| Κάτου στης Λακεδαίμονας τα βραχοκάμπια φτάνουν, και στα παλάτια ξεκινούν του δοξαστού Μενέλαου. Βρήκαν τον κι έκανε χαρά με περισσούς δικούς του, τί γιό και κόρη πάντρευε στο σπιτικό του μέσα. |
5 | Στού ατρόμητου Αχιλλέα το γιό την κόρη του προβόδα, που από την Τροία την έταξε και λόγο του είχε δώσει, και τώρα τέλος φέρνανε οι αθάνατοι στο γάμο.
Μέ αλόγατα και μ' άμαξες την έστελνε στη χώρα τώ Μυρμιδόνων τη λαμπρή, που βασιλιάς τους ήταν, |
10 | Και για το γιό του διάλεξε του Αλέχτορα την κόρη στη Σπάρτη· ο χαδεμένος του λεβέντης Μεγαπένθης ήταν αυτός, κι η μάνα του σκλαβούλα, τί η Ελένη άλλο παιδί δε γέννησε κατόπι της Ερμιόνης της ώριας, που χρυσόλαμπε σαν ίδια η Αφροδίτη. |
15 | Έτσι μες στο πεντάψηλο ξεφάντωναν παλάτι όλ' οι γειτόνοι κι οι δικοί του δοξαστού Μενέλαου, και γλέντιζαν ο θεϊκός τραγουδιστής κοντά τους τραγούδαε λύρα παίζοντας, και στο σκοπό του απάνω δυό χορευτάδες πηδηχτά καταμεσίς σβουρίζαν. |
20 | Στά πρόθυρα ο παλληκαράς Τηλέμαχος κι ο γιόκας του Νέστορα ο περίλαμπρος με τ' άλογα σταθήκαν. Προβγαίνει κι αγναντεύει τους ο άξιος Ετεωνέας, πιστός παραστεκάμενος του δοξαστού Μενέλαου, και στο παλάτι μήνυμα του βασιλέα του φέρνει, |
25 | σιμά του στέκοντας, μ' αυτά τα φτερωμένα λόγια· |
| «Ώ διόθρεφτε Μενέλαε, δυό ξένοι εδώ φανήκαν, που σαν του Δία μοιάζει τους το γένος του μεγάλου. Και πές άν θα τους λύσουμε τ' αλόγατα απ' τ' αμάξι, ή σ' άλλους να τους στείλουμε φιλοξενιά να βρούνε.» |
30 | Και του ξανθού Μενέλαου του βαριοφάνη, κι είπε· «Δέν ήσουν άλλοτες εσύ κουτός, μωρ' Ετεωνέα, μα τώρ' αλήθεια σα μωρό παιδί μου συντυχαίνεις. Τάχα δε φάγαμε κι εμείς σε σπίτια ανθρώπων άλλων, πρίν να 'ρθουμε, κι από δεινά μάς λευτερώση ο Δίας; |
35 | Μόν' έλα λύσ' τ' αλόγατα των ξένων κι έμπασέ τους, να κάτσουν και να καλοφάν και να χορτάσουν πρώτα.» |
| Είπε κι εκείνος χύθηκε και φώναξε τους άλλους πρόθυμους δούλους κι είπε τους κατόπι του να τρέξουν. Και τα δρωμένα τ' άλογα ξεζέψαν απ' τ' αμάξι, |
40 | και στ' αλογήσα τα παχνιά τα δέσαν, και τους βάλαν να φάνε ζειά ανακατευτή με κάτασπρο κριθάρι. Στά ξώτοιχα το ολόλαμπρο τ' αμάξι τότες γείραν, κι εκείνους μες στ' αρχοντικό τους φέραν· κι αυτοί ιδόντας του διόθρεφτου του βασιλιά τους πύργους, απορούσαν, |
45 | τ' είχαν το φώς του φεγγαριού και του ήλιου τη λαμπράδα τα σπίτια τ' αψηλόσκεπα του δοξαστού Μενέλαου. Και σαν τα σεριανίσανε και χάρηκε η ψυχή τους, μπήκανε μες στις σκαλιστές τις γούρνες και λουστήκαν. Και σαν τους λούσαν κοπελιές κι αλείψαν τους με λάδι, |
50 | και τους φορέσανε κρουστές χλαμύδες και χιτώνες, πάς σε θρονιά τους κάθισαν σιμά στο γιό του Ατρέα. Και μπρίκι για το νίψιμο τους φέρνει τότε η βάγια, ώριο, χρυσό, και χύνει τους στην αργυρή λεγένη, κι ύστερα στρώνει αντίκρυ τους γυαλιστερό τραπέζι. |
55 | Σεμνή κελάρισσα έφερε ψωμί και παραθέτει, κι από τα καλοφάγια της τους φίλεψε περίσσια. Και στα πινάκια ο μοιραστής τα κρέατα αραδιάζει, και θέτει χρυσοπότηρα ομπροστά τους. Κι ο Μενέλαος τους χαιρετάει τους δυό μαζί, κι αυτά τους συντυχαίνει· |
60 | «Απλώστε χέρι στο φαγί, χαρήτε το· κατόπι σαν καλοφάτε, σάς ρωτώ ποιοί να 'στε, κι αποπούθε. Τό αίμα σας το γονικό δεν είναι εσάς χαμένο, παρά θεόθρεφτων παιδιά θένα 'στε βασιλιάδων, τί ανθρώποι δε γεννούν κοινοί παλληκαράδες τέτοιους.» |
65 | Είπε, κι ομπρός τους έθεσε ραχόψαχνα βοδήσα, ψητά, που εκείνου τα 'χανε βαλμένα για τιμή του. Κι αυτοί τα χέρια απλώνανε στα καλοφάγια ομπρός τους. Κι από πιοτό κι από φαΐ σα φράθηκε η καρδιά τους, στου Νέστορα ο Τηλέμαχος το τέκνο συντυχαίνει, |
70 | ολόσιμά του σκύβοντας, να μην ακούν οι άλλοι· |
| «Γιά κοίτα, γιέ του Νέστορα, και φίλε της καρδιάς μου, χαλκός που αστράφτει μες σ' αυτά τα βουητερά παλάτια, το μάλαμα και το ήλεχτρο, το φίλντισί, τ' ασήμι. Τέτοιες θένα 'ναι κι οι αυλές του Δία του Ολυμπήσου· |
75 | αρίφνητα καλά θωρώ, και θαμασμός με πιάνει.» |
| Και τον απείκασε ο ξανθός Μενέλαος σα μιλούσε, και τους φωνάζει και λαλεί με φτερωμένα λόγια· |
| «Ποιός άνθρωπος, παιδάκια μου, μετριέται με το Δία; αθάνατοί 'ναι οι πύργοι του και τα καλά του εκείνου· |
80 | θνητός μονάχα στα καλά μ' εμένανε μετριέται, ή κι όχι· τί με πάθια μου και με πολλά ταξίδια μες στα καράβια τα 'φερα χρόνους οχτώ γυρνώντας· Κύπρο, Φοινίκη διάβηκα, Αίγυπτο, Αιθιοπία, και Σιδονιώτες κι Ερεμπούς, και της Λιβύας τη χώρα, |
85 | εκεί που πάντοτες τ' αρνιά με κέρατα γεννιούνται, και τρείς φορές τα πρόβατα γεννοβολούν το χρόνο. Μήτε του νοικοκύρη εκεί και μήτε του πιστού του δε λείπει κρεάσι και τυρί και το γλυκό το γάλα· τί το 'χουν όσο θές εκεί το γάλα και τ' αρμέγουν. |
90 | Και βιός πολύ συνάζοντας εγώ καθώς πλανιόμουν, άλλος κρυφά κι ολόξαφνα τον αδερφό μου τότες με την απάτη σκότωνε της έρμης του γυναίκας· και να, γιατί δε χαίρουμαι τα πλούτια αυτά που ορίζω. Θά τα γρικήσατε κι εσείς αυτά από τους γονιούς σας, |
95 | όποιοι κι άν είναι, τί έπαθα πολλά, μου χάθη σπίτι καλότυχο και με καλά περίσσια πλουτισμένο. Μακάρι να μου μνήσκανε το τρίτο μες στους πύργους, κι οι άντρες να γλυτώνανε που μάς χαθήκαν τότες στην Τρωάδα την πλατύχωρη, μακριά από την πατρίδα. |
100 | Όλους εγώ τους κλαίω εκειούς και δέρνουμαι, κλεισμένος σαν κάθουμαι πολλές φορές σ' αυτά μου τα παλάτια, κι ώρες στο κλάμα χαίρουμαι, ώρες το κόβω πάλε, τί γλήγορα χορταίνεται το κρύο το μοιρολόγι. Μα τούτους όλους δε θρηνώ, κι άς καίγετ' η καρδιά μου, |
105 | όσο έναν, που ποθώντας τον όρεξη χάνω κι ύπνο· γιατ' Αχαιός δεν τράβηξε τα όσα ο Οδυσσέας. Μα η μοίρα το 'θελε πολλά να πάθη αυτός, κι εμένα να τρώη ο πόνος του ο σκληρός, που τόσους χρόνους λείπει, κι ανίσως ζή ή απέθανε κανένας δε γνωρίζει. |
110 | Και θα τον κλαίνε τώρ' αυτόν ο γέρος ο Λαέρτης κι η Πηνελόπη η γνωστικιά, θα τόνε κλαίη κι ο γιός τους, που από το σπίτι φεύγοντας μωρό τον είχε αφήσει.» |
| Είπε, κι αυτός λαχτάρηξε να κλάψη το γονιό του. Χάμου ένα δάκρυο του έχυσε γρικώντας τ' όνομά του, |
115 | κι ομπρός στα μάτια σήκωσε την πορφυρένια χλαίνα με τα δυό χέρια. Τό 'νιωσε ο Μενέλαος, και μονάχος το βαθιογύριζε στο νου και στην ψυχή του μέσα, να τον αφήση ο ίδιος του να πή για το γονιό του, ή πρώτος να ρωτήξη αυτός και ξέταση να κάνη; |
120 | Κι εκεί που αυτά μελέταγε στο νου και στην ψυχή του, η Ελένη από τ' ανώγια της τα μοσκομυρισμένα προβάλλει σαν την Άρτεμη τη χρυσοσαγιτούσα. Σιμά της στήνει η Άδραστη θρονί καλοφτιασμένο, η Αλκίππη μάλλινο απαλό φέρνει χαλί κι απλώνει, |
125 | και το πανέρι τ' αργυρό φέρν' η Φυλώ, που δώρο η Αλκάντρα της το χάρισε η γυναίκα του Πολύβου, που ζούσε και λημέριαζε στην Αίγυπτο στις Θήβες, και που είχε πλούτια αρίφνητα στο σπιτικό του μέσα. Έδωσ' εκείνος δυό αργυρά λουτρά του γιού του Ατρέα, δυό τρίποδα, και μάλαμα τάλαντα δέκα χώρια· |
130 | δώρα η κερά του διαλεχτά χαρίζει της Ελένης, χρυσή αληκάτη, κι αργυρό πανέρι πάς στις ρόδες, με χρυσωμένα ολόγυρα του πανεριού τα χείλη. Αυτό δά της παράθεσε η Φυλώ η παρακόρη, γεμάτο νήμα δουλευτό, κι απάνω η αληκάτη |
135 | με το βαθιόχρωμο μαλλί, θεμένη πέρα ως πέρα. Καθίζει απάνω στο θρονί, μ' ακουμποπόδι ομπρός της η Ελένη, και τον άντρα της καλορωτάει να μάθη. |
| «Ώ διόθρεφτε Μενέλαε, γνωρίζουμ' εμείς τάχα ετούτοι που μάς ήρθανε σαν ποιοί παινιένται να 'ναι ; |
140 | Αλήθεια, ή ψέματα θα πω; δεν το βαστώ πια μέσα. Ποτές μου δεν είδ' άνθρωπο, άντρα ή γυναίκα, τόσο να μοιάζη ανθρώπου, όσο αυτός — θαμάζω βλέποντάς τον— ο γιός του μεγαλόκαρδου Οδυσσέα μοιάζει να 'ναι, ο νέος Τηλέμαχος, που εκειός μικρό τον είχε αφήσει |
145 | για μένα την ασύστατη σαν τρέξατε στην Τροία στο νου σας πόλεμο έχοντας απόκοτο όλοι τότες.» |
| Κι ο ξανθουλός Μενέλαος γυρίζει και της κρένει· «Κι εγώ, γυναίκα, νιώθω τα καθώς εσύ τα κρίνεις· τέτοια τα πόδια του εκεινού, τα χέρια κι οι ματιές του, |
150 | τέτοιο και το κεφάλι του κι απάνωθέ του η κόμη. Και καθώς τώρα θύμιζα τον Οδυσσέα, δηγώντας τα όσα εκείνος έπαθε και πόφερε για μένα, αυτός πικρό κατέβαζε στο πρόσωπό του δάκρυο, κι ομπρός στα μάτια σήκωνε την πορφυρένια χλαίνα.» |
155 | Και τότε ο γιός του Νέστορα ο Πεισίστρατος του κάνει· «Ώ διόθρεφτε Μενέλαε κι αρχοντογιέ του Ατρέα, εκείνου γιός είν' απεδώ στ' αλήθεια, καθώς είπες· είναι όμως στοχαζούμενος και δεν κοτάει ο νούς του ό,τι πρωτόηρθε, ανέπρεπα να κρένη λόγια ομπρός σου, |
160 | εδώ που σα φωνή θεού η φωνή σου μάς γλυκαίνει. Μ' έστειλ' εμένα ο Νέστορας, ο αλογογνώστης ρήγας, να τόνε συνοδέψω αυτόν, τί να σε δή ποθούσε, ίσως και λόγο ή κάμωμα στο λογισμό του βάλης. Γονιού που ξενικεύτηκε παιδί πολλά παθαίνει |
165 | στο σπίτι του, ά δεν του 'ρχεται βοήθεια από τους άλλους. Έτσι και του Τηλέμαχου λείπει ο γονιός του, κι άλλοι στα βάσανά του γλυτωμό δεν έρχουνται να φέρουν.» |
| Κι ο ξανθουλός Μενέλαος του απολογιέται τότες· «Αλήθεια, γιός αγαπητού μου 'ρθε στο σπίτι ανθρώπου, |
170 | που για τα μένα τράβηξε κόπους κι αγώνες μύριους· κι είπα, θα τόνε φίλευα από κάθε άλλον Αργίτη ξέχωρα, άν τότες έδινε ο Δίας ο βροντορίχτης να ρθούμε αντάμα, στα γοργά αρμενίζοντας καράβια. Μές στ' Άργος θένα του 'φτιανα και χώρα και παλάτι, |
175 | από το Θιάκι φέρνοντας μ' αυτόν και τα καλά του, το γιό του κι όλο το λαό, κι αρπώντας του μιά χώρα απ' όσες γύρω βρίσκουνται κι εμένα προσκυνάνε. Εδώ συχνά θα σμίγαμε, και δε θα χώριζε άλλο το φιλευτή του εμένανε απ' εκειόν το φιλεμένο, |
180 | παρά το μαύρο σύννεφο του Χάρου σαν ερχόταν. Γραφτό όμως ήτανε ο θεός να τα φτονέση ετούτα, και μόνο εκείνου ν' αρνηθή το γυρισμό του δόλιου.» |
| Είπε, και σ' όλους έδωσε μοιρολογιού λαχτάρα. Κλαίγ' η Ελένη η Αργίτισσα, του Δία η θυγατέρα, |
185 | κλαίει ο καλός Τηλέμαχος κι ο γιός του Ατρέα Μενέλαος, και μήτε ο γιός του Νέστορα στεγνά δεν είχε μάτια· τί τον Αρχίλοχο κι αυτός τον άσφαλτο θυμήθη, που ο γόνος της λαμπρής Ηώς τον είχε σκοτωμένο· αυτόν θυμώντας μίλησε με λόγια φτερωμένα· |
190 | «Τού Ατρέα γιέ, πιο γνωστικό μες στους ανθρώπους όλους ο γέρος σε είπε Νέστορας μιλώντας για τα σένα στο σπίτι, σα ρωτιούμασταν ο ένας με τον άλλον. Και τώρα, ά γίνεται, άκου με· γιατί στο δείπνο απάνω δεν τ' αγαπώ τα κλάματα· μα θα ξανάρθη η Αυγούλα. |
195 | Δέ λέω πως όποιον παίρνει μας ο Χάρος να μην κλαίμε. Αυτό δά μόνο δώρο τους έχουν οι δόλιοι ανθρώποι, η κομη να κουρεύεται, να τρέχουνε τα δάκρια. Κι εμένα απέθανε αδερφός, που στους Αργίτες μέσα δεν ήταν ο χερότερος, και που γνωστός σου θα 'ναι· |
200 | δεν τόνε γνώρισα κι εγώ· λένε πως πρώτος ήταν ο Αντίλοχος στο τρέξιμο, κι αδάμαστος στη μάχη.» |
| Κι ο ξανθομάλλης του απαντάει Μενέλαος και του κάνει· «Φίλε, που φρόνιμα λαλείς, κι όσα άνθρωπος με γνώση και πιο μεγάλος θα 'λεγε και θα 'κανε· από τέτοιον |
205 | όντας γονιό, δε δύνεσαι παρά σοφά να κρένης. Εύκολ' ακούγεται η γενιά του άντρα που ο γιός του Κρόνου καλό του φέρνει ριζικό σε γάμο και σε γέννα. Έτσι του Νέστορα έδωκε ο Δίας μιά για πάντα, |
210 | κι ο ίδιος να 'χη γερατειά καλά στ' αρχοντικό του, και γιούς να κάμη φρόνιμους και στ' άρματα μεγάλους. Μα άς πάψουμε τα κλάματα, που αυτά γενήκαν τότες· στο δείπνο τώρα άς έρθουμε, νερό στα χέρια άς χύσουν, και με το χάραμα αύριο ξαναρχινούν τα λόγια, |
215 | που κι ο Τηλέμαχος κι εγώ θα πούμε ανάμεσα μας.» |
| Είπε, κι ο Ασφάλης το νερό τους έχυσε στα χέρια, ο σβέλτος κι άξιος παραγιός του δοξαστού Μενέλαου. Κι απλώσαν χέρια στα έτοιμα φαγιά που 'χαν ομπρός τους. |
| Τότες αυτό σοφίστηκε του Δία η κόρη Ελένη· |
220 | απ' όπου πίνανε κρασί τους έριξε βοτάνι, συχαστικό κι ανέχολο, που κάθε πόνο πνίγει. Όποιος αυτό το καταπιή σμιγμένο στο κροντήρι, ολημερίς δε χύνεται στο μάγουλο του δάκρυο, μα κι άξαφνα άν η μάνα του ή ο κύρης του πεθάνη, |
225 | ή κι ομπροστά στα μάτια του με το μαχαίρι άν κόβουν αγαπημένο αδέρφι του, ή γιό μονάκριβό του. Τέτοια 'χε γιατροβότανα καλά του Δία η κόρη· τα 'χε δοσμένα η σύγκοιτη του Θώνα η Πολυδάμνα, στην Αίγυπτο, που αρίθμητα η πλούσια η γής τα βγάζει, |
230 | άλλα καλά στο σμίξιμο κι άλλα φαρμακωμένα· γιατρός καθένας είν' εκεί παράξιος μες στον κόσμο, τί όλοι τους τον Παιήονα γνωρίζουν πρόγονό τους. Και μέσα αυτά σαν τα 'ριξε, κι είπε να τους κεράσουν, πάλε άρχισε το μιλητό, κι αυτά τους συντυχαίνει· |
235 | «Ώ διόθρεφτε Μενέλαε, κι εσείς εδώ βλαστάρια λαμπρών αντρών, — γιατί ο θεός ο Δίας μάς χαρίζει άλλου καλό κι άλλου κακό, και δύνεται τα πάντα,— εδώ τώρα που κάθεστε και τρώτε στο παλάτι, και με μιλιές γλεντίζετε, σαν κάτι που ταιριάζει |
240 | θα πω σας. Είναι αδύνατο να δηγηθώ σας όλους του σιδερόκαρδου Οδυσσέα τους πάμπολλους αγώνες· ένα θα πω όμως που έπραξε ο ατρόμητος εκείνος, στην Τροία, που τους Αχαιούς μύρια τους πέσαν πάθια· τότες που χάραξε κακά σημάδια στο κορμί του, |
245 | ντύθηκε ρούχα φτωχικά, και μοιάζοντας με δούλο γυρνούσε στην πλατύδρομη του εχτρού τη χώρα μέσα· έτσι αλλαγμένος, θα 'λεγες κάποιος ζητιάνος ήταν, αυτός που αλλιώς φαινότανε στ' αχαϊκά καράβια. Τέτοιος στην Τροία χώθηκε, κι εκείνοι τυφλωθήκαν |
250 | όλοι τους, και μονάχη εγώ τον ένιωσα ποιός ήταν, και τόνε ρώτηξα, κι αυτός μου ξέφυγε με τέχνη. Μα όταν εγώ τον έλουσα, τον άλειψα με λάδι, και του 'δωσα φορέματα, και του 'κανα όρκο μέγα ανάμεσά τους να μην πω πως φάνηκε ο Οδυσσέας, |
255 | πρίν αυτός φτάση στις σκηνές και στα γοργά καράβια, τότες τα σκέδια των Αχαιών μου τα φανέρωσε όλα. Κι αρίθμητους η σπάθα του σαν έκοψε Τρωαδίτες, πρός τους Αργίτες γύρισε πολλά 'χοντας στο νου του. Τότες οι άλλες Τρώϊσσες πικρά μοιρολογούσαν, |
260 | όμως εγώ χαιρόμουνα, γιατ' η καρδιά μου πίσω στο σπίτι μου με τράβαγε, και στέναζα ολοένα για την τυφλάδα που έβαλε στο νου μου η Αφροδίτη, από τη γής μου τη γλυκειά σα μ' έφερε στα ξένα, και χώρισα απ' την κόρη μου, την κλίνη μου, τον άντρα, που άλλος στο νου και στη μορφιά κανείς δεν τον περνούσε.» |
265 | Κι ο ξανθουλός Μενέλαος γυρίζει και της κάνει· «Ναί, όλα ετούτα αληθινά τα μίλησες, γυναίκα· πολλών εγώ μελέτησα τη γνώση και τη γνώμη, αντρών ηρώων, και πολλούς είδα του κόσμου τόπους, μα άνθρωπο τέτοιον πουθενά τα μάτια μου δεν είδαν, |
270 | σαν που ήτανε ο τρανόψυχος κι ο ακριβός Δυσσέας. Κι άλλο ένα εκείνος έπραξε με τόλμη κι αντρειοσύνη, τότες που φόνο φέρναμε και χαλασμό στους Τρώες, μες στ' άλογο το σκαλιστό κρυμμένοι εμείς οι πρώτοι. Ήρθες κι εσύ τότες εκεί· θεός θα σ' είχε στείλει, |
275 | που να χαρίση γύρευε στους Τρωαδίτες δόξα· σιμά σου κι ο θεόμοιαστος Δήφοβος. Και κάνεις τρείς γύρους πασπατεύοντας τον κουφωτό κρυψώνα, και κράζοντας τα ονόματα των Αργιτώνε μέσα, καθένα με την ξέχωρη λαλιά της σύγκοιτής του. |
280 | Εγώ και του Τυδέα ο γιός κι ο μέγας ο Οδυσσέας τ' ακούσαμε το λάλημα στη μέση καθισμένοι. Εμάς τους δυό μάς έπιασε λαχτάρα τότες, ή όξω να βγούμε, ή απομέσαθε ν' αποκριθούμε αμέσως· όσο όμως κι άν το θέλαμε, μάς βάσταξ' ο Οδυσσέας. |
285 | Κι έτσι όλα τ' Αχαιόπουλα σωπάσαν εκεί μέσα. Ένας μονάχα, ο Άντικλος ζητάει να σ' απαντήση, μα ο Δυσσέας του 'σφιξε το στόμα με τις δυό του χερούκλες, και κρατώντας τον τους Αχαιούς γλυτώνει, ώσπου η Παλλάδα η Αθηνά σε τράβηξε αποκείθε.» |
290 | Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και του κάνει· «Μενέλαε, του Ατρέα γιέ, και διόθρεφτέ μου αφέντη, πιο κρίμας, που μήτε κι αυτό δεν του 'διωξε τη μοίρα, μήτε και που είχε μέσα του τα στήθια σιδερένια. Όμως στην κλίνη φέρτε μας, τί ήρθε η στιγμή να πάμε |
295 | να γείρουμε, και το γλυκό τον ύπνο να χαρούμε.» |
| Αυτά είπε, και τις δούλες της η Ελένη ευτύς προστάζει στρωσίδια να τοιμάσουνε, να βάλλουνε τα χράμια τα κερμεζά και τα όμορφα, κι απάνω τους τα πεύκια, και τις φλοκάτες τις κρουστές για ντύσιμο αποπάνω. |
300 | Κι οι δούλες βγήκανε με φώς στα χέρια, και τους στρώσαν· και πήρε τότε ο κήρυκας τους ξένους στο χαγιάτι, κι εκεί ο Τηλέμαχος κι ο γιός του Νέστορα πλαγιάσαν· στ' απόβαθα του θάλαμου κοιμήθηκε ο Μενέλαος, και πλάγι η λυγερόκορμη και λατρευτή του Ελένη. |
305 | Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα, κι απάνω ο μεγαλόφωνος σηκώθηκε ο Μενέλαος· ντύνεται, σπάθα κοφτερή κρεμάζει από τον ώμο, ώρια αμποδένει σάνταλα στα πόδια τα λαμπρά του, |
310 | προβάλλει από το θάλαμο μ' αθάνατο παρόμοιος, και δίπλα στον Τηλέμαχο· καθίζει και του κρένει· |
| «Ποιά ανάγκη σ' έφερ' ως εδώ, Τηλέμαχε λεβέντη, κι ήρθες στη Λακεδαίμονα, τις θάλασσες περνώντας δική σου, ή τάχα του λαού; Πές μου όλη την αλήθεια.» |
315 | Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και του κάνει· «Γιέ του Ατρέα Μενέλαε, και διόθρεφτε μου αφέντη, ήρθα να μάθω άν έφερες μαντάτα του γονιού μου· τί τρών το σπίτι μου, και πάν' τα πλούσια μου χωράφια· γεμάτα τα παλάτια μου απ' εχτρούς που νύχτα μέρα |
320 | μου σφάζουν κι όλο σφάζουνε τα βοδοπρόβατά μου, εκείνοι οι παραδιάντροποι της μάνας μου μνηστήρες. Γι' αυτό δά τώρα πέφτω σου στα γόνατα, να μάθω σαν ποιό 'τανε το τέλος του κι η κακοθανατιά του, μα τα ειδες με τα μάτια σου, ή απ' άλλον άκουσές τα· |
325 | τί η μάνα τόνε γέννησε με βάσανα περίσσια. Και μη μου τα μισομιλάς από συμπόνια ή σέβας, μόν' πές μου τα ίσια, καταπώς τα μάτια σου τον είδαν. Παρακαλώ σε, άν ο λαμπρός γονιός μου ο Οδυσσέας ή λόγο ή πράξη σου 'ταξε και τέλεσε στην Τροία, |
330 | εκεί που αρίθμητα δεινά τους Αχαιούς πλακώσαν, θυμήσου τα την ώρα αυτή, και πές μου την αλήθεια.» |
| Κι ο ξανθωπός Μενέλαος βαριά του απολογιέται· «Ωχού, σε τί παλληκαρά κλινάρι να πλαγιάσουν τους ήρθεν όρεξη αυτουνούς τους άναντρους, αλήθεια. |
335 | Καθώς μες σ' άγριου λιονταριού ρουμάνι η αλαφίνα κοιμίζει βυζαστάρικα νιογέννητα λαφούλια, και παίρνει τις βουνοπλαγιές και τα χλωρά λαγκάδια, και βόσκει, μα άξαφνα γυρνάει μες στη μονιά του εκείνος, και φέρνει τέλος φοβερό σε μάνα και λαφούλια, |
340 | έτσι κι ο Οδυσσέας φριχτά θα τους τελειώση εκείνους. Κι, ώ Δία θεέ μου, κι Αθηνά κι Απόλλωνα, άν εκείνος, τους πέση σαν που φάνηκε στην όμορφη τη Λέσβο, που πρόβαλε και πάλεψε με το Φιλομηλείδη, και μονομιάς τον έριξε, κι οι Αχαιοί χαρήκαν, |
345 | άν τέτοιος ο Οδυσσέας ερθή και πέση στους μνηστήρες, γλήγορο θα 'ν' το τέλος τους, κι ο γάμος τους φαρμάκι. Κι αυτά που τώρα με ρωτάς και που παρακαλείς με, δε θα τα πω τριγυριστά και δε θα σε γελάσω, παρά όσα μου 'πε ο άλαθος της θάλασσας ο γέρος, |
350 | ένα πρός ένα θα 'χης τα, και λόγο δε θα κρύψω. |
| Στήν Αίγυπτο, σα γύρευα για εδώ να ξεκινήσω, με κράτησαν οι αθάνατοι, τί δεν τους είχα κάνει την ταχτική εκατοβοδιά, κι εκείνοι πάντα θέλουν τις προσταγές που αφήνουνε να μην τις αστοχούμε. Είναι νησί στη θάλασσα την πολυκυματούσα, |
355 | κατάμπροστα στην Αίγυπτο, και Φάρο τ' ονομάζουν· μακριά να πούμε όσο μπορεί καράβι σε μιά μέρα να φτάση, άν πρύμος άνεμος φυσάη καλά ως το τέλος· κι έχει λιμάνι απάνεμο, που κείθε τα καράβια ανοίγουνε στα πέλαγα, σκούρο νερό σαν πάρουν. |
360 | Είκοσι μέρες οι θεοί μ' είχαν εκεί κλεισμένο, κι άνεμοι από τα πέλαγα δε μου φυσούσαν πρύμοι, που τα καράβια σπρώχνουνε στου ωκεανού τα πλάτια. Και πια δε θα μάς μνήσκανε μήτε θροφές μήτ' άντρες, ά δε με σπλαχνιζότανε η θεά που γλύτωσέ με, |
365 | του γέρου του θαλασσινού, του θείου Πρωτέα η κόρη, η Ειδοθέα, που άγγιξα περίσσια την καρδιά της. Μέ βρήκε και σερνόμουνα μόνος μακριά απ' τους άλλους, που γύριζαν και ψάρευαν με τα γυρτά τ' αγκίστρια, τί η πείνα τους τα θέριζε σκληρά τα σωθικά τους. |
370 | Αυτή κοντά μου στάθηκε και μίλησέ μου κι είπε· «Άραγες να 'σαι ανόητος κι ασύστατος, ώ ξένε, ή πίτηδες αφήνεσαι, και θές να τυραννιέσαι ; Καιρό κρατιέσαι στο νησί, τέλος να βρής δε σώνεις, και τώ συντρόφω σου η καρδιά στους πόνους μέσα λυώνει.» |
375 | Αυτά 'πε, κι εγώ γύρισα και της απολογιέμαι· «Όποια θεά κι άν είσαι εσύ, το που ρωτάς θα μάθης· δε μένω πίτηδες εδώ, μόν' πρέπει να 'χω κάνει κάποια αμαρτία στους θεούς που ορίζουνε τα ουράνια. Ως τόσο πές μου, τί οι θεοί το καθετίς γνωρίζουν, |
380 | ποιός με μποδίζει αθάνατος και μου 'κλεισε το δρόμο, και πως τις ψαροθάλασσες περνώντας θα γυρίσω;» Αυτά της είπα, κι η θεά μου απολογιέται αμέσως· «Θά σου μιλήσω, ξένε, εγώ σωστά για όλα ετούτα. Γέρος αλάθευτος εδώ θαλασσινός συχνάζει, |
385 | ο αθάνατος Αιγυπτιανός Πρωτέας, που τα βάθια γνωρίζει όλης της θάλασσας, του Ποσειδώνα δούλος· λέν πως αυτός με γέννησε, και πως γονιό τον έχω. Καρτέρι εσύ ά δυνόσουνα να στήσης να τον πιάσης, το δρόμο αυτός θα σου 'λεγε, του ταξιδιού το μάκρος, |
390 | και πως τα πέλαα σκίζοντας στον τόπο σου θα φτάσης. Κι αυτός ακόμα θα σου πή, ώ διόθρεφτε, άν θελήσης, ό,τι καλό κι ό,τι κακό στο σπιτικό σου 'γίνη, σαν έλειπες σε μακρινά και δύσκολα ταξίδια.» Έτσ' είπε, κι απαντώντας της εγώ της κάνω τότες· |
395 | «Λέγε μου τώρα που να βρώ καρτέρι για το γέρο, να μη μου φύγη άν τίποτις ακούση ή αγναντέψη· τί δύσκολο 'ναι το θεό θνητός να καταφέρη.» Αυτά της είπα, κι η θεά μου απολογήθη αμέσως· «Θά σου μιλήσω, ξένε, εγώ μ' αλήθεια και για δαύτο. |
400 | Απάνω στα μεσούρανα καθώς ανέβη ο ήλιος, έρχετ' από το πέλαγο ο αλάθευτος ο γέρος, άμα του μπάτη ξανοιχτή το μαύρο σαγανάκι, και βγαίνει και στις θολωτές σπηλιές γλυκοκοιμάται. Γύρω του οι φώκιες, θρέμματα της ώριας Αμφιτρίτης, |
405 | πέφτουν κοπάδι βγαίνοντας από την κυματούσα, και την πικρή τη μυρουδιά του βάθου της σκορπάνε. Εκεί πρός τα χαράματα σε φέρνω εγώ, κι αράδα θα σάς πλαγιάσω με τους τρείς που θα καλοδιαλέξης συντρόφους, τους αξιώτερους που στα καράβια σου έχεις. |
410 | Κι όλες εγώ τις μαριολιές θα σου τις πω του γέρου· πρώτα στις φώκιες έρχεται και τις μετράει αράδα· κι όταν τις φώκιες καλοδή και τις καλομετρήση, σαν πιστικός με πρόβατα στη μέση τους πλαγιάζει. Μιάς τόνε δήτε και στρωθή, βάλτε καρδιά, κι ορμώντας |
415 | κρατάτε τον, κι άς πολεμάη εκείνος να ξεφύγη. Μέ κάθε ζωντανό της γής θα σοφιστή να μοιάση, νερό θα γίνη και φωτιά θεόφλογη ομπροστά σας, μα εσείς γερά κρατάτε τον, και πιο βαριά ζουλάτε. |
420 | Όμως ο ίδιος του άξαφνα σαν κάνη να ρωτήξη, και τόνε δήτε με μορφή σαν που ήταν πλαγιασμένος, τραβάτε χέρι τότε εσείς, το γέρο λευτερώστε, και ρώταγέ τον, ήρωα, ποιός θεός σε βασανίζει, και πως τις ψαροθάλασσες περνώντας θα γυρίσης.» |
425 | Αυτά 'πε, και στη θάλασσα βουτάει την κυματούσα. Κι εγώ στα πλοία ξεκίνησα που στέκανε στον άμμο, και διάβαινα με την καρδιά περίσσια ταραγμένη Και στο γιαλό σα ζύγωσα, και πήγα στο καράβι, στρώνουμε δείπνο, κι ύστερα πλακώνει η θεία η νύχτα· |
430 | και γέρνουμε, και παίρνει μας ο ύπνος στ' ακρογιάλι. Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα, και τράβηξα γιαλό γιαλό μπρός στα πλατιά πελάγη, παρακαλώντας τους θεούς, με τρείς μαζί συντρόφους, που ό,τι καταπιανόντουσαν τρανή τους είχα πίστη. |
435 | Κι απ' του πελάου τις αγκαλιές προβάλλοντας εκείνη, φέρνει φωκήσα τέσσερα τομάρια νιογδαρμένα στο νου της μελετώντας πως το γέρο να γελάση. Κι αφού στους άμμους χάραξε πλαγιάσματα, καθόταν και πρόσμενε· και σμίξαμε κι εμείς· αράδα τότες |
440 | μάς γέρνει, και καθένα μας σκεπάζει με τομάρι. Φριχτό καρτέρι θα 'τανε, τί βώχα του θανάτου από τις θαλασσόθρεφτες μάς τυραννούσε φώκιες. Και ποιός κοιμάται με θεριά σιμά του πελαγήσα ; Όμως μάς γλύτωσε ίδια της με σόφισμα δικό της· |
445 | βάζει μοσκιά μυρόβολη σε καθενός ρουθούνι, και του θαλασσινού θεριού τη μυρουδιά αφανίζει. Ολοπρώς προσμέναμε μ' απόφαση στο νου μας. κι ήρθαν οι φώκιες μαζωχτές από τα βάθια αράδα στο περιγιάλι πλάγιασαν, κι απάς στο μεσημέρι |
450 | κι ο γέρος ήρθε απ' τα βαθιά, και βρίσκοντας τις φώκιες τις παχουλές, τις μέτρησε μιά μιά και τις καλόειδε. Πρώτους εμάς λογάριασε στο μέτρημα, κι ο νούς του δεν έβαλε την πονηριά, μόν' πλάγιασε κι εκείνος. Τότες με βουή χουμίξαμε, και ξάφνου αδράξαμέ τον· |
455 | αυτός την τέχνη δεν ξεχνάει, και πρώτ' απ' όλα γίνη λιοντάρι με τη χήτη του, κατόπι αμέσως φίδι κι αγριόχοιρος, και πάρδαλη, τέλος νερό τρεχάτο, και δέντρο αψηλοφύλλωτο. Κι εμείς την ώρα εκείνη γερά τόνε κρατούσαμε μ' απόφαση στο νου μας. |
460 | Μα τέλος σαν απόκαμε ο παμπόνηρος ο γέρος, άρχισε τότες να ρωτάη, κι αυτά τα λόγια μου 'πε· «Ώ γιέ του Ατρέα, ποιός θεός κατηχημένο σ' έχει, και με το ζόρι ξαφνικά μ' αδράχνεις ; Τί γυρεύεις ;» Αυτά με ρώτηξε, κι εγώ γυρίζω και του κάνω· |
465 | «Γνωρίζεις, γέρο· τί ρωτάς να με πλανέσης τάχα ; Τόσον καιρό μες στο νησί κρατιέμαι αυτό, και κάποιο τέλος να βρώ δε δύνουμαι, μόνε η καρδιά μου λυώνει. Μα πές μου εσύ, γιατ' οι θεοί το καθετίς γνωρίζουν, ποιός με μποδίζει αθάνατος, και μου 'κλεισε το δρόμο ; |
470 | και πως τα ψαροπέλαγα περνώντας θα γυρίσω ;» Είπα, κι εκείνος γύρισε και μου αποκρίθη αμέσως· «Στό Δία και στους άλλους θεούς πρώτα έπρεπε να κάνης καλές θυσίες, πρί να μπής στο πλοίο, για να γυρίσης τα μαύρα πέλαα σκίζοντας, στην ποθητή πατρίδα. |
475 | Τί δεν το θέλει η μοίρα σου να δής δικούς και φίλους, μήτε να ρθής στον τόπο σου και στο νοικοκυριό σου, πρίν ξανανέβης του Αίγυπτου το διόσταλτο ποτάμι, και κάμης εκατοβοδιών ιερές εκεί θυσίες για τους αθάνατους θεούς που ορίζουνε τα ουράνια· |
480 | και τότες θα σου δώσουνε το δρόμο που γυρεύεις.» Αυτά είπε, και σαν τ' άκουσα ραγίστηκε η καρδιά μου, που μες στο πέλαγο τ' αχνό με πρόσταζε να σύρω πίσω στον Αίγυπτο, μακρύ και δύσκολο ταξίδι, Ως τόσο πάλε του άνοιξα μίλια, και του ξανάειπα· |
485 | «Αυτά καθώς τα πρόσταξες, ώ γέρο, θα τα κάμω, Μα πές μου αληθινά κι αυτό· γυρίσαν τάχας όλοι με τα καράβια οι Αχαιοί που πίσω στην Τρωάδα ο ήρωας Νέστορας κι εγώ τους είχαμε αφησμένους, ή του 'ρθε κανενός κακό μες στο καράβι τέλος, |
490 | ή και σε χέρια φίλων του, απ' τον πόλεμο κατόπι ;» Αυτά είπα, κι εκειός γύρισε και μ' αποκρίθη αμέσως· «Τού Ατρέα ώ γιέ, τί τα ρωτάς αυτά; Σού λέω δεν πρέπει όσα στο νου μου εγώ κρατώ να ξέρης και να μάθης, τί δε θα μείνης άκλαιγος πολλή ώρα, σαν τ' ακούσης. |
495 | Πολλοί απ' εκειούς τελειώσανε, μα και πολλοί απομείναν· απ' αρχηγούς χαλκοάρματων Αχαιώνε δυό μονάχοι χαθήκανε στο γυρισμό· στον πόλεμο κι εσύ 'σουν. Ένας ακόμα ζωντανός στις θάλασσες κρατιέται. Τέλειωσ' ο Αίαντας μαζί με τα μακρόκουπά του |
500 | καράβια. Πρώτα στις Γυρές τον πήρε ο Ποσειδώνας, πέτρες θεόρατες, κι εκεί τον έσωσ' απ' το κύμα· θα γλύτωνε, όσο η Αθηνά κι άν του κρατούσε πάθος, λόγο ά δεν έβγαζε βαρύ στο σκοτισμό του απάνω, πως ξέφυγε τα κύματα στο πείσμα των θεώνε, |
505 | Κι ο Ποσειδώνας άκουσε τ' αγέρωχά του λόγια, κι αδράχνει το τρικράνι του στα δυνατά του χέρια, χτυπάει το βράχο της Γυρής, και τόνε σκίζει· μέρος έμειν' εκεί, και στο γιαλό πετάχτηκε άλλο μέρος, που ο Αίαντας κρατιότανε μες στην πολλή του ζάλη, |
510 | και τόνε ρίχτει στους βυθούς του απέραντου πελάγου. Έτσι αφανίστη ο Αίαντας αρμύρα αφού κατάπιε. Μα ο αδερφός σου γλύτωσε στα βαθουλά του πλοία, τί η Ήρα η πολυδόξαστη του στάθη σωτηριά του. Όμως σαν κοντοζύγωνε τον αψηλό Μαλέα, |
515 | μπόρα τον παίρνει ξαφνική, και τον πετάει πελάγου, καθώς βαριαναστέναζε, πρός ξενικό ακρογιάλι, που ο Θυέστης είχε μιά φορά τους πύργους του και ζούσε, και τώρα ο γιός του ο Αίγιστος τους είχε κατοικιά του. Μα κι αποκείθε βολικός σα φάνη ο γυρισμός τους, |
520 | και πρύμο οι θεοί τους φύσηξαν, και στην πατρίδα φτάσαν, χαίροντας τότες πάτησε το πατρικό το χώμα, και το 'πιασε, και με πολλά θερμά το φίλαε δάκρια, που πάλε την αξιώθηκε την ποθητή πατρίδα. Κι από τη βίγλα ο φύλακας αμέσως τον ξανοίγει, |
525 | που ο πονηρός ο Αίγιστος τον είχε εκεί στημένο· του 'χε ταμένη πλερωμή δυό τάλαντα χρυσάφι· μέρα και νύχτα φύλαγε να μην κρυφοπεράση και πέση καταπάνω τους με τ' άρματα στο χέρι. Και τρέχει φέρνει μήνυμα του βασιλιά στον πύργο. Κι ευτύς σοφίστη ο Αίγιστος θεοπόνηρο παιχνίδι· |
530 | είκοσι παίρνει διαλεχτά της χώρας παλληκάρια, τους κρύβει, και προστάζει αλλού τραπέζι να τοιμάσουν. Πήγε τον Αγαμέμνονα ο ίδιος να τον καλέση με αλόγατα και μ' άμαξες, κακά στο νου γυρνώντας. Τόν ανεβάζει ανήξερο στο δείπνο, και κατόπι |
535 | τον κόβει σαν που κόβουνε μες στο παχνί το βόδι. Κανένας δεν απόμεινε του γιού του Ατρέα βλάμης, και μήτε του Αίγιστου, παρά στους πύργους σκοτωθήκαν. Αυτά μου 'πε, κι εμένανε ραγίστηκε η καρδιά μου· και κάθισα στην αμμουδιά και το 'ριξα στο κλάμα, |
540 | και μήτε ζωή μήτε ήλιου φώς δεν ήθελε η ψυχή μου. Και σα χαμοκυλίστηκα και χόρτασα το κλάμα, τότες μου λέει ο αλάθευτος της θάλασσας ο γέρος. «Μήν παρακλαίς ανέπαυα, γιέ του Ατρέα, το κλάμα δε μάς φελά, μόν' κοίταξε πως γλήγορα να φτάσης |
545 | στον τόπο σου, κι ή ζωντανό θα τόνε βρής ακόμα, ή να τον κόψη πρόλαβε ο Ορέστης, κι εσύ τότες προφταίνεις να παραβρεθής στο νεκρικό τραπέζι.» Αυτά μου 'πε, κι εμένανε συνέφερε η καρδιά μου, κι η αντρειωμένη μου ψυχή, μ' όλη τη θλίψη που 'χε, |
550 | Τότες μ' αυτά του μίλησα τα φτερωμένα λόγια. «Τούτους τους ξέρω πια· μα εσύ τον τρίτο λέγε μου άντρα, που στα πλατιά τα πέλαγα ζώντας κρατιέται ακόμα, ή και νεκρός, — μα θέλω εγώ να μάθω, κι άς λυπάμαι.» Ετσ' είπα, κι αυτός γύρισε κι απολογιά μου κάνει· |
555 | «Είν' του Λαέρτη ο γιός αυτός, που κατοικεί στο Θιάκι. Τόν είδα εγώ σ' ένα νησί δάκρυα πολλά να χύνη, στης θέαινας της Καλυψώς, που δίχως θέληση του κρατάει τον, και δε δύνεται να δή γλυκειά πατρίδα· τί μήτε πλοία με τα κουπιά μήτε συντρόφους έχει, |
560 | που να τον πάρουν απ' εκεί στης θάλασσας τα πλάτια. Κι εσύ, Μενέλαε διόθρεφτε, της μοίρας σου δεν είναι στ' Άργος τ' αλογοβόσκητο να λυώσης τη ζωή σου, παρά στα πέρατα της γής, στα Ηλύσια τα λημέρια, που 'ναι ο ξανθός Ραδάμανθης, οι θεοί θένα σε στείλουν, |
565 | εκεί που οι μέρες των θνητών ανάλαφρες διαβαίνουν· δεν έχει ούτε χειμώνα εκεί, μήτε βροχή και χιόνι, μόνε τ' αγέρι το γλυκό του Ζέφυρου ανεβάζει παντοτινά ο Ωκεανός, και τους θνητούς δροσίζει· τί έχεις την Ελένη εσύ, κι είσαι γαμπρός του Δία.» |
570 | Αυτά είπε, και στη θάλασσα βουτάει την κυματούσα. Και πέρα εγώ στους θεόμοιαστους συντρόφους και στα πλοία ξεκίνησα με την καρδιά περίσσια ταραγμένη. Και σάνε κατεβήκαμε στο πλοίο και στ' ακρογιάλι, το δείπνο μας τοιμάσαμε, κι η θεία σαν ήρθε η νύχτα, |
575 | να κοιμηθούμε πέσαμε πάς του γιαλού την άκρη. Σά φάνη η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα, πρώτα στη λαμπροθάλασσα τραβάμε τα καράβια, και τα κατάρτια στήνουμε μ' απάνω τα πανιά τους. Μπήκαν κι εκείνοι, κάθισαν αράδα στα σανίδια, |
580 | και τον αστραφτερό γιαλό με τα κουπιά βαρούσαν. Στόν ουρανόχυτο Αίγυπτο μπήκαν τα πλοία κι αράξαν, και τέλεσα εκατοβοδιών καλές εκεί θυσίες· και των θεών τη μάνητα σαν έπαψα, μνημούρι του Αγαμέμνονα έστησα, να ζήση τ' όνομά του. |
585 | Και σαν τα τέλειωσα, έφυγα· μου στείλαν πρύμο αγέρα οι αθάνατοι, και στη γλυκειά με φέρανε πατρίδα. Ως τόσο, δέξου τώρα εσύ στους πύργους μου να μείνης, ωσότου μέρες έντεκα ή και δώδεκα να γίνουν πρεπούμενα σε προβοδώ εγώ τότε, και σου δίνω |
590 | δώρα λαμπρά, τρία άλογα κι αμάξι σκαλισμένο, και κρασοπότηρο όμορφο, να στάζης των θεώνε, και βλέποντας το ολοζωής εμένα να θυμάσαι.» |
| Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και του κάνει· «Τού Ατρέα γιέ, να με κρατάς μη θές εδώ σε μάκρος. |
595 | Εγώ και χρόνο δέχουμαι να κάθουμαι κοντά σου, χωρίς να λαχταράη γονιούς και σπιτικό η ψυχή μου, γιατί με γλύκα σ' αγρικώ να λες και να δηγέσαι. Μα θα 'χουν οι συντρόφοι μου στην Πύλο στενοχώρια, κι εσύ πολύν καιρό ζητάς εδώ να με κρατησης. |
600 | Δώρο ό,τι δώσης μου, τιμή θα το 'χω και καμάρι· τ' αλόγατα όμως δεν μπορώ στο Θιάκι να τα φέρω, μόνε θα σου τ' αφήσω εδώ, να τα χαρής, που ορίζεις μεγάλη ολόγυρα απλωσιά, με περισσό τριφύλλι, με κύπερη, με στάρι, ζειά, και φουντωτό κριθάρι. |
605 | Στό Θιάκι εμείς δεν έχουμε δρόμους πλατιούς, λιβάδια· γιδότοπος, πιο νόστιμος απ' αλογήσες χώρες. Μήτ' άλογα δε βρίσκουνται, μήτε λιβάδια απάνω στα θαλασσόζωστα νησιά, κι απ' όλα δά στο Θιάκι.» |
| Αυτά ειπε· χαμογέλασε ο τρανόφωνος Μενέλαος, |
610 | και τόνε λαφροχάδεψε κι ονόμασέ τον κι είπε· |
| «Αίμα καλό, παιδάκι μου, τα λόγια σου μου δείχνουν· σου αλλάζω τ' άλογα, μπορώ κι αλλιώς να σε φιλέψω· απ' όσα δώρα σπίτι μου φυλάω θησαυρισμένα, σου δίνω τ' ομορφότερο, το πιο βαριότιμό μου. |
615 | Σού δίνω ψιλοδούλευτο κροντήρι, όλο ασήμι, κι απάνωθε τα χείλη του με μάλαμα σμιγμένα· δουλειά του Ηφαίστου· ο Φαίδιμος ο ήρωας το 'χε δώσει, ο ρήγας των Σιδονιτών, τότες που εδώ γυρνώντας στ' αρχοντικά του κόνεψα· δικό σου να 'ναι θέλω.» |
620 | Τέτοιες κουβέντες έκαναν εκείνοι ανάμεσό τους· κι οι καλεσμένοι μπαίνανε στου βασιλιά τους πύργους, και φέρναν, άλλοι πρόβατα, κι άλλοι κρασί για ηρώους· τα σιταρόψωμα έστελναν οι λυγερές κυράδες, και μες τους βασιλόπυργους τοιμάζαν το τραπέζι. |
| Και στου Οδυσσέα κατάμπροστα οι μνηστήρες τα παλάτια δισκοβολώντας γλέντιζαν και ρίχνοντας κοντάρια σε γής στρωτή, που αδιάντροπα εκεί πάντα μαζεύονταν. Μα οι αρχηγοί κι οι πρώτοι τους στην παλληκαροσύνη, ο Αντίνος κι ο θεόμοιαστος Ευρύμαχος, καθόνταν. |
630 | Σ' ετούτους ο Νοήμονας, ο γιός του Φρόνιου ήρθε, και στον Αντίνο μίλησε, και ρώτηξέ τον κι είπε· |
| «Αντίνο, τάχα ξέρουμε, για ο νούς μας δεν κατέχει, τους άμμους ο Τηλέμαχος της Πύλος πότε αφήνει ; Μέ το καράβι μου έφυγε, και το 'χω ανάγκη τώρα, |
635 | πέρα να πάω, στην Ήλιδα, που δώδεκα φοράδες μου θρέφουνε δουλευτικά μα αδάμαστα μουλάρια, που ήθελα εδώ κανένα τους να φέρω να δαμάσω.» |
| Είπε, κι εκείνοι θάμασαν· τί στου Νηλέα την Πύλο δεν έλεγαν πως μίσεψε, μόν' κάπου στην ξοχή του, |
640 | για με τα πρόβατα έμνησκε, για στου χοιροβοσκού του. |
| Κι ο Αντίνος, του Ευπείθη ο γιός, του μίλησε και του είπε· «Πές μου σωστά, πότ' έφυγε, και ποιούς μαζί του πήρε ; τάχα Θιακήσους διαλεχτούς, για πλερωτούς και δούλους; Γιατί κι αυτό θα το 'κανε. Πές μου ανοιχτά κι ετούτο, |
645 | να ξέρω· το καράβι σου, στο πήρε με το ζόρι, ή τάχα σε καλόπιασε, και το 'δωσες μονάχος ;» |
| Και γύρισε ο Νοήμονας του Φρόνιου ο γιός και του είπε· «Τού το 'δωσα από λόγου μου· τί τάχα θα 'κανε άλλος, |
650 | άν τέτοιος άντρας, έχοντας έννοιες πολλές στο νου του, παρακαλούσε ; Δύσκολο να του αρνηθής τη χάρη. Πήρε μαζί του του Θιακιού τα πρώτα παλληκάρια, κι είδα αρχηγό το Μέντορα να μπαίνη στο καράβι, ίσως και να 'τανε θεός που του 'μοιαζε περίσσια. |
655 | Μα αυτό απορώ· που εχτές ταχύ το Μέντορα εδώ είδα, κι ως τόσο μπήκε τότε αυτός στο πλοίο να πάη στην Πύλο.» |
| Άμα είπε τούτα, κίνησε στο σπίτι του γονιού του· μα οι δυό εκείνοι που άκουγαν ταράχτηκε η ψυχή τους, και τους μνηστήρες κάθισαν, και πάψαν τους αγώνες. |
660 | Κι ο Αντίνος, του Ευπείθη ο γιός, τους μίλησε με πίκρα, τί λύσσα τα συνέπαιρνε τα μαύρα σωθικά του, και μοιάζανε τα μάτια του σα λαμπερές δυό φλόγες· |
| «Γιά δές μεγάλο κάμωμα, ταξίδι να τολμήση, που λέγαμε ο Τηλέμαχος πως δεν τα βγάζει πέρα. |
665 | Σέ τόσων πείσμα ένα παιδί να πάρη πλοίο να φύγη, αφού του τόπου διάλεξε τα πρώτα παλληκάρια. Αρχίζει κι απ' τα πρώτα του χερότερα που ο Δίας να τόνε σπάση πρίν ερθή και βάσανα μάς φέρη. Μα πλοίο δόστε μου γοργό και εικοσαριά συντρόφους |
670 | καρτέρι να του στήσω εγώ και να παραμονέψω μες στα στενά εκεί του Θιακιού και των βροχιών της Σάμης, να το καή που αρμένισε για χάρη του γονιού του.» |
| Είπε, κι οι άλλοι στέργανε και θαρρεσιά του δίναν· κατόπι σηκωθήκανε και στο παλάτι μπήαν. |
675 | Όμως πολύ δεν άργησε να μάθη η Πηνελόπη όσα οι μνηστήρες μυστικά στο νου τους μαγειρεύαν, τί ο κήρυκας ο Νέδοντας της τα 'πε, που άκουσέ τα, όντας παρόξω της αυλής, που εκεί τα κρυφοπλέχναν, και μπήκε να τα μπιστευτή της Πηνελόπης μέσα. |
680 | Και στο κατώφλι που είδε τον η Πηνελόπη, αρχίζει· |
| «Τί σ' έστειλαν, ώ κήρυκα, εδώ οι τρανοί μνηστήρες; τάχα τις δούλες του θεϊκού Οδυσσέα να προστάξης να πάψουν τις σπιτοδουλειές και δείπνο να τους στρώσουν; Νά μην το σώσουν άλλα πια να δούνε γάμου γλέντια, |
685 | μόνε να φάνε εδώ άς έρθουν το δείπνο το στερνό τους. Πού εδώ μαζεύεστε και βιός μεγάλο καταλείτε, τα πλούτια του Τηλέμαχου, και τάχα απ' τους γονιούς σας, σαν ήσαστε μωρά παιδιά, δεν το 'χετε ακουσμένο το τί τους στάθηκε εκεινούς ο θείος ο Οδυσσέας, |
690 | που κανενός τους άδικο μήτ' έκαμε μήτε είπε, σαν που στον κόσμο συνηθούν οι θεϊκοί οι ρηγάδες, κι άλλο άξαφνα θνητό μισούν, άλλο θνητό αγαπάνε. Εκείνος σε άντρα υβριστικά δε φέρθηκε ποτές του, μα εσάς κι ο νούς σας φανερός και τ' άπρεπά σας έργα, |
695 | και χάρη, ά σάς γενή καλό, κατόπι δεν κρατάτε.» |
| Και τότε ο πολυστόχαστος ο Μέδοντας της είπε· «Νά 'ταν αυτό, βασίλισσα, το πιο βαρύ κακό μας· μα έν' άλλο ακόμα πιο βαρύ και φοβερό οι μνηστήρες την ώρα αυτή σκαρώνουνε, που ο Δίας να το χαλάση. |
700 | Πασκίζουν τον Τηλέμαχο στο γυρισμό να κόψουν, που να ζητήση μίσεψε μαντάτα του γονιού του, στη θεία τη Λακεδαίμονα και στην καλή την Πύλο.» |
| Είπε, κι εκείνης κόπηκαν τα γόνατα, η καρδιά της· ώρα πολλή τη γλώσσα της αμιλησιά κρατούσε, |
705 | τα μάτια δάκρυα γέμισαν, και πιάστηκε η φωνή της. Τέλος αυτά του μίλησε τα λόγια· «Κήρυκά μου, τί μου 'φυγε τ' αγόρι μου ; Δέν είχε αυτός ανάγκη να μπή στα πλοία τα γοργά, που για τους άντρες είναι σαν άλογα της θάλασσας, να τους πελαγοφέρνουν. |
710 | Ή τάχατες μήτε όνομα στη γής να μην του μείνη ;» |
| Κι ο γνωστικός ο Μέδοντας απολογήθη κι είπε. «Δέν ξέρω άν θεός τον κίνησε, για του 'ρθε από βουλή του, να πάη στην Πύλο, του γονιού το γυρισμό να μάθη, ή άν τελείωσε, ποιό στάθηκε το τέλος του ν' ακουση.» |
715 | Αυτά σαν είπε, γύρισε μες στου Οδυσσέα τους πύργους. Κι εκείνη την ψυχόδερνε και τη βαρούσε ο πόνος, και μήτε σ' ένα απ' τα θρονιά δεν μπόρειε να καθίση, παρά στου καλοκάμωτου θαλάμου το κατώφλι κάθισε δάκρυα χύνοντας πικρά, κι οι παρακόρες, |
720 | γριές και νιές του παλατιού, μαζί της σιγοκλαίγαν. |
| Κι εκείνη βαριοκλαίγοντας τους είπε· «Αγαπημένες, ακούτε· πιότερα δεινά μου 'δωσ' εμένα ο Δίας απ' όλες που γεννήθηκαν και ζήσανε μαζί μου. Λαμπρό και λιονταρόψυχο πρώτα στερήθηκα άντρα, |
725 | με μύρια μες στους Δαναούς καμάρια στολισμένο, που στην Ελλάδα η δόξα του και στ' Άργος όλο βγήκε. Τώρ' απ' εδώ μου αρπάξανε οι ανέμοι και το γιό μου, ανάκουστα, και μίσεψε χωρίς να τόνε νιώσω. Απόνετες, που καμιανής δεν πέρασε απ' το νου σας |
730 | να με ξυπνήστε, άν και καλά τα ξέρατε εσείς όλα, τότες που μπήκε στο βαθύ και μελανό καράβι, Αν εγώ τ' άκουα πως αυτός ταξίδι μελετούσε, θα 'μνησκε εδώ, κι άς ήτανε στις ξενιτειές ο νούς του· αλλιώς, νεκρή θα μ' άφηνε σ' αυτά τα σπίτια μέσα. |
735 | Μα άς τρέξουν κι άς φωνάξουνε το γέρο το Δολίο, που ο κύρης δούλο μου 'δωσε πριχού να ρθώ εδώ πέρα, και μου φυλάει το σύδεντρο περβόλι· αυτός να σύρη και να καθίση να τα πή ένα ένα του Λαέρτη, ίσως κι ο νούς του στοχαστή, και τότες βγή στον κόσμο |
740 | και σ' όλους παραπονεθή που βάλθηκαν κι εκείνου και του Οδυσσέα του ισόθεου το γόνο ν' αφανίσουν.» |
| Κι η Ευρύκλεια η παραμάνα της γυρνάει κι απολογιέται· «Καλή νυφούλα μου, έπαρε μαχαίρι να με κόψης, για μες στα σπίτια σου άσε με· δε θα σου κρύψω λόγο. |
745 | Τά γνώριζα όλα, κι ό,τι αυτός μου πρόσταξε, έδωκά του, και στάρι και γλυκό κρασί· μα μέγα μου 'βαλε όρκο δώδεκα μέρες πρί γενούν να μην το ξεστομίσω, ή πρίν εσύ ποθήσης τον και μάθης το πως λείπει, για να μην κλαίς και μάς χαλνάς την ώρια σου την όψη. |
750 | Μα σα λουστής και καθαρά σα ντύσης το κορμί σου, και με τις βάγιες σου ανεβής στ' ανώγι, προσευκήσου στου Δία του αιγιδόσκεπου την κόρη την Παλλάδα, τί εκείνη κι από θάνατο μπορεί να τόνε σώση. Τού δόλιου γέρου βάσανα καινούργια μην του δίνης· |
755 | θαρρώ πως δεν τ' οχτρεύουνται οι αθάνατοι το γένος του γιού του Αρκείσιου· πάντα δά κάποιος θα μείνη να 'χη τα σπίτια τ' αψηλόχτιστα και τα παχιά χωράφια.» |
| Είπε, κι εκείνη μέρωσε, της στέγνωσαν τα μάτια, και λούστηκε, και φόρεσε καθάρια το κορμί της, |
760 | κι αντάμα με τις βάγιες της ανέβηκε στ' ανώγι, και στο πανέρι βάζοντας κριθάρι, προσευκιέται· |
| «Άκου με, του αιγιδόσκεπου του Δία τρανή κόρη· άν ο πολύβουλος ποτέ Οδυσσέας στ' αρχοντικά του ξυγγάτα σου 'ψησε μεριά βοδιώνε και προβάτων, |
765 | αυτά τώρα θυμήσου τα, και σώσε τ' ακριβό μου, και φύλαξέ τον απ' εχτρούς απόκοτους και μαύρους.» |
| Αυτά είπε, και ξεφώνισε· κι η θεά τη συνακούγει. Μα οι άλλοι στα βαθιόσκιωτα παλάτια αχλολοούσαν, κι από τους ξεπαρμένους νιούς ένας αυτά λαλούσε· |
770 | «Τό γάμο η πολυγύρευτη βασίλισσα σκαρώνει, τη μοίρα όμως του γιόκα της δεν τη φαντάστη ακόμα.» |
| Αυτά είπε, και τί γίνουνταν, κι αυτοί δε φανταζόνταν. Ο Αντίνος τότες μίλησε κι αυτά στους άλλους είπε· |
| «Γιά αφήστε τα, καλότυχοι, τα λόγια τα μεγάλα, |
775 | μιά και καλή, μη μέσαθε κανένας τα προφτάξη. Μόνε άς σκωθούμε σιγανά, κι άς βάλουμε σε δρόμο αυτό που βουλευτήκαμε στο λογισμό μας μέσα.» |
| Αυτά είπε, και διαλέξανε μιά εικοσαριά λεβέντες, και στ' ακρογιάλι κίνησαν, πρός το γοργό καράβι. |
780 | Απ' όλα πρώτα τράβηξαν το πλοίο κατά τα βάθια, και το κατάρτι στήσανε και τα πανιά του απάνω, και τα κουπιά τους στους σκαρμούς με τα λουριά τροπώσαν, όλα σωστά· τα ολόασπρα πανιά κατόπι ανοίξαν, και τ' άρματα τους φέρανε τα πρόθυμα κοπέλια. |
785 | Αράζουνε πρός το γιαλό το πλοίο, κι όξω βγαίνουν εκεί δειπνήσανε, να ρθή προσμένοντας το βράδυ. |
| Ως τόσο κοίτεται η καλή στ' ανώγι η Πηνελόπη χωρίς θροφή, χωρίς πιοτό, και μόνη συλλογιέται ο γιός ο παινεμένος της το χάρο άν θα ξεφύγη, |
790 | ή θα του φάν οι απόκοτοι μνηστήρες τη ζωή του. Κι όσο λιοντάρι σκιάζεται σε πλήθος μέσα ανθρώπων, τριγύρω του σα μαζευτούν παγίδα να του στήσουν, τόσο κι εκείνη σάστιζε ώσπου την πήρε ο ύπνος· και πλαγιασμένη απόμεινε και λύθηκαν οι αρμοί της. |
| Τότες αυτό σοφίστηκε η θεά η γαλανομάτα· φάντασμα φτιάνει που έμοιαζε η μορφή του με γυναίκα, του Ικάριου του τρανόψυχου τη θυγατέρα Ιφτίμη, που ο Εύμηλος απ' τις Φερές την είχε σύγκλινή του. Και στέλνει το στου θεϊκού Οδυσσέα το παλάτι, |
800 | την Πηνελόπη που έκλαιγε και μοιρολόγα να 'βρη, και να της πάψη τους κλαμούς, τα δάκρυα να της κόψη. Δίπλα απ' του σύρτη το λουρί στο θάλαμό της μπαίνει, και στέκετ' αποπάνω της κι αυτά της συντυχαίνει. |
| «Κοιμάσαι, Πηνελόπη μου, με την καρδιά θλιμμένη; |
805 | Δέ θέν εσύ να δέρνεσαι οι θεοί που καλοζούνε, και να καρδιοπονάς· θα ρθή στο Θιάκι πάλε ο γιός σου, τί φταίξιμο δεν έκαμε στους θεούς ποτές εκείνος.» |
| Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γυρνάει κι απολογιέται, γλυκά λαφροκοιμάμενη στις θύρες των ονείρων· |
810 | «Τ' ήρθες εδώ, αδερφούλα μου; δε σ' έβλεπα άλλοτές μου, τί η κατοικιά σου είναι πολύ μακριά απ' εδώ, στα ξένα· μου λες να πάψω τους καημούς και τους πολλούς μου πόνους, που μου ταράζουν την ψυχή και την καρδιά μου καίνε· λαμπρό και λιονταρόκαρδο να χάσω, λέει, πρώτα άντρα |
815 | με μύρια μες στους Δαναούς καμάρια στολισμένο, που στην Ελλάδα η δόξα του και στ' Άργος όλο βγήκε, και τώρα ο γιόκας μου να βγή με κουφωτό καράβι, που 'ναι άμαθος ο καψερός από έργατα και λόγια. Γιά ετούτον κι εγώ πιότερο θρηνώ παρά για κείνον, |
820 | για ετούτονε καρδιοχτυπώ και τρέμω να μην πάθη, για μες στους κόσμους που περνάει, για στα πελάγη μέσα· γιατί πολλοί από έχτρητα γυρεύουνε με τέχνες πρί να γυρίση σπίτι του να πάρουν τη ζωή του». |
| Και το θαμπό το φάντασμα της απαντάει και λέει· |
825 | «Θάρρος, μην έχης φόβο εσύ στα σωθικά σου μέσα· είναι μαζί του φύλακας, που κι άλλοι αποθυμούσαν — γιατί έχει δύναμη πολλή — να παραστέκεταί τους· είν' η Παλλάδα η Αθηνά, που νιώθει τον καημό σου, κι ως εδώ πέρα μ' έστειλε μ' αυτό το μήνυμα της.» |
830 | Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γυρνάει κι απολογιέται. «Αν είσαι θεός κι από θεό τα όσα λες κατέχης, λέγε μου και για εκείνονε το βαριορίζικό μου, άν είναι ακόμα ζωντανός, του ήλιου το φώς ά βλέπη, ή απέθανε, και βρίσκεται μες στου Άδη τα λημέρια.» |
835 | Και το θαμπό το φάντασμα της απαντάει και λέει· «Γιά εκείνονε δε γίνεται ν' ανοίξω λόγο τώρα, ά ζή να πω ή απέθανε, γιατί του κάκου θα 'ναι.» |
| Είπε, και χάθη φεύγοντας ανάμεσ' απ' το σύρτη, και σκόρπισε στον άνεμο. Και του Ικάριου η κόρη |
840 | ξυπνάει μ' ανάλαφρη καρδιά, που καθαρά της ήρθε στον ύπνο της τέτοιο όνειρο στ' αρχίνημα της νύχτας. |
| Στό πλοίο ως τόσο ανέβηκαν, και σύραν οι μνηστήρες στα πέλαα, του Τηλέμαχου το τέλος μελετώντας. Κι είναι στης θάλασσας εκεί τη μέση πετρονήσι, |
845 | που πέφτει ανάμεσα Θιακιού και της ξερής της Σάμης, όχι μεγάλο, η Αστερή, με βολικά λιμάνια, και δυό μπασιές, που οι Αχαιοί του στήσανε καρτέρι. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου