| Απ' του πανώριου Τιθωνού την αγκαλιά η Αυγούλα σηκώθη, κι έφερε το φώς σε αθάνατους κι ανθρώπους. Και συγκαθίζαν οι θεοί, και μες σ' αυτούς κι ο Δίας ο αψηλοβρόντης, που τρανή στα ουράνια η δύναμή του. |
5 | Κι η Αθηνά, θυμήθηκε τα πάθια του Οδυσσέα, πονώντας τον που η Καλυψώ τον κράταε, και τους είπε· |
|
«Πατέρα Δία, και θεοί μακαριστοί κι αιώνιοι, κανένας βασιλιάς γλυκός, καλόβουλος και δίκιος
|
10 | πια άς μη φανή, παρά σκληρός και κακοπράχτης να 'ναι, αφού κανένας το θεϊκό Οδυσσέα δε θυμάται μες στο λαό που σα γονιός με αγάπη κυβερνούσε.
Πάς σε νησί αυτός κοίτεται και δέρνεται από πόνους, στης θέαινας της Καλυψώς, που με το ζόρι εκείθε |
15 | κρατάει τον, και δε δύνεται να δή γλυκειά πατρίδα· τί μήτε πλοία με τα κουπιά μήτε συντρόφους έχει, να τόνε ταξιδέψουνε στης θάλασσας τα πλάτια. Και τώρα θέν το γιόκα του στο γυρισμό να κόψουν, που να γυρέψη μίσεψε μαντάτα του γονιού του, |
20 | στη θεία τη Λακεδαίμονα και στην καλή την Πύλο.» Κι ο Δίας γυρνάει και κρένει της, ο συννεφομαζώχτης· «Τί λόγο από τα χείλη σου ξεστόμισες, παιδί μου ; δεν είσαι εσύ που το' βαλες στο νου σου να 'ρθη πίσω ο Οδυσσέας, και γδικιωμό σ' ολους αυτούς να φέρη; |
25 | Μέ τρόπο τον Τηλέμαχο, σαν που εσύ ξέρεις, στείλ' τον, να φτάση στην πατρίδα του χωρίς κακό να του 'ρθη, και να γυρίσουν αδειανοί οι μνηστήρες με το πλοίο.» |
| Κι αυτά σαν είπε, γύρισε πρός τον Ερμή το γιό του, και λέει· «Ερμή, που σε όλα εσύ μαντάτορας μάς είσαι, |
30 | πές της ωριόμαλλης θεάς την άσφαλτη βουλή μας, πως θέμε ο καρτερόψυχος Δυσσέας στα χώματά του, χωρίς ανθρώπου ή και θεού συνέργεια να γυρίση· σε σάλι αυτός γερόδετο πολλά σαν κακοπάθη, σε είκοσι μέρες της Σκεριάς την πλούσια γής θα φτάση, |
35 | που κατοικούνε οι Φαίακες οι θεογεννημένοι· αυτοί με πρόθυμη καρδιά σα θεό θα τον τιμήσουν, και στη γλυκειά πατρίδα του με πλοίο θα τόνε στείλουν, χαλκό, χρυσάφι, φορεσές περίσσιες δίνοντάς του, που μήτε απ' την Τρωάδα αυτός δε θα 'φερνε μαζί του, άν πίσω ερχόταν άβλαβος με δίκιο μερτικό του. |
40 | Τί είναι γραφτό να ξαναδή δικούς κι αγαπημένους, και ν' αξιωθή τον τόπο του και τ' αψηλά του σπίτια.» |
| Αυτά είπε, κι ο Αργοφονιάς ακούει την προσταγή του. Κι αμέσως σάνταλα έδεσε στα πόδια του πανώρια, |
45 | αχάλαστα κι ολόχρυσα, που πεταχτά τον πάνε από στεριές και θάλασσες σα φύσημα του ανέμου. Πήρε το μαγικό ραβδί, που όποιο θνητό θελήση τα μάτια αποκοιμίζει του ή τον ξυπνά άν κοιμάται· και πέταξε κρατώντας το ο Αργοφονιάς απάνω |
50 | στην Πιερία, κι απ' εκεί περνάει απ' τους αιθέρες, και πέφτοντας στη θάλασσα κολύμπαγε σα γλάρος, που μέσα στους αχνούς βυθούς του ατρύγητου πελάγου ψάρια ζητάει, και τα φτερά συχνοβουτάει στην άρμη· όμοιος μ' αυτόν τ' αρίθμητα τα κύματα περνούσε. |
55 | Και στο νησί τ' απόμακρο σαν ήρθε, απ' τη γαλάζια προβάλλει θάλασσα στη γής, πρός τη σπηλιά που η νύφη λημέριαζε η ωριόμαλλη, και μέσα τήνε βρίσκει. |
60 | Ξύλα περίσσια στη γωνιά, κέδροι και θυές σκισμένες, που μοσκοβόλαε το νησι παντού απ' τη μυρουδιά τους. Στόν αργαλειό της ομπροστά γλυκοτραγούδαε εκείνη, και το πανί της έφαινε με τη χρυσή σαγίτα, Τριγύρω δάσια φουντωτά με σκλήθρες και με λεύκες, |
65 | και μυρωδάτα ανάμεσα στεκόνταν κυπαρίσσια. Λογής πυκνόφτερα πουλιά κουρνιάζανε στα δέντρα, γκιώνηδες, και γεράκια, και φωναχτερές κουρούνες της θάλασσας, που χαίρουνται να ζούνε στα νερά της. Και γύρω στις βαθειές σπηλιές της νύφης απλωνόταν ήμερο κλήμα θαλερό σταφύλια φορτωμένο· |
70 | αράδα βρύσες τέσσερες άσπρο νεράκι χύναν, κοντά κοντά, μα καθεμιά κι αλλού κατρακυλούσε. Πλάγι λιβάδια μαλακά με σέλινα και βιόλες, που αθάνατος κι άν ήρχουνταν σε τέτοιες πρασινάδες, με θαμασμό θα κοίταζε και θ' άνοιγε η καρδιά του. |
75 | Στάθηκ' εκεί και θάμαζε ο Αργοφονιάς ο μέγας. Κι αφού όλα τα καμάρωσε με την καρδιά του, μπήκε μες στην απλόχωρη σπηλιά· τον κοίταξε αντικρύ της η νύφη, και δεν άργησε να τόνε δή ποιός ήταν· τί αγνώριστοι δε μνήσκουνε οι θεοί αναμεταξύ τους, |
80 | κι άς κατοικάη κανένας τους αλάργα από τους άλλους. Μέσα το μεγαλόψυχο δε βρήκεν Οδυσσέα, τί αυτός καθόταν κι έκλαιγε στης θάλασσας την άκρη, ψυχοπονώντας σαν προτού με στεναγμούς και θρήνους, και βλέποντας τη θάλασσα με μάτια δακρυσμένα. |
85 | Και τον Ερμή τότες ρωτάει η Καλυψώ η θεούλα, καθίζοντάς τον σε θρονί λαμπρό και γυαλισμένο· |
| «Τί ήρθες εδώ, χρυσόραβδε, καλέ κι αγαπημένε Ερμή μου ; Δέν το συνηθάς να μου 'ρχεσαι δά τόσο. Λέγε το τί έχεις στην καρδιά, κι εγώ θα σου το κάμω, |
90 | άν πράμα είναι που γίνεται, κι ά μου περνά απ' το χέρι. Μα τώρα να 'ρθης παραμπρός να σε φιλέψω πρώτα.» |
| Αυτά του μίλησε η θεά, και του 'στρωσε τραπέζι· θέτει αμβροσία και σμίγει του κοκκινωπό νεχτάρι. Έτρωγε τότες κι έπινε ο Αργοφονιας ο μέγας, |
95 | κι αφού καλά ψυχόπιασε με τη θροφή του δείπνου, κουβέντα τότες άνοιξε, και μίλησέ της κι είπε· |
| «Εμένα το θεό ρωτάς εσύ η θεά γιατί ήρθα· αλάθευτα θα σου το πω καθώς κι αποθυμείς το. Ο Δίας εδώ με πρόσταξε να ρθώ χωρίς να θέλω· |
100 | και ποιός θα πέρναε θέλοντας τέτοια αρμυρά πελάγη απέραντα ; που μήτε μιά χώρα θνητώ δε βρίσκεις θυσίες κι εκατοβοδιές λαμπρές των θεών να κάνουν. Μα θεός δεν μπόρεσε ποτές τη γνώμη να ξεφύγη του Δία του αιγιδόσκεπου, και μάταιη να τη βγάλη. |
105 | Λέει πως κοντά σου βρίσκεται ο πιο άμοιρος απ' όλους· τους άντρες που πολέμησαν τα κάστρα του Πριάμου· χρόνους εννιά πολέμησαν, στους δέκα τους τα πήραν· και πίσω καθώς γύριζαν την Αθηνά θυμώσαν, κι αυτή τους σήκωσε κακούς ανέμους και φουρτούνες. |
110 | Όλ' οι λαμπροί συντρόφοι του ξολοθρευτήκαν τότες, κι εκειόν εδώ τον έρριξαν τα κύματα κι οι ανέμοι. Αυτόνε τώρα σου μηνάει να στείλης πίσω αμέσως, τί δεν είναι της μοίρας του ν' αφανιστή στα ξένα, του 'ναι γραφτό να ξαναδή δικούς κι αγαπημένους |
115 | και ν' αξιωθή τον τόπο του και τ' αψηλά του σπίτια.» |
| Τ' άκουσ' αυτά και πάγωσε η τρισόμορφη η θεούλα, και φώναξε τον κι είπε του με λόγια φτερωμένα· |
| «Σκληροί, ζουλιάρηδες θεοί, που δε σάς έφτασε άλλος· που με θνητό δε στέργετε θεά να συγκοιμάται |
120 | στο φανερό, κι άς είναι της αγαπημένο ταίρι. Έτσι τη ροδοδάχτυλη ζουλέψτε εσείς Αυγούλα, σαν πήρε τον Ωρίωνα, γλυκόζωοι θεοί μου, ώσπου η χρυσόθρονη Άρτεμη, η αγνή, στην Ορτυγία με τις ψιλές της σαϊτιές του πήρε τη ζωή του. |
125 | Έτσι κι η ώρια η Δήμητρα, σαν έτρεξε η καρδιά της στον Ιάσιο, και πήρε την αυτός στην αγκαλιά του μες στο χωράφι τ' οργωτό, μόλις τ' ακούει ο Δίας, κι αστράφτει, και θανατερό του ρίχτει αστροπελέκι. Μ' εμένα τώρα τα 'χετε που ζή θνητός μαζί μου, |
130 | που ατή μου τόνε γλύτωσα σαν ήρθε καθισμένος πάς στην καρίνα μοναχός, τότες που ο Δίας το πλοίο μ' αστροπελέκι του 'σκισε στα μελανά πελάγη. Όλ' οι λαμπροί συντρόφοι του ξολοθρευτήκαν τότες, κι αυτόν τον έρριξαν εδώ τα κύματα κι οι ανέμοι. |
135 | Μέ αγάπη τόνε φίλευα και γλυκομελετούσα αθάνατο κι αγέραστο για πάντα να τον κάνω. Μα αφού θεός δεν μπόρεσε τη γνώμη να ξεφύγη του Δία του αιγιδόσκεπου και μάταιη να τη βγάλη, άς σύρη, μιάς το πρόσταξε και το γυρεύει εκείνος, |
140 | στ' ατρύγητα τα πέλαγα. Δέ θα σταλθή από μένα, τί μήτε πλοία με τα κουπιά, μήτε συντρόφους έχω, που να τον ταξιδέψουνε στης θάλασσας τα πλάτια, Όμως με γνώμη πρόθυμη θα τον καθοδηγέψω, πως να κατέβη απείραγος στην πατρική του χώρα.» |
145 | Κι ο μηνυτής ο Αργοφονιάς γυρίζει και της κρένει· «Στείλ' τονε τώρα, σαν που λες, και πρόσεχε του Δία τη μάνητα, κανέ κακό να μη σου ερθή κατόπι.» |
| Αυτά της είπε, κι έφυγε ο Αργοφονιάς ο μέγας· και πρός το μεγαλόκαρδο Οδυσσέα κινάει η νύφη, |
150 | σαν άκουσε τις προσταγές του Δία του Ολυμπήσου. Τόν είδε και καθότανε μονάχος στ' ακρογιάλι· δε στέγνωναν τα μάτια του ποτές από τα δάκρυα, μόν' έλυωναν οι μέρες του οι χρυσές από τον πόνο της ξενιτειάς, κι η θέαινα δεν του 'δινε πια γλύκα. Μόνε τις νύχτες στη σπηλιά με το στανιό κοιμόταν |
155 | δίχως λαχτάρα στην καρδιά, κι άς λαχταρούσε εκείνη. Και στ' ακροβράχια του γιαλού καθόταν καθεμέρα, ψυχοπονώντας άπαυα με στεναγμούς και θρήνους, και βλέποντας τις θάλασσες με μάτια δακρυσμένα. Σιμά του στάθηκε η θεά η χαριτωμένη κι είπε· |
160 | «Καημένε, μη μου κλαίγεσαι πια εδώ, και τη ζωή σου του κάκου λυώνεις· πρόθυμα εγώ τώρα θα σε στείλω. Μόν' έλα, και μακρόξυλα με το πελέκι κόψε, και σάλι απλόχωρο μ' αυτά καλά σα συνεδέσης, κάσαρα σκάρωσε αψηλά αποπάνωθε, και τότες |
165 | σέρνεις και φεύγεις μέσα του πρός τ' αχνερά πελάγη. Ψωμί, νερό και κόκκινο κρασί εγώ θα σου βάλω, να μην πεινάς και φορεσές θα δώσω να φορέσης, και πρύμο αγέρα να φυσάη κατόπι σου θα στείλω, που να γυρίσης άβλαβος στην πατρική σου χώρα, άν θέλημα είναι των θεών που ορίζουνε τα ουράνια, |
170 | που 'ναι από μένα αξιώτεροι να κρίνουν και να πράξουν.» |
| Αυτά είπε, κι ο πολύπαθος Δυσσέας ανετριχιάζει, και φώναξέ την, κι είπε της με λόγια φτερωμένα· |
| «Άλλα στο νου σου έχεις, θεά, κι όχι το μισεμό μου, |
175 | που λες με σάλι να διαβώ της θάλασσας τα πλάτια τα φοβερά, που ούτε γοργά καράβια δεν περνάνε, χαρούμενα αρμενίζοντας στο φύσημα του Δία. Μα εγώ χωρίς τη γνώμη σου δε θα 'μπαινα στο σάλι, άν όρκο δε δεχόσουνα μεγάλο να μου κάνης, πως άλλο εσύ δε μελετάς κακό στο νου σου μέσα.» |
180 | Αυτά είπε, κι η μυριόχαρη θεά χαμογελώντας με νάζι τόνε χάδεψε, κι ονόμασε τον κι είπε· |
| «Μαριόλος είσαι μα το ναί, και κούφιο νου δεν έχεις, που τέτοιο συλλογίστηκες να ξεστομίσης λόγο. Μαρτύροι η γής κι ο ουρανός ο αμέτρητος απάνω, |
185 | και τα νερά που χύνουνται στον Άδη από τη Στύγα, — των θεών βαρύς και φοβερός αυτός είν' όρκος πάντα, — πως άλλο εγώ δε μελετώ κακό στο νου μου μέσα. Μόνε για σένα νοιάζουμαι, και σου μιλάω το ίδιο όπως για μένα θα 'κανα σαν τύχαινέ μου ανάγκη· |
190 | γιατ' έχω καλοθελησιά, και μες στα σωθικά μου είν' η καρδιά μου μαλακιά, δεν είναι σιδερένια.» |
| Αυτά είπε, και ξεκίνησε η μυριόχαρη η θεούλα με βιάση, και στα αχνάρια της ακολουθούσε εκείνος. Και φτάσανε στο θολωτό το σπήλιο αντάμα οι δυό τους· |
195 | κάθισ' εκείνος στο θρονί που ο Ερμής προτού καθόταν, κι η νύφη του παράθεσε λογής θροφές απ' όσες να τρώνε και να πίνουνε οι ανθρώποι συνηθάνε· ατή της κάθισε αντικρύ του θεϊκού Οδυσσέα, κι οι παρακόρες φέρανε αμβροσία και νεχτάρι. |
200 | Και τότες στα έτοιμα φαγιά τα χέρια τους απλώσαν. Κι από φαγί κι από πιοτό καλά σάνε φρανθήκαν, η Καλυψώ, η μυριόχαρη θεά, να λέη αρχίζει· |
| «Γιέ του Λαέρτη διόθρεφτε, πολύσοφε Οδυσσέα, λοιπόν εσύ στο σπίτι σου και στη γλυκειά πατρίδα |
205 | να σύρης τώρα λαχταρείς; Ετσι άς γενή, και χαίρου. Όμως ο νούς σου άν το 'βαζε το πόσα κακοπάθια σένα φυλάει η μοίρα σου, στον τόπο σου ως να φτάσης, σ' αυτό το σπήλιο θα 'μνησκες αθάνατος να γίνης, κι άς είχες το βαρύ καημό της ώριας σου γυναίκας, |
210 | που μέρα νύχτα να τη δής το 'χεις πολλή λαχτάρα. Παινιέμαι δά πως απ' αυτή χειρότερη δεν είμαι στην όψη μήτε στο κορμί, και δεν ταιριάζει κιόλας θνητές μ' αθάνατες ποτές στα κάλλη να μετριούνται.» |
| Τότ' ο πολύβουλος Δυσσέας απολογήθη κι είπε· |
215 | «Χαριτωμένη μου θεά, μη μου οργιστής για δαύτο· νιώθω κι εγώ πως ταπεινή στ' ανάστημα ή στα κάλλη η Πηνελόπη η γνωστικιά θα φαίνουνταν ομπρός σου· αυτή θνητή, και πάντα εσύ και απέθαντη και νέα. Όμως περίσσια λαχταρώ, και το ζητώ ολοένα, |
220 | να πάω στον τόπο, να χαρώ του γυρισμού τη μέρα. Κι ά με χτυπήση οργή θεού στα μελανά πελάγη, έχω καρδιά βασταχτερή, κι απομονή θα κάνω· έπαθα που έπαθα πολλά και 'πόφερα άλλα τόσα στις μάχες και στις θάλασσες· άς μου γενή και τούτο.» |
225 | Αυτά είπε· κι ο ήλιος βούτηξε, κι απλώθηκε σκοτάδι· και μπήκανε στ' απόβαθα του θολωτού του σπήλιου· κι εκεί πλαγιάσανε μαζί και κρυφαγκαλιαστήκαν. |
| Σά φάνη η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα, πήρε ο Δυσσέας και φόρεσε χιτώνα και χλαμύδα, |
230 | κι έβαλε φόρεμα η θεά περίλαμπρο, μεγάλο, ψιλόφαντο και λιμπιστό· κατόπι ωριό ζωνάρι ολόχρυσο στη μέση της, και σκέπη στο κεφάλι· και τότες του τρανού Οδυσσέα νοιαζόταν το ταξίδι. Πρώτα πελέκι του 'δωσε, καλό στις απαλάμες, |
235 | τρανό, χαλκένιο, δίκοπο, που μέσα του στειλιάρι ώριο, ελατένιο του 'χανε βασταγερά μπηγμένο· κατόπι του προμήθεψε σκεπάρνι ακονισμένο, και πρός την άκρη πήρε τον που 'χε αψηλά τα δέντρα, κλήθρες και λεύκες· κι έλατα που αγγίζανε τα ουράνια, |
240 | από καιρό κατάξερα, να 'ναι αλαφρά στο κύμα. Κι αφού τον τόπο του 'δειξε που βρίσκουνταν τα δέντρα, γύρισε πίσω η Καλυψώ η μυριόχαρη στο σπήλιο, και ξύλα εκείνος έκοβε, και πρόκοβε η δουλειά του. Ως είκοσι έρριξε δεντρά, τα πελεκάει μ' αξίνα, |
245 | τα ροκανίζει τεχνικά, τα σιάζει με τη στάφνη· και με τρυπάνια που η θεά από τη σπηλιά του φέρνει, τα τρυπανίζει, και μαζί τ' αρμολογάει αράδα, χτυπώντας μέσα τους γερούς αρμούς και ξυλοκάρφια. Κι όσο φαρδιά την πατωσιά σε φορτηγό καράβι |
250 | πιδέξιος κάνει μαραγκός, τόσο φαρδύ το σάλι κι ο Οδυσσέας το σκάρωσε. Ορθόστησε πουντέλια απάνω σε πυκνόβαλτα μαντάλια ταιριασμένα· και τέλος τα συνέδεσε με μακρουλά μαδέρια, Κατάρτι μέσα στύλωσε, το αρμάτωσε με αντένα, |
255 | και το τιμόνι ταίριαξε, να κυβερνάη το σάλι, που με πλεμάτια από ιτιές το 'φραξε πέρα ως πέρα, να μην περνούν τα κύματα· και σώριασε από μέσα κλαριά πολλά. Και του έφερε σκουτιά η θεά φασμένα για τα πανιά, και τα 'φτιαξε κι αυτά ο Δυσσέας με τέχνη. |
260 | Κατόπι σκότες έδεσε, και ξάρτια και μαντάρια, και με λοστούς στη θάλασσα κατέβασε το σάλι. |
| Όλα σε μέρες τέσσερις τα 'χε αποτελειωμένα. Τήν πέμπτη μέρα απ' το νησί η θεά τον προβοδούσε· τον έλουσε, τον έντυσε με ρούχα μυρισμένα, |
265 | του 'βαλε ασκί μαύρο κρασί, νερό σε ασκί μεγάλο, του γέμισε σακκί θροφές και διαλεχτά προσφάγια, και πρύμο του 'στειλε απαλό κι απείραγο, που ο μέγας Δυσσέας αναγαλλιάζοντας απλώνει τα πανιά του. |
270 | Μέ το τιμόνι τεχνικά κυβέρναε καθισμένος, κι ο ύπνος δεν κατέβαινε στα μάτια του όσο 'κοίτα την Πούλια, το Βοδοζευγά που αργεί να βασιλέψη, και την Αρκουδα, -- κι Άμαξα τη λέν, -- που αυτού γυρίζει και τον Ωρίωνα τηράει, και μόνη αυτή ποτές της |
275 | στα πέλαγα δε λούζεται εκείνη του 'πε η νύφη, να τη φυλάη απ' τη ζερβή μεριά σαν αρμενίζη. Αρμένιζε έτσι δεκαφτά μερόνυχτα ο Δυσσέας, στα δεκοχτώ φανήκανε τα όρη τα ισκιωμένα, |
280 | τώ Φαιάκων, που κοντύτερα στο δρόμο του βρισκόνταν, και σαν ασπίδα μες στ' αχνά φαντάζανε πελάγη. |
| Ως τόσο απ' τους Αιθίοπες κινάει ο Κοσμοσείστης. και μακρινά ξανοίγει τον απ' τώ Σολύμων τα όρη, και στ' ανοιχτά κοιτώντας τον, θυμός πολύς τον πιάνει· |
285 | βαριοκουνάει την κεφαλή και λέει στο νου του μέσα· |
| «Γιά δές που οι θεοί βουλεύτηκαν ν' αποφασίσουν άλλα για το Δυσσέα, σαν έλειπα στης Αιθιοπίας τα μέρη, και να τος άξαφνα τη γής ζυγώνει τώ Φαιάκων, και να ξεφύγη είναι γραφτό το μαύρο τέλος τώρα της συφοράς που του 'πεσε. Μα κι άλλα ακόμα πάθια |
290 | θαρρώ θα του κατέβουνε, για να καλοχορτάση.» |
| Λέει, και μαζώνει σύγνεφα και θάλασσες ταράζει, κρατώντας το τρικράνι του, και κάθε ανέμου φούρια σηκώνει· γής και πέλαγα με σύγνεφα σκεπάζει, |
295 | και νύχτα περιχύνεται αποπάνω απ' τα ουράνια. Πέφτει ο Σορόκος κι ο Νοτιάς κι ο δυνατός Πονέντης κι ο αιθερογέννητος Βοριάς που κύματα άγρια φέρνει, Κοπήκανε τα γόνατα κι η ανάσα του Οδυσσέα, και πικραμένος έλεγε μες στην τρανή ψυχή του· «Αλλοίς μου, το φτωχό· και τί θα μου συβούνε ακόμα ; |
300 | Φοβάμαι πως αλάθευτα η θεά μου τα 'λεγε όλα, σα μου 'πε πως στα πέλαγα, πρί φτάσω στην πατρίδα, βάσανα θα 'χω περισσά, και να, που βγαίνουν όλα· ο Δίας με τα σύγνεφα τα ουράνια στεφανώνει, και τάραξε τις θάλασσες, κι οι ανέμοι αποπαντούθε |
305 | φυσομανούνε· τώρα πια σωστή η καταστροφή μου. Μακαρισμένοι οι Δαναοί, και τρίς μακαρισμένοι, που τότες σκοτωθήκανε στην διάπλατη Τρωάδα, για χάρη των Ατρεόπουλων. Μακάρι τέτοιο τέλος να ερχότανέ μου τον καιρό που χάλκινα κοντάρια |
310 | οι Τρώες μου 'ριχταν κοντά στου Αχιλλέα το σώμα, Θά μ' έθαφταν οι Αχαιοί και δόξα θα μου βγάζαν· μα τώρα θάνατο φριχτό να πάθω είναι γραμμένο.» |
| Είπε, κι απάνω του ξεσπάει θεόρατο ένα κύμα, με τέτοια φόρα, που γυρνάει το σάλι και τραντάζει. |
315 | Πέφτει ο Δυσσέας άξαφνα κι αυτός πέρ' απ' το σάλι, και το τιμόνι ξεγλιστράει από τα δυό του χέρια· από τη μέση τσάκισε κι έπεσε το κατάρτι, κι ο σίφουνας ο φοβερός που φύσα αποπαντούθε του 'ριξε αντένα και πανί μακριά μες στα πελάγη. |
320 | Πολληώρα τόνε κράταγε το μέγα κύμα κάτου, τί του βαραίναν τα σκουτιά, της Καλυψώς τα δώρα. Και σαν ανέβηκε, πικρή το στόμα του έφτυνε άρμη, που γύρω του περέχυνε την κεφαλή σα βρύση. Όμως το σάλι δεν ξεχνάει κι άν τόσο τυραννιόταν, |
325 | μόνε απ' το κύμα χούμιξε και πιάστηκε από δαύτο, και κάθισε στη μέση του, το χάρο να ξεφύγη. Κι αυτό κυλιόταν απ' εδώ κι εκεί στο κύμα απάνω. Πώς το χινόπώρο ο Βοριάς τ' αγκάθια μες στους κάμπους μαζώνει, κι όλα δένουνται σωρός το 'να με τ' άλλο, |
330 | όμοια το συνεπαίρνανε στα πέλαγα οι ανέμοι· πότε ο Νοτιάς το πέταγε ο Βοριάς για να τ' αρπάξη, πότε ο Σορόκος το πετάει παιχνίδι του Πονέντη. |
| Κι η κόρη η λευκαστράγαλη του Κάδμου Ινώ τον είδε, η Λευκοθέα, που θνητής λαλιά μιλούσε πρώτα, |
335 | μα τώρα θεάς στα πέλαγα τιμές απολαβαίνει· και το Δυσσέα σπλαχνίστηκε που τυραννοπλανιόταν, και μ' όφιας πεταχτής μορφή κινάει από τα βάθια· στο σάλι το καλόδετο καθίζει και του κρένει· |
| «Τί τόσο μίσος σου κρατάει μεγάλο ο Κοσμοσείστης, |
340 | κακόμοιρε, και βάσανα περίσσια όλο σου σπέρνει ; Μα όσο κι ά χολιάζη αυτός, δε σ' αφανίζει εσένα. Μόν' έλα, κάμε ό,τι σου πω, γιατί χαζός δε δείχνεις· βγάλ' τα σκουτιά σου, κι άφησε το σάλι στους ανέμους, και με τα χέρια πλέοντας, πολέμησε να φτάσης |
345 | στους Φαίακες, που 'ναι γραφτό να βρής το γλυτωμό σου. Ζώσε τα στήθια σου μ' αυτό τ' αθάνατο μαγνάδι, και τότες φόβο από κακό κι από χαμό δεν έχεις. Όμως απάνω στη στεριά τα χέρια σου άμ' αγγίξης, ξεζώσου το και πέτα το στα μελανά πελάγη, |
350 | αλάργα από τη γής πολύ, την όψη αλλού γυρνώντας.» |
| Αυτά του μίλησε η θεά, και του 'δωσε μαγνάδι, και πάλε ξαναβούτηξε στα κύματα σαν όφια, και τ' αφρισμένα τα νερά τη σκέπασαν αμέσως. Ως τόσο ο πολυβάσανος Δυσσέας συλλογιέται, |
355 | και λέει με στεναγμό βαθύ μες στον τρανό το νου του· |
| «Αλλοίς, κι ανίσως πάλε θεός παγίδα μου σκαρώνει, και να με πείση πολεμάει το σάλι μου ν' αφήσω· μα δε θα τον ακουσω εγώ· τί με τα μάτια μου είδα μακριά τη γής που μου 'λεγε πως θα 'βρω καταφύγιο. |
360 | Αυτό θα κάμω, που θαρρώ καλύτερό 'ναι απ' όλα. Όσο τα ξύλα αυτά μαζί δεμένα συγκρατιούνται, θα μείνω εδώ και θα βαστώ μ' απομονή στα πάθια· μα τ' άγρια άν πέσουν κύματα και το σκαρί μου σπάσουν, τότες κολύμπι, κι άλλο πια καλύτερο δε βρίσκω.» |
365 | Αυτά καθώς ανάδευε στο νου και στην ψυχή του, μεγάλο κύμα σήκωσεν ο σείστης ο Ποσειδώνας, φριχτό κι αψηλοθόλωτο, που απάνω του ξεσπάνει. Και καθώς σίφουνας σωρό ξεράχερα τινάζει και τα σκορπάει εδώ κι εκεί, παρόμοια σκορπιστήκαν |
370 | και τα δοκάρια του σκαριού· και τότες ο Οδυσσέας σε ξύλο καβαλλίκεψε σαν που άλογο ανεβαίνουν, και τα σκουτιά ξεγδύθηκε, της Καλυψώς τα δώρα. Ευτύς γύρω στα στήθη του ζώνεται το μαγνάδι, και μπρουμυτώντας στα νερά τα χέρια του τεντώνει |
375 | να κολυμπήση· κι ο τρανός τον είδε ο Κοσμοσείστης, και σείνοντας την κεφαλή στο νου του μέσα κρένει· |
| «Τώρα που τόσα τράβηξες, άμε στα πέλαα γύρνα, ώσπου μ' ανθρώπους διόθρεφτους να σμίξης. Μα δε θα 'χης θαρρώ παράπονο πια εσύ πως συφορές δε σου 'ρθαν.» |
380 | Και τα λαμπρότριχ' άλογα μαστίγωσε, και φτάνει ως τις Αιγές, που τ' ώριο του βρισκότανε παλάτι. |
| Και τότες άλλο η Αθηνά, του Δία η κόρη, βρήκε. Φράζει άξαφνα και σταματάει κάθε άλλου ανέμου δρόμο, και τους προστάζει να σταθούν και να συχάσουν όλοι. |
385 | Και σήκωσε γοργό Βοριά να σπάση ομπρός το κύμα, ώσπου να ρθή στους Φαίακες, που το κουπί αγαπάνε, ξεφεύγοντας το θάνατο ο θεόμορφος Δυσσέας. |
| Εκεί θαλασσοπάλευε δυό νύχτες και δυό μέρες, κι ανέπαυα καταστροφή προμάντευε η ψυχή του. |
390 | Μα η ώρια Αυγή σαν έφερε το φώς της τρίτης μέρας, έπεσε τότες ο Βοριάς κι απλώθηκε γαλήνη· και ρίχνοντας καλή ματιά βλέπει τη γής κοντά του, καθώς τον ανασήκωνε θεόρατο ένα κύμα. Κι όπως στα τέκνα φαίνεται γλυκειά η ζωή γονιού τους, |
395 | που αρρώστια μακρινή τον τρώει πολύν καιρό στην κλίνη, και που σκληρά τον τυραννεί με πόνους κακή μοίρα, μα οι θεοί απ' τα βάσανα τον ακριβό τους σώνουν, έτσι γλυκειά φαινότανε της γής η πρασινάδα στον Οδυσσέα· και πάσκιζε ολοένα κολυμπώντας |
400 | να στήση πόδι απάς στη γής. Και πιο κοντά σαν ήταν, όσο να φτάση φωνητό, τότε άκουγε το χτύπο της θάλασσας που δέρνουνταν στα βράχια καταπάνω· γιατί βογκούσε στις στεριές το γιγαντένιο κύμα, ξεσπάνοντας τρομαχτικά κι αφρούς παντού σκορπώντας |
405 | τί μήτε αράγματα είχε εκεί, μήτε λιμιώνες είχε, μόνε ακρωτήρια δοντωτά, και βράχους και λιθάρια. Και του Οδυσσέα κόπηκαν τα γόνατα κι η ανάσα, και πικραμένος έλεγε μες στον αντρίκιο νου του· |
| «Αλλοίς μου, τώρα που τη γής να δώ βουλήθη ο Δίας ανόλπιστα, και που έφτασα να σκίσω τόσα βάθια, |
410 | να μην τυχαίνη πέρασμα απ' τη θάλασσα για να 'βγω, μόνε όλο βράχια κοφτερά, και γύρω τους το κύμα βροντάει, και πέτρα γλιστερή αποπάνωθε ορθοστέκει· βαθιά και τα νερά κοντά, και πάτημα δε βρίσκω, για να σταθώ κι από κακή να ξεγλυτώσω μοίρα. |
415 | Κι άν κάνω να 'βγω, φοβερό μπορεί να μου 'ρθη κύμα, και να με ρίξη σύγκορμο στα κοφτερά λιθάρια, και πάει του κάκου ο αγώνας μου. Μα άν πάλε κολυμπήσω παρέκει το γιαλό γιαλό, τάχα να βρώ κρυμμένες απόμερες ακρογιαλιές και θαλασσένιους κόρφους, ποιός ξέρει ά δε μ' άρπάξουνε και πάλε ανεμοζάλες, |
420 | και στα ψαράτα πέλαγα με σύρουν, κι άς στενάζω. Ή ά δε μου στείλη φοβερή θεριό θεός κανένας, απ' όσα θρέφει στα βαθιά η ξακουστή Αμφιτρίτη· τί ξέρω πως μ' αντιπαθάει της γής ο μέγας σείστης.» |
| Αυτά καθώς ανάδευε στο νου και στην ψυχή του, |
425 | κύμα τρανό τον πέταξε στο πετρωτό ακρογιάλι, και θα γδερνόταν, κι όλα του τα κόκκαλα θα σπάναν, ά δεν του φώτιζε το νου η θεά η γαλανομάτα. Μέ τα δυό χέρια αδράχνοντας την πέτρα, εκεί κρατιόταν, και βόγκαε ώσπου πέρασε το φοβερό το κύμα, |
430 | Έτσι το ξέφυγε, μα αυτό κυλώντας ξαναπίσω, τόνε χτυπάει, και πιο μακριά στα πέλαα τον τινάζει, Πώς μέσ' απ' το θαλάμι του χταπόδι σαν τραβιέται, πολλά πετράδια στα βυζιά των πλοκαμιών κολνάνε, έτσι έμειναν τα γδάρματα στις πέτρες κολλημένα |
435 | από τ' αντρίκια χέρια του· και τόνε σκέπασε όλο το μέγα κύμα. Κι εκειδά, πρί να 'ρθη το γραφτό του, θ' αφανιζότανε μεμιάς ο δόλιος Οδυσσέας, ά δεν τον καθοδήγευε η θεά η γαλανομάτα. Μέσ' από κύμα που με βουή πρός τη στεριά κυλιούνταν προβάλλοντας, κολύμπαε μπρός, τη γής κοιτώντας, ίσως |
440 | και βρή ακρογιάλι απόμερο και κόρφο θαλασσένιο. Μα σε ώριου στόμα ποταμού σαν ήρθε κολυμπώντας, λαμπρός εκεί του φάνηκε κι απάνεμος ο τόπος, με δίχως πέτρες. Τό ' νιωσε το ρέμα που κυλούσε, κι αμέσως προσευκήθηκε μες στην ψυχή του κι είπε· |
445 | «Άκου με, βασιλιά καλέ, και παρακαλεστέ μου, όποιος κι άν είσαι· σου έρχουμαι και σου προσπέφτω εσένα απ' τις φοβέρες φεύγοντας του Ποσειδώνα πέρα. Ως κι οι αθάνατοι οι θεοί με σεβασμό τιμούνε τον άντρα που πλανήθηκε και που 'ρχεται ομπροστά τους· έτσι κι εγώ στο γόνα σου προσπέφτω αποσταμένος. |
450 | Σπλαχνίσου με, και ικέτης σου παινιέμαι, βασιλιά μου.» |
| Κι αυτός το ρέμα κόβει ευτύς, και σταματάει το κύμα, κι απλώνει ομπρός του σιγαλιά, και τόνε σώζει στο έβγα του ποταμού· και λύγισε ο Δυσσέας τα γόνατά του, και τ' αντρειωμένα χέρια του, κομμένος απ' το κύμα. |
455 | Είχε πρησμένο το κορμί, κι ανάβρυζαν οι άρμες στο στόμα, στα ρουθούνια του· χωρίς μιλιά κι ανάσα και ναρκωμένος κοίτουνταν απ' τον πολύ τον κόπο. Μα πάλε σαν ξανάσανε και συμμαζώχτη ο νούς του, ξέλυσε αμέσως της θεάς το μαγικό μαγνάδι, |
460 | και μέσα στ' αρμυρά νερά του ποταμού τ' αφήκε. Κύμα μεγάλο το 'συρε στης θάλασσας το ρέμα, κι η θεά Ινώ το δέχτηκε γοργά στα δυό της χέρια· τότες αυτός αφήνει πια τον ποταμό, και πέφτει πάνω στα βούρλα, και ,φιλάει τη γής την καρποδότρα, και με βαρειά 'λεγε ψυχή μες στον αντρίκιο νου του· |
465 | «Αλλοίς μου, τί θα πάθω εδώ, και που θα καταντήσω ; Τή νύχτα την ανήσυχη στον ποταμό άν περάσω, η κακή πάχνη κι η ψιλή δροσιά μπορεί να σβήσουν ολότελα το πνέμα μου τ' αχνό και θολωμένο, τί αγέρι την αυγή ψυχρό φυσάει απ' το ποτάμι. |
470 | Στή ράχη πάλε άν ανεβώ, και στου δασιού τους ίσκιους, και μέσα στα πυκνά δεντριά άν πλαγιάσω, να ξεκάμω το σύγκρυο και την κούραση, κι ύπνος γλυκός με πάρη, θεριά φοβάμαι μη με βρούν και θύμα τους με κάμουν.» |
| Και αυτό να κάνη φάνηκε στο νου του πιο συφέρο· |
475 | σε δάσο γυροθώρητο που ηύρε σιμά στο ρέμα, μπήκε και χώθηκε σε δυό χαμόδεντρ' αποκάτω, που από μιά ρίζα βγαίνανε· ελιά 'τανε κι αγρίλι. Μήτ' οι ανέμοι οι σύνυγροι εκεί πέρα αγριοφυσούσαν, μήτε του ήλιου οι φωτερές αχτίδες κατεβαίναν, |
480 | μήτε βροχή τα πέρναγε· τόσο πυκνά πλεγμένα το 'να με τ' άλλο βρίσκουνταν· εκεί ο Δυσσέας τραβήχτη, και με τα χέρια στοίβαξε μεμιάς μεγάλη στρώση· γιατ' είχε φύλλα περισσά τριγύρω σκορπισμένα, που σώνανε και δυό και τρείς νομάτους να σκεπάσουν, |
485 | μα και χειμώνας να 'τανε με κρύο σα φαρμάκι. Τά είδε ο άντρας ο πολύπαθος, και χάρηκε η ψυχή του, και πλάγιασε στη μέση τους, κι έρριξε φύλλα πλήθος απάνω του. Σάν που δαυλό στη μαύρη στάχτη κρύβεις, μες σ' εξοχή παράμερη, που λείπουνε γειτόνοι, |
490 | και σώζεις σπόρο της φωτιάς, μην απ' αλλούθε ανάψης, έτσι ο Δυσσέας σκεπάστηκε με φύλλα· κι η Παλλάδα ύπνο στα μάτια του 'σταξε για να τον αλαφρώση απ' τη βαρειά την κούραση, τα βλέφαρα του κλειώντας. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου