Δία για μάρτυρά τους; Μεγάλο κρίμα είναι κακό να πλέχνη ο ένας του άλλου. Ξεχνάς πως ο πατέρας σου μας ήρθε εδώ ικέτης, |
425 | σαν έφευγε από το λαό που χόλιασε μαζί του, γιατ' είχε πάρει συντροφιά ληστές από την Τάφο, και χάλασε τους Θεσπρωτούς πού 'ταν δικοί μας φίλοι. Και να του πάρουν τη γλυκειά ζωή γυρεύαν τότες, κι όλο τ' αρίθμητό του βιός ν' αρπάξουν και να φάνε· |
430 | μα όσο αυτοί κι ά μάνιαζαν, τους μπόδισ' ο Δυσσέας. Και τώρα, χωρίς δίκιο εσύ του καταλείς το σπίτι, γυρεύεις τη γυναίκα του, σκοτώνεις το παιδί του, κι εμένα με λυπείς πικρά. Μα εγώ σου λέω να πάψης, να πής και τώ συντρόφω σου να πάψουνε κι εκείνοι.» |
| Κι ο Ευρύμαχος της απαντάει, ο γόνος του Πολύβου· |
435 | «Ώ Πηνελόπη γνωστικιά, του Ικάριου θυγατέρα, θάρρος, κι ας μην τα νοιάζεται καθόλου εδαύτα ο νους σου. Δεν ήρθε ακόμα εδώ στη γης και μήτε θά 'ρθη εκείνος που χέρι στον Τηλέμαχο το γιό σου θένα βάλη, όσο εγώ ζω, και βλέπουνε τα μάτια μου στον κόσμο. |
440 | Γιατί ένα λόγο θα σου πω, κι ο λόγος μου θα γίνη· θα τρέξη στο κοντάρι μου ευτύς το μαύρο του αίμα, τι ο πολεμόχαρος συχνά κι εμένανε Οδυσσέας στα γόνατά του μ' έπαιρνε, και μού 'βαζε στα χέρια κρέας ψημένο και κρασί στα χείλη πορφυρένιο. |
445 | Γι' αυτό και του Τηλέμαχου περίσσια τού 'χω αγάπη, κι απ' τους μνηστήρες θάνατο να μη φοβάται εκείνος· μα αν είναι νά 'ρθη απ' τους θεούς, πως να σωθή δεν έχει.» |
| Με τέτοια τήνε θάρρευε, μα φόνο μελετούσε. Κι εκείνη μες στ' ανώγια της τα θεόλαμπρα ανεβαίνει, |
450 | και κλαίει τον Οδυσσέα της, ώσπου η γαλανομάτα θεά κατέβασε γλυκό στα βλέφαρά της ύπνο. |
| Και το βραδύ ο καλός βοσκός στον Οδυσσέα ξανάρθε, που με το γιό του τοίμαζε το δείπνο, και θρεφτάρι κάναν θυσία χρονιάρικο. Κι η Αθηνά κατέβη |
455 | τότε, και με ραβδί το γιό βαρώντας του Λαέρτη, τον Οδυσσέα, τον έκαμε γέρο ξανά σαν πρώτα. Και με φτωχά τον έντυσε φορέματα, μην τύχη και τόνε δη ο χοιροβοσκός και τόνε νιώση ομπρός του, και δεν το κρύψη, μόν' το πή της ώριας Πηνελόπης. |
460 | Και πρώτος ο Τηλέμαχος του μίλησε και τού 'πε· «Ήρθες, καλέ μας· τι άκουσες στη χώρα να δηγούνται ; Απ' το καρτέρι γύρισαν οι θεότρανοι μνηστήρες, ή ακόμα εκεί με καρτερούν στο Θιάκι να γυρίσω ;» |
| Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες· |
465 | «Δεν ήθελα να τα ρωτώ και να τα μάθω ετούτα, στη χώρα μέσα τρέχοντας· βιαζόμουνα να δώσω το μήνυμά μου ολόταχα, και πίσω να ξανάρθω. Και κήρυκας μαντάτορας γοργός, απ' τους συντρόφους έφτασε αντάμα, κι έδωσε της μάνας λόγο πρώτος. |
470 | Ξέρω κι έν' άλλο να σάς πω που με τα μάτια μου είδα· πάνω απ' τη χώρα, στο βουνό του Ερμή σαν είχα φτάσει, καράβι αγνάντεψα γοργό να μπαίνη στο λιμάνι, γεμάτο με άντρες, κι ήτανε με ασπίδες φορτωμένο, και με κοντάρια δίστομα. Και φάνηκε σαν νά 'ταν |
475 | μνηστήρες όλοι τους αυτοί, μα άλλο να πω δεν ξέρω.» |
| Αυτά είπε, κι ο Τηλέμαχος χαμογελώντας ρίχτει ματιά προς τον πατέρα του, κρυφά απ' το χοιροτρόφο. |
| Και τις δουλειές σαν τέλειωσαν και τοίμασαν το δείπνο, καθίσανε κι απόλαψαν του τραπεζιού τα δώρα. |
480 | Κι από φαΐ κι από πιοτό σα φράνθηκε η καρδιά τους, την κλίνη θυμηθήκανε, και χάρηκαν τον ύπνο. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου