Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Ομήρου Οδύσσεια τ

Οδυσσέως και Πηνελόπης ομιλία. Τά νίπτρα.

Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη


αναδημοσίευση από το
Μα στο παλάτι ο θεϊκός απόμεινε Οδυσσέας,
με τη θεά αναδεύοντας το φόνο τώ μνηστήρων,
κι αυτά του γιού του μίλησε τα φτερωμένα λόγια·

     «Ανάγκη μέσα τ' άρματα, ώ Τηλέμαχε, να θέσης
5κι όταν εκείνοι θέλοντας να ξέρουν, σε ρωτάνε,
εσύ με λόγια μαλακά γλυκαποκοίμιζέ τους,
και λέγε τους: —Απ' τον καπνό τα πήρα τι δεν είναι
σαν που ο Δυσσέας τ' άφησε μισεύοντας στην Τροία,
μόνε η αχνίλα της φωτιάς τα θόλωσε από τότες.
10Μα κι άλλο μεγαλύτερο βάζει στο νου μου ο Δίας,
μην τύχη και σε μάλωμα σάς ρίξη το μεθύσι,
και χτυπηθήτε, κι ατιμιά στην προξενειά σας φέρτε,
γιατί μονάχο του τραβάει το σίδερο τον άντρα.»
     Τον άκουσε ο Τηλέμαχος τον ακριβό γονιό του,
15και τη βυζάστρα Ευρύκλεια φωνάζει, και της κρένει·
     «Μές στο παλάτι κράτα μου τις κοπελιές, ώ μάνα,
ώσπου του κύρη τ' άρματα στο θάλαμο να θέσω,
τα ώρια, που τα τρώει πολλή στο σπίτι μας καπνίλα,
από τα τότες που έφυγε, κι ήμουν εγώ παιδάκι.
20Θά τα φυλάξω τώρα εκεί που άχνη φωτιάς δε φτάνει.»
     Και τότες η πανάκριβη του κρένει παραμάνα·
«Μακάρι, ώ γιέ μου, ν' άρχιζες με πονεσιά και γνώση
το σπίτι αυτό να νοιάζεσαι και να φυλάης αλήθεια.
Μα πες μου ως τόσο, ποιά το φως τώρα θα ρθή να φέρη,
25που δεν αφήνεις νά 'βγουνε τις δούλες να σου φέγγουν;»
     Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απάντησέ της κι είπε·
«Τούτος ο ξένος, γιατί αργός δεν το σχωρνώ να μείνη
όποιος μου αγγίζει το ψωμί, κι ας ήρθε κι απ' τα ξένα.»
     Αυτά είπε, κι έμεινε άφτερος στα χείλη της ο λόγος
30και του καλόχτιστου έκλεισε του παλατιού τις θύρες.
Τότε ο Δυσσέας ξεκίνησε με το λεβέντη γιό του,
και μέσα κράνη φέρανε, κι αφαλωτές ασπίδες,
και σουβλερά κοντάρια. Ομπρός η Αθηνά η Παλλάδα
χρυσό λυχνάρι κράταγε, που έχυνε φως πανώριο.
35Κι αμέσως ο Τηλέμαχος φωνάζει του γονιού του·
     «Θάμα 'ναι αυτό, πατέρα μου, που βλέπω εδώ ομπροστά μου·
τριγύρω οι τοίχοι του σπιτιού, τα μεσοδόκια τα ώρια,
και τα ελατένια τα δοκιά κι οι αψηλωμένοι οι στύλοι,
όλα αναλάμπουν και χτυπούν στα μάτια μου σα φλόγες,
40Κάποιος Θεός κατέβηκε δώ μέσα απ' τα ουράνια.»
     Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και του κρένει·
«Σώπα, το νου σου βάσταξε, και μη ρωτάς του κάκου·
τέτοια η συνήθεια των θεών που κατοικούν τα ουράνια.
Μόνε άμε εσύ ν' ανεπαυτής, κι εγώ εδώ πέρα μνήσκω,
45τις δούλες και τη μάνα σου να κάμω να μιλήσουν.
Τί καθετίς με κλάματα θα με ρωτήξη εκείνη.»
Αυτά είπε, κι ο Τηλέμαχος απ' τα παλάτια βγήκε,
και με τη λάμψη τώ φανών περνάει στο θάλαμο του,
που αυτού κοιμότανε, γλυκός σαν του κατέβαινε ύπνος·
50πλάγιασ' εκεί, και πρόσμενε της χαραυγής την ώρα.
Μα στο παλάτι ο θεϊκός απόμεινε Οδυσσέας,
με τη θεά γυρεύοντας το φόνο τώ μνηστήρων.
     Τότες από το θάλαμο κι η Πηνελόπη φάνη,
παρόμοια με την Άρτεμη και τη χρυσή Αφροδίτη.
55Φέρανε πλάγι της φωτιάς και θέσαν το θρονί της,
που τορνευτό με φίλντισι κι ασήμι τό 'χε φτιάξει
ο μάστορης ο Ικμάλιος, μαζί μ' ακουμποπόδι
συνταιριαστό, και με προβιά μεγάλη σκεπασμένο·
σ' εκείνο απάνω η φρόνιμη καθόταν Πηνελόπη.
60Απ' τα παλάτια πρόβαλαν και δούλες ασπροχέρες,
που σήκωσαν τα φαγητά και τα λαμπρά τραπέζια,
και τα ποτήρια που έπιναν οι αγέρωχοι μνηστήρες.
Κι έρριξαν χάμου τις φωτιές απ' τους φανούς, και βάλαν
άλλα περίσσια απάνω τους ξύλα για φως και ζέστα.
65Τότες αρχίζει η Μελανθώ ξανά με το Δυσσέα·
     «Ακόμα θα μας τυραννής, ώ ξένε, εδώ τη νύχτα,
στο σπίτι τριγυρίζοντας, κοπέλες να ματιάζης;
Σου σώνουν, κακορίζικε, τα πόφαγες, και φεύγα,
Ή τάχα θες με τις δουλειές να πεταχτής στο δρόμο;»
70     Και λέει αγριοκοιτώντας την ο μέγας Οδυσσέας·
«Γιατί με τόσο, αθεόφοβη, με κατατρέχεις άχτι;
Τάχα πού 'μαι έτσι δα λερός και φτωχικά ντυμένος,
και βγαίνω και ψωμοζητώ στης πείνας την ανάγκη;
Τέτοιοι 'ναι κείνοι που στη γης γυρίζουν και ζητάνε.
75Κι εγώ είχα σπίτια μιά φορά στον κόσμο, κι ήμουν πλούσιος,
κι ευτυχισμένος, κι έδινα σ' εκείνους που γυρνούσαν,
και γύρευαν, όποιοι ήτανε, κι απ' ό,τι είχαν ανάγκη·
και δούλους είχα αρίθμητους κι άλλα καλά περίσσια,
που έχουν αυτοί που καλοζούν και που τους λένε αρχόντους.
80Μα ο Δίας άλλα θέλησε, και μου τα ρήμαξ' όλα·
Κι εσύ, ώ γυναίκα, κοίταξε μη χάσης τη λαμπράδα
που σε στολίζει ανάμεσα σε τόσες άλλες δούλες,
μαζί σου αν τύχη κι άξαφνα χολιάση η δέσποινά σου,
ή αν έρθη, σαν που ελπίζουνε, στο Θιάκι ο Οδυσσέας.
85Κι αν πάλε εκείνος χάθηκε και γυρισμό δεν έχει,
να, ο γιόκας του ο Τηλέμαχος, μεγάλος με τη χάρη
του Απόλλωνα· δε δύνεται να πράξη εδώ γυναίκα
κακό, χωρίς να ξέρη αυτός, τι πια παιδί δεν είναι.»
     Κι η Πηνελόπη η γνωστικιά τον άκουσε, κι αμέσως
90την παρακόρη μάλωσε, και φώναξέ της κι είπε·
     «Αδιάντροπη κι αθεόφοβη, τη βλέπω σου την κάκια,
που απάνω στο κεφάλι σου θα πέση αυτή κατόπι.
Σα να μη γνώριζες μαθές, μιάς κι άκουγές με τότες
πως μέσα, στο παλάτι μου ποθούσα να ρωτήξω
95τον ξένο για τον άντρα μου, γιατί βαρειά 'χω λύπη.»
     Κατόπι της κελάρισσας της Ευρυνόμης κρένει·
«Φέρε, Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβιά αποπάνω,
ο ξένος να καθίση εκεί, να λέη και να μ' ακούγη
σαν του μιλώ, τι λαχταρώ να τον καλοξετάσω.»
100     Είπε, κι εκείνη πρόθυμα φέρνει σιμά και στήνει
σκαμνί καλοπελέκητο, με την προβειά αποπάνω.
Κάθισ' εκεί ο πολύπαθος κι ο θείος Οδυσσέας,
κι η Πηνελόπη η φρόνιμη μ' αυτά τα λόγια αρχίζει·
«Ξένε, εγώ πρώτα πρώτα αυτό να σε ρωτήξω θέλω·
105ποιός είσαι εσύ, και πούθενε; ποιά η χώρα σου, οι γονιοί σου;»
     Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα, εσένα δεν μπορεί μήτε στης γης την άκρη
ψεγάδι να σου βρη θνητός. Ως τα ουράνια εσένα
πηγαίνει η φήμη σου· ο καλός παρόμοια βασιλέας
110φημίζεται σαν κυβερνάη λαό πολύ κι αντρείο,
με δίκιο και θεοφοβιά. Η γης του βγάζει στάρι,
τα δέντρα φέρνουνε καρπούς, τα πρόβατα πληθαίνουν,
χαρίζει ψάρια η θάλασσα, κι όλος ο κόσμος έχει
και πλούτια και καλοτυχιά με την καλοδηγιά του.
115Τώρα κι εμένα ρώταγε στο σπίτι σου ό,τι άλλο,
όμως πατρίδα και γενιά να πω μη μου γυρεύης,
παλιές μην έρθουν θύμησες και με γεμίσουν πόνους,
γιατ' είμαι πολυστέναχτος. Και μες σε ξένο σπίτι
δεν πρέπει να μοιρολογώ και στεναγμούς να βγάζω,
120τι φρόνιμο τ' ανέπαυο παράπονο δεν είναι,
μην κάποια δούλα σου, ή κι εσύ, χολώστε και θαρρέψτε
πως το μεθύσι μ' έπιασε, και πλημμυρώ στα δάκρυα.»
     Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
«Ώ ξένε, όλες τις χάρες μου, την ομορφιά, το σώμα,
125οι αθάνατοι μου αφάνισαν αφότου στην Τρωάδα
με τους Αχαιούς ξεκίνησε ο άντρας μου ο Δυσσέας.
Άν τη ζωή μου ερχότανε να διαφεντέψη εκείνος,
κι η δόξα μου θα πλήθαινε, κι όλα καλά θα βγαίναν·
τώρα έχω πίκρες· τι πολλά δεινά μου φέρνει η μοίρα.
130[ Γιατί όσοι γύρω στα νησιά πρωτοστατούν αρχόντοι,
Δουλίχι, Σάμη, Ζάκυνθο με τα δασά τα δέντρα,
κι όσοι σ' αυτό το λιόλουστο νησί μας λημεριάζουν,
θέλω δε θέλω με ζητούν, κι όλο χαλνάν το βιός μου. ]
Γιά δαύτο, μήτε ξένο έγώ, και μήτε ικέτη ακούγω,
135μήτε κανένα κήρυκα, του κόσμου δουλευτάρη,
μόνε μου τρώει τα σπλάχνα μου του Οδυσσέα ο πόθος.
Αυτοί για γάμο βιάζουνται, κι εγώ τους πλέχνω δόλους.
Και πρώτα θεός με βοήθησε να σοφιστώ να στήσω
θεόμακρο στον πύργο μου πανί, και να το φάνω,
140ψιλόκλωστο κι αμέτρητο. Και λέω τους: —Παλληκάρια,
μνηστήρες μου, τώρα ο λαμπρός που απέθανε Οδυσσέας.
μη βιάζετε το γάμο μου, για ν' αποσώσω πρώτα
το πανικό, να μη χαθούν τα νήματα του κάκου,
που τό 'χω για το σάβανο του ήρωα του Λαέρτη,
145σαν έρθη ο κορμοτεντωτής ο χάρος και τον πάρη,
μπάς και καμιά των Αχαιών κερά με ψεγαδιάση,
σαν κοίτεται ασαβάνωτος, πού 'ταν και τόσο πλούσιος.
Αυτά είπα, κι οι λεβέντικες τα δέχτηκαν ψυχές τους.
Λοιπόν, τις μέρες έφαινα το θεόμακρο πανί μου,
150τη νύχτα όμως το ξέφαινα σαν έφερναν τα φώτα.
Τρείς χρόνους τους κρυφόπαιζα, κι έτσι τους έπειθα όλους·
μα οι εποχές σαν έφεραν τον τέταρτο το χρόνο,
και τα φεγγάρια χάνονταν, και πλήθαιναν οι μέρες,
οι δούλες, σκύλες άπονες, με πρόδωσαν, κι εκείνοι
155ήρθαν και μ' έπιασαν εδώ, και μου βαριομιλήσαν,
Και τότες πια με το στανιό το τέλειωσα απ' ανάγκη.
Μήτ' από γάμο γλυτωμό δε βλέπω τώρα, μήτε
άλλον πια τρόπο· στην παντρειά με σπρώχνουν οι γονιοί μου
κι ο γιός μου, βλέποντας το βιός που τρων αυτοί, σκυλιάζει,
160τι τώρα που άντρας έγινε και νιώθει, θα φροντίζη
το σπίτι του σαν άνθρωπος που τον τιμάει ο Δίας.
Ως τόσο λέγε μου κι εσύ τη φύτρα, τη γενιά σου·
δε θά 'σαι απ' του παραμυθιού το δρύ και το λιθάρι.»
     Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
165«Γυναίκα πολυσέβαστη του θεϊκού Οδυσσέα,
ως πότε εσύ θένα ζητάς να μάθης τη γενιά μου;
Μα θα στην πω, και πιότερος ας γίνεται ο καημός μου·
αυτή 'ναι η τύχη του θνητού που λείπει απ' την πατρίδα
τόσον καιρό, όσο βρίσκουμαι κι εγώ ξενιτεμένος,
170και τυραννιέται σε πολλές γυρνώντας πολιτείες.
Όμως και πάλε θα σ' το πω το που ρωτάς να μάθης.
Είναι μιά γης κατάμεσα του μελανού πελάγου,
η Κρήτη, η ώρια κι η παχειά κι η τριγυρολουσμένη.
Κατοίκους έχει αρίθμητους, και χώρες ενενήντα.
175Κάθε λαός κι η γλώσσα του. Ζούν Αχαιοί στον τόπο,
ζούνε νησιώτες Κρητικοί, παλληκαριάς ξεφτέρια,
και Κύδωνες, και Δωρικοί, και Πελασγοί λεβέντες.
Κι είν' η Κνωσό, χώρα τρανή, που ο Μίνωας του μεγάλου
του Δία σύντροφος εννιά, κι εννιά κυβέρναε χρόνους,
180του Δευκαλίωνα ο γονιός, του αντρόψυχου γονιού μου,
που εξόν εμένα, γέννησε το ρήγα Ιδομενέα.
Στό Ίλιο αυτός ακλούθησε τους δυό του Ατρέα γόνους
με τα καράβια του. Αίθωνας εμένα τ' όνομά μου,
κι εγώ ο νεώτερος, αυτός καλύτερος και πρώτος.
185Εκεί είδα το Δυσσέα εγώ, και ξενοφίλεψά τον,
τι του ανέμου η μάνητα τον πέταξε στην Κρήτη,
στην Τροία καθώς αρμένιζε, λοξά από το Μαλέα,
κι ήρθε στην Αμνισό, κοντά στης Ειλειθυίας το σπήλιο,
μέσα στα κακολίμανα, και σώθη απ' τα δρολάπια,
190Στή χώρα ευτύς ανέβηκε για τον Ιδομενέα,
που σεβαστό τον έλεγε κι αγαπητό του φίλο.
Ήταν ως τόσο δέκα αυγές, κάν ένδεκα, που εκείνος
για το Ίλιο με τ' ανάφρυδα καράβια είχε κινήσει.
Τον πήρα εγώ στον πύργο μου και καλοδέχτηκά τον,
195κι απ' τα πολλά που βρίσκονταν τον φίλεψα γενναία·
κι έδωκα αλεύρια απ' το κοινό, κρασί φλογάτο, βόδια,
για τις θυσίες εκείνου και των συντρόφων όλων,
που τόνε συνοδεύανε, να τα χαρή η ψυχή τους.
Δώδεκα μέρες οι Αχαιοί προσμένουν τότε οι θείοι·
200κακός τους έκλεισε Βοριάς, κι ουδέ στη γης να μείνουν
δεν άφηνε· κάποιος θεός τους έστελνε οργισμένος.
Στις δεκατρείς κατάπεσε, και τότες ξεκινήσαν.»
     Ήξερε ψέματα πολλά να λέη μ' αλήθειες όμοια·
τ' άκουγ' εκείνη, κι έκλαιγε ωσπού έλυωνε η θωριά της.
205Κι όπως απάνω στα ψηλά βουνά το χιόνι λυώνει,
που ο Ζέφυρος το στοίβαξε και τό 'λυωσε ο Σιρόκος,
κι όσο αυτό λυώνει, οι ποταμοί φουσκώνουν κι όλο τρέχουν,
έτσι στα δάκρυα λυώνανε τα ωραία μάγουλά της,
σαν έκλαιγε τον άντρα της που πλάγι της καθόταν.
210Κι αυτός, όσο κι αν ένιωθε του θρήνου της τον πόνο
κράταε τα μάτια ασάλευτα σαν κέρατο ή ατσάλι,
τα δάκρυα καθώς έκρυβε στα βλέφαρα με τέχνη.
Κι εκείνη σάνε χόρτασε τα δάκρυα και το κλάμα,
πάλε του ξαναμίλησε κι απάντησέ του κι είπε·
215     «Θαρρώ πως, ξένε, τώρα εγώ θα δοκιμάσω εσένα,
να δώ αν αλήθεια φίλεψες στ' αρχοντικό σου μέσα
τον άντρα μου και τους καλούς συντρόφους του όπως είπες.
Σαν τι λογής φορέματα φορούσε στο κορμί του
και ποιά σα νά 'ταν η όψη τους, κι αυτού και τώ συντρόφων;»
220     Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας, και της είπε·
«Γυναίκα, δύσκολο να πω, τόσον καιρό πια τώρα·
είκοσι χρόνοι 'ναι που αυτός τον τόπο μου έχει αφήσει·
όμως θα παραστήσω τον καθώς ανιστορώ τον.
Διπλή φλοκάτα μαλλωτή και πορφυρένια φόρειε
225ο θείος Δυσσέας και με χρυσή κόπτσα που είχε θηλύκι
διπλότρυπο, κι από μπροστά λαμπρής δουλειάς στολίδι·
σκύλος ζαρκάδι παρδαλό στα μπροστινά του κράτα,
και κοίτα το που σπάραζε· κι αυτό θαμάζαν όλοι,
πως, όντας από μάλαμα, κοιτάει και πνίγει ο σκύλος
230το ζώ, που με πόδια του σπαράζει να ξεφύγη.
Θυμάμαι και σφανταχτερό χιτώνα στο κορμί του,
που σαν τη φλούδα γυάλιζε που έχει ξερό κρομμύδι·
τόσο ήτανε ψιλόφτιαστος και λιόλαμπρος συνάμα,
235Πολλές σαν τόνε βλέπανε γυναίκες το ν θαμάζαν.
Κι άλλο ένα λόγο θα σου πω, κι ας μείνη μες στο νου σου·
δεν ξέρω εκείνα τα σκουτιά αν τα φόρειε από το σπίτι,
ή αν σύντροφος του τά 'δωκε σαν έμπαινε στο πλοίο,
ή κάποιος φίλος τι πολλούς τους είχε ο Οδυσσέας.
240Μές στους λαούς των Αχαιών λίγοι ήτανε παρόμοιοι.
Κι εγώ σπαθί χαλκόφτιαστο, και πορφυρή χλαμύδα,
διπλή κι ωραία του έδωκα, κι ολόμακρο χιτώνα,
και με τιμή τον έστειλα στο γλήγορο καράβι.
Μαζί του ήταν και κήρυκας τρανότερός του λίγο
245στα χρόνια, που κι εκείνονε θα σου στορήσω τώρα·
καμπούρης, μελαψός, σγουρός, κι είχε όνομα Ευρυβάτης·
κι απ' όλους τους συντρόφους του τιμούσε ο Οδυσσέας
ξέχωρα αυτόν, τι ταίριαζαν οι γνώμες τώ δυονών τους.»
     Είπε, και πιότερη όρεξη της φέρανε για κλάμα
250εκείνα τα ολοφάνερα του Οδυσσέα σημάδια.
Και σάνε καλοχόρτασε τα δάκρυα και το κλάμα,
τότες του ξαναμίλησε κι απάντησέ του κι είπε·
     «Και πρώτα σε συμπόνεσα, μα από τα τώρα, ώ ξένε,
μες στο παλάτι αγαπητός και σεβαστός θα μου είσαι.
255Εγώ τα ρούχα τού 'δωκα που τώρα μου ιστορούσες·
τα δίπλωσα και τά 'βγαλα απ' το θάλαμο, κι απάνω
θηλυκωτήρι λαμπερό του κάρφωσα στολίδι.
Μα αυτός δε μου γυρίζει πια να τον δεχτώ στο σπίτι·
μοίρα κακή τον έστειλε στο βαθουλό καράβι,
260το μαύρο Ίλιο για να δη, τ' αναθεματισμένο.»
     Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα πολυσέβαστη του τέκνου του Λαέρτη,
την ομορφιά σου μη χαλνάς, μη λυώνης την καρδιά σου,
θρηνώντας για τον άντρα σου. Κι όχι κακό πως τό 'χω,
265τ' είναι πολλές που χάσανε και κλαίν το σύγκοιτό τους,
που το φιλί του χάρηκαν, και τέκνα του γεννήσαν,
κι ας ήταν άλλος, κι όχι αυτός, που λεν σα θεός φαινόταν.
Μα πάψε πια τα κλάματα, το τι θα πω ν' ακούσης·
τι θα μιλήσω αληθινά, και δε θα σου το κρύψω,
270πως άκουσα το γυρισμό του θεϊκού Οδυσσέα,
που ζη κοντά στων Θεσπρωτών τη γης την καρποφόρα,
και φέρνει θησαυρό πολύ που σύναξε απ' τον τόπο.
Όμως τους φίλους έχασε συντρόφους με το πλοίο
μέσα στ' αχνό το πέλαγος, από της Θρινακίας
275σαν ξεκινούσε το νησί· τι Ήλιος μαζί και Δίας
χολώσανε, σαν έμαθαν πως όλοι του οι συντρόφοι
του Ήλιου τα βόδια σκότωσαν. Χαθήκαν τότες όλοι
στης αγριεμένης θάλασσας τα κύματα· μα εκείνον,
πάς στην καρίνα που έμεινε, τον πέταξε το κύμα
όξω στη γης τώ Φαιάκωνε, των θεογεννημένων,
280που σαν θεό τον τίμησαν, και δώρα του χαρίσαν,
και να τον στείλουν ήθελαν απείραγο στο Θιάκι.
Κι ο Οδυσσέας από καιρό θά 'ταν εδώ φτασμένος,
μα πιο συφέρο θάρρεψε και σ' άλλες να γυρίση
χώρες πολλές, και θησαυρό μεγάλο να μαζέψη·
285τόσες γνωρίζει πονηριές και τρόπους να κερδίζη,
κι άλλος θνητός δε δύνεται να παραβγή μαζί του.
Αυτά μου τά 'πε ο Φείδωνας των Θεσπρωτών ο ρήγας
και μες στο σπίτι στάζοντας μου ορκίστη πως το πλοίο
ήταν ριγμένο κι έτοιμοι στεκόνταν οι συντρόφοι
290στη γης να τόνε φέρουνε της ποθητής πατρίδας.
Εμένα όμως πρωτόστειλε, γιατ' έτυχε καράβι
θεσπρωτικό να ξεκινάη στο καρπερό Δουλίχι.
Και μού 'δειξε όσους θησαυρούς είχε ο Δυσσέας συνάξει,
που σώναν και τη δέκατη να θρέψουνε γενιά του·
295τόσα του μένανε καλά στου βασιλέα τα σπίτια.
Και στη Δωδώνη μού 'λεγε πως είχε αυτός περάσει,
απ' τ' αψηλόκορφο το δρύ το θέλημα του Δία
ν' ακούση, πως θα ξαναρθή στο πλούσιο το νησί του,
κρυφά μαθές ή φανερά, τόσον καιρό που λείπει.
300Και να, λοιπόν, που είναι καλά, και θά 'ρθη όπου κι αν είναι, 300
και δεν αργεί τους φίλους του να δη και την πατρίδα.
Όρκο μεγάλο τώρα εδώ σου κάνω κι άκουσέ τον.
Ο Δίας νά 'ναι μάρτυρας, των θεών ο πρωτοστάτης,
κι ετούτη η στιά του θεόλαμπρου Οδυσσέα, που ήρθα τώρα,
305πως όλ' αυτά θα τελεστούν καθώς εγώ τα λέγω.
Μέσα στο χρόνο αυτόν εδώ θα φτάση ο Οδυσσέας,
τούτος ο μήνας άμα βγή, κι άμα πατήση ο άλλος.»
     Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
«Μακάρι, ώ ξένε, ο λόγος σου τέλος να βρη· και τότες
310θένα 'χης την αγάπη μου, και τόσα πλούσια δώρα,
που θα σε μακαρίζουνε όσοι θνητοί σε βλέπουν.
Μα άλλα η ψυχή μου προμηνά, κι αυτά, θαρρώ, θα βγούνε.
Μήτ' ο Δυσσέας δεν έρχεται και μήτ' εσύ δε θά 'βρης
προβόδωμα· δεν έχει πια το σπίτι νοικοκύρη,
315σαν το Δυσσέα που στάθηκε στους τιμημένους ξένους,
πάντα καλός να προβοδά και να καλωσορίζη.
Νίψτε τον τώρα, κοπελιές, και στρώστε του κλινάρι
με μαλακά παπλώματα και χράμια και φλοκάτες,
που ως τη χρυσόθρονην Αυγή να χαίρετ' από ζέστα.
320Και λούστε τον κι αλείψτε τον, άμα γλυκοχαράξη,
να πάη με τον Τηλέμαχο στο γέμα να καθίση
μες στο παλάτι. Θά το βρούν πικρό οι κακοί μνηστήρες,
που να κακοκαρδίζουνε τον ξένο πάντα θέλουν,
μα αυτοί πια δε θα δύνουνται να κάμουν τα δικά τους,
όσο αν θυμώνουνε. Και πως, ώ ξένε, εσύ θα μάθης,
325εγώ αν τις άλλες ξεπερνώ στα φρένα και στη γνώση,
στα δείπνα μας αν κάθεσαι λερός, κακοντυμένος,
μες στο παλάτι; των θνητών οι μέρες είναι λίγες·
όποιος μας φαίνεται άσπλαχνος κι έχει άσπλαχνη τη γνώμη,
όλοι οι ανθρώποι και σα ζη τον καταριούνται ετούτον,
330και σαν πεθάνη, τον γελούν και τον καταφρονούνε.
Πάλε, όποιος φαίνεται γλυκός, κι έχει γλυκειά τη γνώμη,
η δόξα του ως τα πέρατα σκορπιέται από τους ξένους,
κι όλος ο κόσμος εκεινού καλό όνομα του δίνει.»
335     Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα πολυσέβαστη του τέκνου του Λαέρτη,
σιχάθηκα τις μαλακές φλοκάτες και τα χράμια,
όταν της Κρήτης τα βουνά τα χιονισμένα αφήκα,
και βγήκα με μακρόκουπο καράβι στα πελάγη.
340Κάλλιο ας πλαγιάσω σαν και πριν, που ολόνυχτα αγρυπνούσα· 340
πόσες νυχτιές δεν πέρασα στο φτωχικό κλινάρι,
τη χρυσοθρόνιαστην Αυγή προσμένοντας να φέξη.
Κι ουδέ το ποδοπλύσιμο δεν το ζητάει η καρδιά μου,
ουδέ καμιά το πόδι μου γυναίκα δε θ' αγγίξη,
345απ' όσες μες τους πύργους σου βρίσκουντ' εδώ δουλεύτρες,
εξόν κάποια γερόντισσα καλή και τιμημένη,
ά βρίσκεται, που νά 'παθεν όσα κι εγώ η καρδιά της.
Εκείνη θα την άφηνα τα πόδια μου ν' αγγίξη.»
     Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του λέει· «Ώ φίλε ξένε,
350τι ξένος απ' τα μακρινά σ' αυτό εδώ το παλάτι
τόσο σοφός κι αγαπητός άλλος ποτές δεν ήρθε,
με τόση γλύκα εσύ τα λες και τ' αρμηνεύεις όλα.
Τώρα έχω εγώ γερόντισσα με νου γεμάτο γνώση,
αυτή που γλυκανάθρεψε το δύστυχο μου ρήγα,
355κι από της μάνας την κοιλιά τα χέρια της τον πήραν.
Εκείνη, αν κι είναι αλλοίμονη, τα πόδια θα σου πλύνη.
Σήκου καλή μου Ευρύκλεια, του αφέντη σου να νίψης
το συνομίληκο. Πού πια κι εκείνος τώρα θά 'ναι
με τούτον και στα χέρια του παρόμοιος και στα πόδια.
360Γιατ' οι ανθρώποι γλήγορα γεράζουνε στα πάθια.»
     Σκέπασε τότες η γριά την όψη με τα χέρια,
και δάκρυα χύνοντας θερμά παραπονέθη κι είπε·
     «Ωχού, παιδάκι μου, εγώ πια απελπίστηκα για σένα·
περίσσια ο Δίας σ' οργίστηκε μ' όλη τη θεοφοβιά σου.
365Γιατί άλλος του βροντόχαρου του Δία θνητός κανένας
δεν έκαψε παχιά μεριά μηδ' εκατόβοδα ώρια,
παρ' όσα εσύ του πρόσφερνες, με προσευκές ζητώντας
αναπαμένα γερατειά, και του παιδιού σου χρόνια.
Και τώρα εσένα μοναχά το γυρισμό σου αρνήθη.
370Έτσι μ' εκείνον θά 'παιζαν στην ξενιτειά οι γυναίκες,
σαν έμπαινε στα λαμπερά παλάτια των αρχόντων,
σαν που με σένα εδώ γελούν οι σκύλες τώρα εδαύτες.
Μη θέλοντας εσύ κακές ν' ακούς βρισιές, αρνιέσαι
το πλύσιμο, κι εμένανε προστάζει, την πιστή της,
375η Πηνελόπη η φρόνιμη του Ικάριου η θυγατέρα.
Τά πόδια θα σου πλύνω εγώ για κείνη και για σένα,
τι ξάφνω μες τα στήθια μου πολλοί καημοί ξυπνήσαν.
Και τώρα πρόσεξέ μου αυτό που να σου πω εγώ θέλω.
Ξένοι πολλοί πλανήθηκαν κι ήρθαν εδώ, μα ακόμα
380κανένα δεν αντάμωσα να μοιάζη του Οδυσσέα,
όσο στο σώμα, στη φωνή, στα πόδια εσύ του μοιάζεις.»
     Τότε γυρνά ο πολύβουλος Δυσσέας και της κρένει·
«Αυτό, ώ γριά, μας είπανε κι όσοι τους δυό μας είδαν,
πως ένας με τον άλλονε πολύ 'χαμε μοιασίδι,
385καθώς δα τό 'νιωσες κι εσύ, και φανερά μου τό 'πες.»
     Είπε, και πήρε ολόλαμπρο τότ' η γριά λεβέτι,
καλό για ποδοπλύσιμο, κι έβαλε πολύ κρύο
νερό, κατόπι και ζεστό. Και κάθισε ο Δυσσέας
λίγο παράμερα της στιάς, γερτός προς το σκοτάδι,
390τι τού 'ρθε φόβος άξαφνα μην τύχη και γνωρίση
το λάβωμα του ψάχνοντας, και όλα τα φανερώση.
Σιμώνει τότες η γριά το ρήγα της να πλύνη,
και πλένοντάς τον ένιωσε το λάβωμα που κάπρος
με τ' άσπρο δόντι μιά φορά στο πόδι τού 'χε ανοίξει,
395σαν ήρθε νέος στον Παρνασσό, της μάνας του τον κύρη,
το δοξασμένο Αυτόλυκο να δη με τα παιδιά του,
πού 'τανε πρώτος των θνητών σε πονηριές και σ' όρκους,
του θεού του Ερμή χαρίσματα τι είχε πολλά απ' εκείνον
καλά γιδιών κι αρνιών μεριά ο θεός Ερμής, και πάντα
με αγάπη τον συνόδευε και προθυμιά μεγάλη.
Στό καρπερό ο Αυτόλυκος σαν πέρασε το Θιάκι,
400και βρήκε με νιογέννητο την κόρη του αγοράκι,
η Ευρύκλεια του τ' απόθεσε στα γόνατα, κατόπι
από το δείπνο, κι άξαφνα του φώναξε και τού 'πε·
     «Αυτόλυκε, βρές τ' όνομα που τώρα εσύ θα βάλης
στης θυγατέρας σου το γιό τον πολυαγαπημένο.»
405     Κι ο Αυτόλυκος απάντησε· «Γαμπρέ και θυγατέρα,
να, τ' όνομα θα σάς πω να βάλτε του αγοριού σας.
Περίσσιους δυσαρέστησα εγώ που εδώ σάς ήρθα,
γυναίκες κι άντρες, πάς σ' αυτή τη γης την τροφοδότρα·
γι' αυτό Δυσσέας να λεχτή τ' αγόρι· και σαν έρθη
410μεγάλος στης μητέρας του το δοξαστό παλάτι,
στον Παρνασσό, που βρίσκεται το βιός μου, θα του δώσω
μερίδιο, και χαρούμενο θα τον ξεπροβοδώσω.»
     Αυτά ο Δυσσέας τα λαμπρά τα δώρα ήρθε να πάρη,
και τα παιδιά του Αυτόλυκου, κι ο Αυτόλυκος ατός του,
415με αγάπη τον χερόσφιξαν και του γλυκομιλήσαν.
Κι η Αμφιθέα η μάμμη του στην αγκαλιά τον πήρε,
φιλώντας του την κεφαλή και τα όμορφά του μάτια.
Και τους λεβέντηδές του γιούς τραπέζι να τοιμάσουν
παράγγειλε ο Αυτόλυκος, κι εκείνοι τον ακούσαν,
420κι αμέσως πήραν φέρανε πέντε χρονώνε βόδι·
το γδάραν, το συγύρισαν, το κόψανε κομμάτια,
με τέχνη το λιανίσανε, σε σούβλες το περάσαν,
κι αφού τ' ομορφοψήσανε, χωρίσαν τις μερίδες.
Ολημερίς τρωγόπιναν ωσπού κατέβη ο ήλιος,
425και δε στερήθη κανενός καρδιά σωστό μερίδιο.
     Κι ο ήλιος σα βασίλεψε και πήρε το σκοτάδι,
πλαγιάσανε να κοιμηθούν και να χαρούν τον ύπνο.
     Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
και τα παιδιά του Αυτόλυκου με τα σκυλια κινήσαν
430για το κυνήγι, κι ο λαμπρός μαζί τους Οδυσσέας.
Περνώντας του αψηλόκορφου του Παρνασσού τα δάσια,
γλήγορα φτάσαν σε λακκιές ανεμοσαρωμένες.
Κι ο ήλιος ότι πρόβαλε και τις στεριές χτυπούσε,
απ' του βαθιού του Ωκεανού το σιγανό το ρέμα,
435στο δάσο μπήκαν οι οδηγοί, τ' αχνάρια ομπρός οι σκύλοι
να βρούνε τρέχανε, κι οι γιοι του Αυτόλυκου ακλουθούσαν
με το Δυσσέα το θεϊκό, που πιο σιμά στους σκύλους
τραβούσε ομπρός σαλεύοντας μακροΐσκιωτο κοντάρι.
Μέσα σε λόγγο σύδενδρο μέγα καπρι κοιτόταν.
440Μήτ' άνεμοι εκεί σύνυγροι δεν αγριοφυσούσαν,
μήτε του ήλιου οι φωτερές αχτίδες δε χτυπούσαν,
μήτε βροχή δεν πέρναγε, τόσο πυκνός ο λόγγος,
και φύλλα αρίθμητα στη γης τριγύρω σκορπισμένα.
Κι ακούγοντας ποδοβολή σκυλιών κι αντρών ο κάπρος,
445που ερχόντουσαν απάνω του, πετιέται από το λόγγο,
κι αντίκρυ τους ορθότριχος, με μάτια φλόγες, στάθη.
Πρώτα ο Δυσσέας του χύθηκε, και το μακρύ κοντάρι
η χέρα του ανασήκωσε, το ζώ για να βαρέση.
Όμως ο κάπρος πρόλαβε, κι απάνω από το γόνα
450κρέας πολύ του ξέσκισε περνώντας, κι απ' το πλάγι
το δόντι μπήγοντας, χωρίς το κόκκαλο ν' αγγίξη.
Πάνω στον ώμο το δεξί βαρά ο Δυσσέας τον κάπρο,
και βγήκε η μύτη η σουβλερή του κονταριού απ' αντίκρυ·
και πέφτοντας με μουγγρητό ξεψύχησε τ' αγρίμι.
455Τότες οι γιοί του Αυτόλυκου νοιαστήκαν το Δυσσέα,
το θείο κι αψεγάδιαστο, του δέσανε με τέχνη
το λάβωμα, σταμάτησαν με γήτεμα το μαύρο
το αίμα, και τον φέρανε στο γονικό παλάτι.
Και τέλος πια ο Αυτόλυκος με τα παιδιά του αντάμα,
460αφού καλά τον έγιαναν, και δώρα του πορέψαν,
χαρούμενοι τον έστειλαν χαρούμενο στο Θιάκι.
Ο κύρης του αναγάλλιασε κι η σεβαστή του μάνα
που γύρισε, και ρώταγαν να μάθουνε πως τού 'ρθε
το λάβωμα· και τότε αυτός δηγήθηκέ τους όλα,
465πως στο κυνήγι ασπρόδοντο καπρί τον είχε σκίσει
στον Παρνασσό, με τα παιδιά του Αυτόλυκου σαν πήγε.
     Αυτό το λάβωμα άγγιξε και γνώρισε η γριούλα,
κι αφήκε ευτύς το πόδι του να πέση, και το πόδι
μες στο λεβέτι γλίστρησε, και βρόντηξε ο χαλκός του,
470κι από την άλλην έγειρε, και τα νερά χυθήκαν.
Χαρά συνάμα και καημός το νου της συνεπήρε,
τα μάτια της δακρύσανε, και κόπηκε η φωνή της.
Και το πηγούνι πιάνοντας του Οδυσσέα, του είπε·
     «Είσαι ο Δυσσέας, παιδάκι μου, και δε σ' είχα γνωρίσει,
475παρά καλά σαν έψαξα του αφέντη μου το σώμα.»
     Είπε, και γύρισε ματιά κατά την Πηνελόπη,
να φανερώση θέλοντας πως μέσα 'ναι ο καλός της.
Μα αυτή να δη δε δύνονταν αντίκρυ και να νιώση,
τι η Αθηνά της γύριζεν αλλού το λογισμό της.
480Τότε ο Δυσσέας απ' το λαιμό με το δεξί την πιάνει,
και πλάγι του τραβώντας την με τ' άλλο, αυτά της λέει·
     «Νά μ' αφανίσης και καλά ζητάς εσύ, μανούλα;
Τάχα σ' αυτό σου το βυζί δε μ' έθρεψες; και τώρα
τόσα σαν έπαθα, γυρνώ στα είκοσι τα χρόνια
485στον τόπο μου. Αφού μ' ένιωσες με κάποιου θεού βοήθεια,
σώπα, μην τύχη κι ακουστή κι απ' άλλον εδώ μέσα.
Γιατί άκουσε τι θα σου πω, κι ό,τι εγώ πω τελειέται·
αν ο θεός τους ξέλαμπρους μνηστήρες μου δαμάση,
κι εσένα δε θα λυπηθώ, βυζάστρα μου κι αν είσαι,
490την ώρα που τις άλλες μου τις δούλες θα σκοτώνω.»
     Κι η Ευρύκλεια τότε η γνωστικιά του απάντησε και του είπε·
«Τί λόγο από τ' αχείλι σου ξεστόμισες, παιδί μου;
Ξέρεις πως είναι ασάλευτη κι αλύγιστη η ψυχή μου,
και θά 'ναι σαν το σίδερο και το στεριό λιθάρι,
495Κι άλλο έν' ακόμα θα σου πω, και βάλ' το μες στο νου σου·
αν ο θεός τους ξέλαμπρους μνηστήρες σου δαμάση,
κάθε γυναίκα του σπιτιού θα σου την ιστορήσω,
ποιές άτιμα σου φέρνουνται και ποιές δεν έχουν κρίμα.»
     Και τότες ο πολύβουλος Δυσσέας απολογήθη·
500«Τί θα μου πής, μανούλα, εσύ γι' αυτές; δεν είναι ανάγκη· 500
μονάχος μου την καθεμιά θα νιώσω και θα μάθω.
Μον' σώπαινε, και στους θεούς ν' αφήσης τη φροντίδα.»
     Κι απ' τα παλάτια διάβηκε η γριά για να του φέρη
νερό για ποδοπλύσιμο, που χύθηκε όλο τ' άλλο.
505Κι αφού καλά τον έπλυνε και του άλειψε το λάδι,
προς τη φωτιά τότε έσυρε ο Δυσσέας το κάθισμά του,
και με κουρέλια σκέπασε το λαβωμένο πόδι.
Κι αρχίνησεν η γνωστικιά να κρένη Πηνελόπη·
     «Ξένε, κάτι άλλο θέλω εγώ να σε ρωτήξω ακόμα,
510τι φτάνει τώρα της γλυκειάς ανάπαψης η ώρα,
για κείνους που ύπνο χαίρουνται, πολύ καημό κι αν έχουν.
Μα εμένα λύπη αμέτρητη μου έχει δοσμένη η μοίρα.
Όσο 'ναι μέρα την περνώ, με σπαραγμούς και κλάψες,
στο σπίτι μέσα τα έργα μου κοιτώντας και τις δούλες·
515μα η νύχτα μιάς και κατεβή, κι όλους τους πάρη ο ύπνος,
μες στο κλινάρι κοίτουμαι, και την πικρή καρδιά μου
έννοιες την πνίγουνε σκληρές, που να θρηνώ με κάνουν.
Κι όπως η Αηδόνα η λυγερή και κόρη του Παντάρου,
γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση,
520στώ δέντρων καθώς κάθεται τα πυκνωμένα φύλλα
και με συχνά γυρίσματα μύριους σκοπούς αλλάζει.
τον Ίτυλο, το τέκνο της, θρηνώντας, που τον είχε
σκοτώσει ανήξερα, το γιό του βασιλέα του Ζήθου,
κι εμένα ο νους μου μιά απ' εδώ και μιά απ' εκεί γυρίζει,
525ή να σταθώ με το παιδί, και να φυλάω δωπέρα,
το έχει μου, τις δούλες μου, και τ' αψηλά παλάτια,
με σεβασμό στο ταίρι μου και στη φωνή του κόσμου,
ή τον καλύτερο Αχαιό μνηστήρα ν' ακλουθήσω,
που στο παλάτι βρίσκεται, και δίνει πλέρια δώρα.
530Κι όσο ήτανε μικρό παιδί δε δέχονταν ο γιός μου
άντρα να πάρω και να βγώ απ' του Δυσσέα τους πύργους·
μα τώρα που έγινε κι αυτός μεγάλο παλληκάρι,
λυπάται το πολύ το βιός που οι Αχαιοί του τρώνε,
και τους θεούς παρακαλεί να φύγω απ' τα παλάτια.
535Μ' άκουσε τώρα τ' όνειρο που είδα, και ξήγησέ το.
Είκοσι χήνες θρέφω εδώ με το βρεχτό σιτάρι,
που χαίρουμαι να τις θωρώ και να τις καμαρώνω.
Μέγας αϊτός απ' το βουνό κατέβη αγκιστρομύτης,
και τα λαιμά τους έσπασε· νεκρές στρωθήκαν όλες
540μες στα παλάτια κι ο αϊτός ανέβη στους αιθέρες.
Κι εγώ θρηνούσα κι έσκουζα μες στ' όνειρό μου τότες,
και γύρω οι ωριοπλέξουδες Αχαιΐδες συναχτήκαν,
απ' τις φωνές μου, που ο αϊτός μου σκότωσε τις χήνες.
Κι εκείνος ήρθε κάθισε στο ξώστεγο αποπάνω·
545κι ανθρώπινα λαλώντας μου με μπόδιζε να κλαίγω·
«Θάρρος, του κοσμοξάκουστου του Ικάριου ώ θυγατέρα·
αλήθεια 'ναι, κι όχι όνειρο, και ξάστερο θα σού 'βγη.
Οι χήνες τους μνηστήρες σου σημαίνουν, κι εγώ που ήμουν
ως τώρα αϊτός, ο αντρας σου τώρα είμαι και γυρίζω,
550να δώσω τέλος φοβερό σε κάθε σου μνηστήρα.»
Είπε, κι εμένα μ' άφησε του ύπνου η γλύκα τότες,
και κοίταξα, κι αγνάντεψα τις χήνες στην αυλή μου,
που έτρωγαν στάρι σαν προτού στη γούρνα τους τριγύρω.»
     Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας κι απάντησέ της·
555«Αλλιώτικα αυτό τ' όνειρο, γυναίκα, δεν ξηγιέται,
γιατί ο Δυσσέας ο ίδιος πως θα το τελέση σου είπε,
και φαίνεται ολοκάθαρο το τέλος των μνηστήρων·
μήτ' ένας απ' τη μαύρη του δε θα γλυτώση μοίρα.»
     Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γυρίζει και του κρένει·
560«Έχουμε, ώ ξένε, ονείρατα ζαβά, με κούφια λόγια,
κι απ' όσα ονειρευόμαστε, σωστά δε βγαίνουν όλα.
Δυό θύρες τ' άλαφροΐσκιωτα τα όνειρα έχουν πάντα·
με κέρατο φτιαστή τη μιά, με φιλντισί την άλλη·
Όσα όνειρ' από το φιλντισί το πριονιστό διαβαίνουν,
565χαμένα είναι κι ανώφελα, και τους θνητούς γελάνε·
πάλε όσα απ' τα καλόξεστα τα κέρατα περάσουν,
αληθινά του βγαίνουνε του ανθρώπου που τα βλέπει.
Μα εμένα το έρμο μου όνειρο δεν πρόβαλε αποκείθε·
πόση χαρά θα τό 'χαμε, κι εγώ και το παιδί μου.
570Κι άλλο εγώ κάτι θα σου πω, και κράτα το στο νου σου·
ζυγώνει η τρισκατάρατη η Αυγή που θα με πάρη
απ' του Οδυσσέα το σπιτικό· θα βγάλω τώρα αγώνα
τ' αξίνια που έστηνε σειρά μες στα παλάτια εκείνος,
σαν καραβιού στραβόξυλα, δώδεκ' αξίνια και όλα
575με μιά σαϊτιά που έρριχνε μακρόθε τα περνούσε,
τέτοιον αγώνα τώρα εγώ θα βάλω τώ μνηστήρων·
κι εκείνον που ευκολώτερα τεντώση το δοξάρι,
κι αξίνια δώδεκα με μιά σαΐτα του περάση,
θ' ακολουθήσω, αφήνοντας τον πύργο αυτόνε, που ήρθα
580νιόπαντρη εγώ, και βρήκα τον ώριο και βιός γεμάτο,
που πάντα θα θυμάμαι τον και μέσα στ' όνειρό μου.»
     Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα σεβαστή του γιού του Λαέρτη, του Οδυσσέα,
τέτοιον αγώνα μην αργής στους πύργους σου να βάλης·
585γιατί θά 'ναι ο πολύβουλος Δυσσέας εδώ φτασμένος,
πριν το δοξάρι πιάνοντας αυτοί τ' ωριοφτιασμένο,
τεντώσουνε την κόρδα του, και ρίξουν μες στ' αξίνια».
     Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
«Άν ήθελες, ώ ξένε, εδώ για μένα να καθίσης·
590ύπνος δε θα χυνότανε, πάς στα ματόφυλλα μου.
Όμως δε γίνεται οι θνητοί παντοτινά να μνήσκουν
ακοίμητοι· γιατ' οι θεοί καιρό τους έχουν βάλει
για κάθε πράμα ξέχωρα στη γης την τροφοδότρα.
Και τώρα εγώ στ' ανώγι μου θ' ανέβω να πλαγιάσω,
595σε κλίνη πολυστέναχτη και πολυδακρυσμένη,
απ' τον καιρό που μίσεψε απ' το Θιάκι ο Οδυσσέας,
το μαύρο Ίλιο για να δη, τ' αναθεματισμένο.
Εκεί πηγαίνω εγώ· κι εσύ, στο σπίτι αυτό κοιμήσου,
κι ή χάμου στρώνεις, ή τους λες κρεβάτι να σου βάλουν».
600     Αυτά είπε και στα θεόλαμπρα τ' ανώγια της ανέβη,
όχι μονάχη· οι βάγιες της μαζί κι αυτές πηγαίναν.
Κι απάνω σαν ανέβηκε στ' ανώγια με τις βάγιες,
τον ακριβό της έκλαιγε Δυσσέα ωσότου ύπνο
η Αθηνά της στάλαξε γλυκό στα βλέφαρά της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου