Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Ομήρου Οδύσσεια υ

Τα προ της μνηστηροφονίας.


Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη
αναδημοσίευση από το  http://www.mikrosapoplous.gr/homer/odm20m.htm
Κι ο Οδυσσέας ο θεϊκός στο πρόσπιτο πλαγιάζει,
σε αδούλευτο βοδόπετσο, με απάνω του στρωμένες
προβιές περίσσιες των αρνιών που σφάζαν οι μνηστήρες.


Σκέπασμα τότες τού 'ριξε φλοκάτα η Ευρυνόμη.
5Εκεί αγρυπνούσε, κι όλεθρο κρυφομελέτα ο νους του
για τους μνηστήρες. Σύγκαιρα του παλατιού οι κοπέλες,
όσες αγκαλιαζόντουσαν μ' εκείνους, βγαίναν τώρα,
κι η μιά της άλλης με χαρές και γέλια συντυχαίναν.
Όμως εκείνου λύσσαζε στα σωθικά η καρδιά του,
10κι όλο το γύρναε μες στο νου και μέσα στην ψυχή του,
να ορμήση, και με θάνατο την καθεμιά να σβήση,
ή στο στερνό τους φίλημα ν' αφήση τους μνηστήρες·
κι ολοένα βόγγαε μέσαθε κι αλύχταε η καρδιά του.
Κι όπως η σκύλα, τα μικρά σα νοιάζεται κουτάβια,
15ξένο ά ματιάση, του αλυχτάει κι αμάχη του γυρεύει,
έτσι αλυχτούσε μέσα του, κακά τηρώντας έργα.
Και την καρδιά του μάλωνε τα στήθια του χτυπώντας·
     «Βάστα, καρδιά· χειρότερα δεινά βαστούσες τότες
που μού 'τρωγε ο αδάμαστος ο Κύκλωπας γενναίους
20συντρόφους, κι εσύ θάρρευες, ωσότου από το σπήλιο
που ο Χάρος σε φοβέριζε, σ' έφερ' η γνώση μου όξω.»
     Αυτά τα λόγια με θυμό λαλούσε στην καρδιά του,
κι άκουε εκείνη μέσαθε με υπομονή περίσσια.
Ως τόσο αυτός από τη μιά γυρνούσε κι απ' την άλλη.
25Και καθώς άνθρωπος κοιλιά γεμάτη πάχος κι αίμα,
στριφογυρίζει στη φωτιά που ανάβει και δε βλέπει
την ώρα να γοργοψηθή, παρόμοια κι αυτός γύρνα
μιά εδώ μιά εκεί, και σπούδαζε τον τρόπο να βαρέση
πολλούς οχτρούς αδιάντροπους, αυτός μονάχος όντας.
30Και τότες απ' τον ουρανό κατέβηκε η Παλλάδα
ομπρός του, κι έμοιαζε θνητής γυναίκας το κορμί της·
και στάθηκε απεπάνω του, και του είπε αυτά τα λόγια·
     «Πάλε αγρυπνάς, που πιο άμοιρος δε βρέθη στη γης άλλος ;
Νά δα, το σπίτι σου, και να, το ταίρι σου εκεί μέσα,
35και το παιδί σου, που όμοιο του ποιός δεν ποθεί πατέρας ;»
     Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Όλα σωστά κι αληθινά, θεά μου, όσα μου είπες·
μα εμένα τούτο μέσα μου μεταγυρνάει ο νους μου,
το πως τους παραδιάντροπους αυτούς ν' αγγίξω μόνος,
40που αυτοί 'ναι πάντα μαζωχτοί μες στα παλάτια εδαύτα.
Κι έν' άλλο μεγαλύτερο στα φρένα μου αναδεύω,
το Δία αν έχοντας βοηθό κι εσένανε τους σβήσω,
που θένα βρώ καταφυγή ; Στοχάσου το κι ετούτο».
     Και τότες του αποκρίθηκε η θεά η γαλανομάτα·
45«Καημένε, και στον πιο μικρό φίλο πιστεύουν όλοι,
πού 'ναι θνητός, και που πολλά να σοφιστή δεν έχει.
Μα εγώ 'μαι αθάνατη θεά, που όλο σε διαφεντεύω
σε κάθε αγώνα σου. Και να, τι εγώ σου φανερώνω·
πενήντα να μας έζωναν θνητών ανθρώπων λόχοι,
50το τέλος μας γυρεύοντας με πόλεμο να φέρουν,
ως κι εκεινώνε θά 'παιρνες εσύ τ' αρνιά και βόδια.
Άμε, κοιμήσου· είναι κακό να ολονυχτάς του κάκου
και ν' αγρυπνάς· τα πάθια σου να πάψουν δεν αργούνε.»
     Αυτά είπε, κι ύπνο τού 'χυσε πάς στα ματόφυλλά του,
55και τότες ξανανέβηκε στον Όλυμπο η Παλλάδα.
Κι ο ύπνος εκείνον έπιανε και τού 'παιρνε τις ένννιες·
μα η πολυστοχαζούμενη γυναίκα του ξυπνούσε,
και κάθιζε στο μαλακό κλινάρι και θρηνούσε.
Κι αφού η καρδιά της χόρτασε τα δάκρυα και το κλάμα,
60πρώτα στην Άρτεμη η λαμπρή γυναίκα προσευκιέται·
     «Χαριτωμένη μου Άρτεμη, κόρη του Δία, μακάρι
να μ' έτρωγε η σαΐτα σου χτυπώντας μου τα στήθη,
για ας μ' άρπαζε ολοάξαφνα κι ας μ' έφερνε ανεμούρα
στ' αχνά περάσματα, απ' εκεί στο ρέμα να με ρίξη
που καταπίσω τρέχοντας ο Ωκεανός προβάλλει.
65Και σαν που άνεμοι πήρανε τις κόρες του Παντάρου,
που τις αφήκαν οι θεοί πεντάρφανες, πανέρμες,
κι η Αφροδίτη πήρε τις και γλυκανάθρεψέ τις
με το κρασί, με το τυρί, με το γλυκό το μέλι,
70κι η Ήρα γνώση κι ομορφιά τις χάρισε περίσσια,
η Άρτεμη τ' ανάστημα, κι η Αθηνά την τέχνη
τις έμαθε να φτιάνουνε κάθε δουλειά πιδέξια,
κι η Αφροδίτη στις κορφές ως ν' ανεβή του Ολύμπου,
το Δία το βροντόχαρο για να παρακαλέση,—
75γιατί όλα τα κατέχει αυτός, και κάθε ανθρώπου ξέρει
τη μοίρα και την αμοιριά,—να δώση στις κοπέλες
του γάμου τις λαμπρές χαρές, τρέξαν οι Άρπυιες τότες,
κι αρπάξανε τις κοπελιές, στις μαύρες Ερινύες
τις φέραν και τις δώσανε, για να τις έχουν σκλάβες·
80έτσι ας μ' αφάνιζαν οι θεοί οι αθάνατοι κι εμένα,
κι ας με βαρούσε η Άρτεμη, που το Δυσσέα στο νου μου
θωρώντας, στου Άδη τα φριχτά να κατεβώ λημέρια,
και μήτε ανθρώπου ταπεινού ψυχή να μη γλυκάνω.
Όμως κι εκείνο υποφερτό· με κλάματα ολημέρα
να λυώνης κι όμως το βραδύ να σε σκεπάζη ο ύπνος,
85που πέφτει στα ματόφυλλα, και μονομιάς τα πάντα,
και τα καλά και τα κακά στη λησμοσύνη ρίχτει·
μα εμένα ως και ονείρατα κακά μου στέλνει η μοίρα.
Και πάλε ετούτη τη νυχτιά κάποιος στο πλάγι μου ήταν,
που τού 'μοιαζε σαν που ήτανε με το στρατό σαν κίνα,
90και χαίρομουν, τι αληθινό, κι όχι όνειρο το θάρρουν.»
     Αυτά είπε, κι η χρυσόθρονη φάνη στη γης Αυγούλα.
Αγρίκησε το θρήνο της ο θεϊκός Δυσσέας,
και συλλογιόταν κι έλεγε στο νου του πως εκείνη
τον ένιωσε, και πως σιμά στην κεφαλή του στάθη.
95Και τη φλοκάτα αρπάζοντας και τις προβιές, που μέσα
κοιμότανε, τ' απίθωσε πάς σε θρονί του πύργου·
και στην αυλή το βοδινό σαν έθεσε τομάρι,
στο Δία προσευκήθηκε με χέρια σηκωμένα·
     «Πατέρα Δία, αν στέργετε στον τόπο μου να φτάσω
από στεριές και θάλασσες, κατόπι τόσα πάθια,
100απ' όσους μέσα εκεί ξυπνούν, φωνή ας σηκώση κάποιος,
κι άλλο σημάδι ας μου φανή απ' έξωθε του Δία.»
     Αυτά είπε, και συνάκουσε την προσευκή του ο Δίας,
κι από τα νέφια τ' αψηλά του λαμπερού του Ολύμπου,
βρόντηξ' ευτύς, και χάρηκε ο μέγας Οδυσσέας.
105Κι από το σπίτι σήκωσε φωνή γυναίκα αλέστρα,
που εκεί σιμά βρισκόντουσαν του αφέντη της οι μύλοι,
και δώδεκα δουλεύανε γυναίκες, να τοιμάζουν
κριθάλευρα, σιτάλευρα, μεδούλι των ανθρώπων.
Οι άλλες σαν απάλεσαν, κοιμήθηκαν εκείνη
110όντας αδύναμη, άλεθε το μύλο της ακόμα,
μα ξάφνου στέκει και φωνή σηκώνει για σημάδι·
     «Δία Πατέρα, των θεών κι ανθρώπων βασιλέα,
τρανή βροντή απ' τον ουρανό τον κάτασπρο μας στέλνεις,
με δίχως σύννεφο· θεϊκό σημάδι σου μας δείχνεις.
115Ο λόγος που θα πω η φτωχή, βοήθα να μού 'βγη τώρα·
ας είναι πια η στερνή φορά που κάθουνται οι μνηστήρες
εδώ, και με πασίχαρο γλεντίζουν φαγοπότι·
αυτοί, που με την κούραση τα γόνατα μου κόψαν,
σαν άλεθα τ' αλεύρι τους, ας φάνε το στερνό τους.»
120     Και χάρηκε το μάντεμα και τη βροντή του Δία
ο Οδυσσέας, και τό ειδε πως θα γδικηθή τους φταίστες.
     Κι οι άλλες δούλες στα λαμπρά του Οδυσσέα παλάτια
μαζεύτηκαν, και στη γωνιά πήγαν φωτιά ν' ανάψουν.
Σηκώθη κι ο Τηλέμαχος, ο ισόθεος ο λεβέντης,
125και ντύθηκε· το κοφτερό σπαθί στον ώμο ζώνει,
τα ωραία δένει σάνταλα στα πόδια τα λαμπρά του,
παίρνει κοντάρι δυνατό με μύτη ακονισμένη·
και στο κατώφλι στάθηκε και στην Ευρύκλεια κρένει·
     «Κυρούλα, πως τιμήσατε τον ξένο αυτό στο σπίτι ;
130ή δίχως στρώμα και φαΐ και δίχως έννοια μνήσκει ;
Τί τέτοια 'ναι η μανούλα μου, μ' όλη τη γνώση πόχει·
του πιο χειρότερου θνητού κάθε τιμή του κάνει,
και τον καλύτερο άνθρωπο με καταφρόνια διώχνει.»
     Κι η φρόνιμη η Ευρύκλεια του απολογήθη κι είπε·
135«Παιδάκι μου, το φταίξιμο στον άφταιγο μη δίνης·
κρασί καθόταν κι έπινε όσο ήθελε, μα πείνα
δεν είχε πια να φάη θροφή· της τό 'πε που ρωτούσε.
Και για ύπνο και για πλάγιασμα σαν ήρθε η ώρα, εκείνη
τις δούλες τότες πρόσταξε κλινάρι να του στρώσουν,
140μα αυτός, σαν κάποιος έρημος και κακοπαθιασμένος,
δε δέχονταν σε στρώματα και χράμια να πλαγιάση,
μόνε σε βοδοτόμαρο και σε προβιές αρνιώνε
μέσα στο πρόσπιτο· κι εμείς του ρίξαμε φλοκάτα.»
     Αυτά είπε, κι ο Τηλέμαχος κρατώντας το κοντάρι,
145ξεκίνησε με δυό γοργά μαζί σκυλιά, και πήγε
στων ομορφόποδων Αχαιών τη συντυχιά να κάτση.
Κι η Ευρύκλεια, του Ώπα γέννημα, του γιού του Πεισινόρη,
τις παρακόρες φώναξε, η γριά η τιμημένη·
     «Σαλέψτε εσείς, το πάτωμα σκουπίστε και ραντίστε,
150και στα καλόφτιαστα θρονιά ρίξτε χαλιά πορφύρα·
κι εσείς οι άλλες, τα πολλά τραπέζια σφουγγαρίστε,
κροντήρια καθαρίζετε και δίκουπα ποτήρια·
στη βρύση τρέξτε οι άλλες σας νερό να κουβαλήστε·
γιατ' οι μνηστήρες δεν αργούν στο μέγαρο να φτάσουν,
155γλήγορα σμίγουν, και γιορτή θένα 'χουνε μεγάλη.»
     Είπε, κι εκείνες πρόθυμα τα λόγια της ακούσαν.
Είκοσι κόρες πήγανε στ' αχνού νερού τη βρύση,
κι οι άλλες μέσα δούλευαν με τα πιδέξια χέρια.
160Ήρθαν κατόπι, μπήκανε και των Αχαιών οι δούλοι,
κι έσκιζαν ξύλα τεχνικά. Και φτάνουν απ' τη βρύση
κι οι παρακόρες. Έφτασε κι ο Εύμαιος στον πύργο
με τρία, τα καλύτερα θρεφτάρια απ' το κοπάδι.
Τ' αφήκε αυτά στους όμορφους αυλόγυρους να βόσκουν,
165κι εκείνος γλυκομίλησε στον Οδυσσέα κι είπε·
     «Σε καλοβλέπουν άραγες, καλέ μου ξένε, τώρα,
ή ακόμα σε καταφρονούν στα μέγαρα, σαν πρώτα ;»
     Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και του κρένει·
«Στους θεούς να την πλερώσουνε την αδικιά τους, φίλε,
170αυτοί, που σ' άλλου σπιτικό παράνομα ασεβούνε
με τα έργα αυτά τους, κι η ντροπή πούθε αρχινάει δεν ξέρουν.»
     Αυτά λαλούσαν κι έλεγαν εκείνοι ανάμεσό τους.
Ως τόσο κι ο χοιροβοσκός Μελάνθιος ήρθε τότες
με δυό βοσκούς, και φέρνανε τα διαλεχτά τους γίδια,
175που σ' όλες τις γιδοκοπές για τους μνηστήρες τα είχε.
Κάτω από τη βουητερή την αίθουσα τα δένει,
και του Οδυσσέα πειραχτικά λαλώντας συντυχαίνει·
     «Ακόμα εδώ θα κάθεσαι και θα μας βασανίζης,
ώ ξένε, διακονεύοντας, και δε θα μας αφήσης ;
180Θαρρώ, δε χωριζόμαστε πια τώρα, δίχως πρώτα
να φας και μερικές γροθιές, τ' είσαι κακός ζητιάνος.
Έχουνε κι άλλα οι Αχαιοί για σένανε τραπέζια.»
     Δέ μίλησε ο πολύβουλος Δυσσέας, μόν' σωπώντας
την κεφαλή του κούνησε, κι είχε κακό στο νου του.
185     Και τρίτος ο πρωτοβοσκός Φιλοίτιος τότες ήρθε,
στέρφα δαμάλα φέρνοντας και γίδια στους μνηστήρες.
Απ' τη στεριά τα φέρανε περάτες, που κι ανθρώπους
ποκείθε πάντα προβοδούν σαν έρθουν και ζητήσουν.
Στη βουητερή την αίθουσα σαν τά 'δεσε αποκάτω,
190πήγε κι αυτός και στάθηκε στον Εύμαιο μπρος, και ρώτα·
     «Χοιροβοσκέ, ποιός είν' αυτός ο ξένος που μας ήρθε
μες στο παλάτι; Κι από ποιούς παινιέται πως γεννήθη ;
ποιά 'ναι η γενιά του, κι από ποιά ξεκίνησε πατρίδα;
ο δύσμοιρος· και φαίνεται σα βασιλέας στην όψη.
195Όμως κακό τους φέρνουνε οι θεοί τους πλανεμένους,
μιάς και τους κλώσουν συφορά, κι ας είναι βασιλιάδες.»
     Είπε, και τόνε ζύγωσε, και τού 'σφιξε το χέρι,
και φώναξέ του, κι είπε του με λόγια φτερωμένα·
     «Γειά σου, πατέρα ξένε μου, καλές να σού 'ρθουν μέρες
200καν ύστερα. Τώρα σε τρων περίσσια πάθια ακόμα.
Από το Δία πιο σκληρός άλλος θεός δεν είναι.
Για άντρες που εκείνος γέννησε, σπλαχνιά καμιά δε νιώθει,
μόνε σε φοβερά δεινά και βάσανα τους ρίχτει.
Ίδρωσα εγώ θωρώντας σε, τα μάτια μου δακρύσαν,
205με του Δυσσέα τη θύμηση, γιατί θαρρώ κι εκείνος
με τέτοια κουρελόπανα μέσα στον κόσμο τρέχει,
αν είναι ακόμα ζωντανός, και του ήλιου φως ά βλέπη.
Κι αν πέθανε, και βρίσκεται στον Άδη, αλλοίμονό μου,
που τον παράξιο μου έχασα τον Οδυσσέα, που μ' είχε
210πρώτο στα βόδια από μωρό στη γης των Κεφαλλήνων.
Γενήκαν τώρα αρίθμητα, κι άλλος βοσκός δε στάθη
δαμάλες πλατυκούταλες περσότερες να δείξη.
Τώρα σε ξένες προσταγές θροφή τις παραθέτω
ανθρώπων που του σπιτικού δε σέβουνται τ' αγόρι,
215μηδέ τρομάζουν των θεών την τιμωρία, μόν' θέλουν
να μοιραστούνε τα καλά του πλανημένου ρήγα.
Ως τόσο, μέσα μου συχνά το μεταγέρνει ο νους μου,
κακό αν δεν είναι, ενόσω ο γιός υπάρχει, αλλού να φύγω,
κοντά σε ξένους μένοντας μαζί με τις δαμάλες·
220μα ακόμα πιο χειρότερο να κάθουμαι, και ξένων
θνητών φυλάγοντας εδώ σφαχτά να τυραννιέμαι.
Από καιρό θα πρόσφευγα σ' άλλου μεγάλου ρήγα
παλάτι, τ' είναι αβάσταχτα τα τωρινά δεινά μου.
Μα ακόμα συλλογιέμαι τον το δύστυχο, ίσως κι έρθη
225ξάφνω από κάπου, και μεμιάς σκορπίση τους μνηστήρες.»
     Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος του απολογήθη κι είπε·
«Βοσκέ, που μήτε ασύστατος μήτε κακός δε μοιάζεις,
βλέπω κι εγώ τα φρένα σου πως τα φωτίζει η γνώση,
κι όρκο σου κάνω φοβερό, σ' εκείνο που σου κρένω·
230ο Δίας νά 'ναι μάρτυρας, το ξενικό τραπέζι,
κι ετούτη η στιά του θεόλαμπρου Δυσσέα που με δέχτη,
ακόμα εδώ θένα 'σαι εσύ, και θα γυρίση εκείνος·
και με τα μάτια σου θα δης, αν θέλης, τους μνηστήρες,
που τώρα εδώ σάς τυραννούν, να πέφτουν σκοτωμένοι.»
235     Και τότε του απαντάει και λέει ο πρώτος των βουκκόλων·
«Μακάρι αυτά του Κρόνου ο γιός να τα τελούσε, ώ ξένε,
και θά 'βλεπες τι δύναμη τα χέρια εδαύτα κρύβουν.»
     Παρόμοια σ' όλους τους θεούς κι ο Εύμαιος παρακάλειε,
να φέρουνε στο σπίτι του το γνωστικό Οδυσσέα.
240     Αυτά λαλούσαν κι έλεγαν εκείνοι ανάμεσό τους·
ως τόσο του Τηλέμαχου τοιμάζαν οι μνηστήρες
το τέλος και τη μοίρα του. Όμως ζερβά τους φάνη
αψηλοπέταχτος αϊτός κρατώντας περιστέρα.
Και τότ' ο Αμφίομος αυτά ξαγόρεψέ τους κι είπε·
245     «Δέ θα μας έβγη τυχερός αυτός, καλοί μου φίλοι,
ο φόνος του Τηλέμαχου. Το δείπνο ως τόσο ας δούμε».
     Αυτά 'λεγε ο Αμφίνομος, κι αρέσανε στους άλλους.
Και μπαίνοντας στα μέγαρα του θεϊκού Οδυσσέα,
απάνω σ' έδρες και θρονιά τις χλαίνες απιθώσαν,
250κι έσφαξαν πρόβατα τρανά, καλοθρεμμένα γίδια,
θρεφτάρια χοίρους και παχύ δαμάλι απ' το κοπάδι.
Κι αφού τα σπλάχνα ψήσανε τα μοίρασαν, και τότες
ανακατέψανε κρασί μες σ' όλα τα κροντήρια.
Ο χοιροτρόφος έδινε παντούθε τα ποτήρια,
ψωμί τους έφερνε ο καλός πρωτοβοσκός Φιλοίτιος
255με τα ποτήρια τα όμορφα, κι ο Μελανθέας κερνούσε.
Κι αυτοί άπλωναν τα χέρια τους στα καλοφάγια ομπρός τους.
     Με πονηριά ο Τηλέμαχος τον Οδυσσέα καθίζει
στο στέριο μέγαρο, σιμά στο λίθινο κατώφλι,
και τού 'βαλε κοινό σκαμνί και φτωχικό τραπέζι·
260σπλάχνα του δίνει μερτικό, και με χρυσό ποτήρι
κερνώντας τον, του μίλησε, κι αυτά τα λόγια του είπε·
     «Κάθου εσύ τώρα εδώ, κρασί να πίνης με τους άλλους,
κι απ' τώ μνηστήρων τις βρισιές και τους δαρμούς ατός μου
θα σε φυλάξω, τι κοινό δεν είν' αυτό το σπίτι,
265μόν' είναι του Οδυσσέα, κι αυτός για μένα τό 'χει χτήμα.
Κι εσείς, κρατιέστε από βρισιές και χτυπημούς, μνηστήρες,
σε ξαφνικά μην έρθουμε μαλώματα κι αμάχες.»
     Αυτά είπε, και δαγκάνοντας τ' αχείλι οι άντρες όλοι,
θαμάζαν του Τηλέμαχου τα ξέθαρρα τα λόγια.
270Κι ο Αντίνος, του Ευπείθη ο γιός χόλωσε τότες κι είπε·
     «Άν κι ο Τηλέμαχος πικρά μας είπε λόγια, ω φίλοι,
ας τα δεχτούμε· μας μιλάει με σοβαρή φοβέρα.
Ο Δίας δεν τό 'θελε· ειδεμή, στα μέγαρά του μέσα
θα τον σωπαίναμε, κι αυτός ας ζήταε να στριγγλίζη.»
275     Αυτά ο Αντίνος έλεγε, μα αδιαφορούσε εκείνος.
Και των θεών την ιερή κατοβοδιά απ' τη χώρα
κήρυκες φέρναν στο ισκιερό του Απόλλωνα το δάσος
που πλήθη μακρομάλληδων Αχαιώνε συναχτήκαν.
     Και σάνε ψήσαν κι έβγαλαν τ' απόξωθε κοψίδια,
280τα μοίρασαν, κι αρχίσανε τ' αρχοντικό τραπέζι.
Και του Δυσσέα βάλανε μερίδα οι δούλοι τότες
όση κι εκείνοι πέρνανε, καθώς παράγγειλέ τους
ο πολυαγαπημένος γιός του θεϊκού Οδυσσέα.
     Μα η Αθηνά δεν άφηνε τους θεότολμους μνηστήρες
285να παύουν την κακολογιά, για να πηγαίνη ο πόνος
βαθύτερα μες στην καρδιά του θεϊκού Οδυσσέα.
Κι ανάμεσό τους βρίσκουνταν αδικογνώστης άντρας,
που τ' όνομά του Χτήσιππος, και κατοικιά του η Σάμη·
στα πλούτια του τ' αρίθμητα πιστεύοντας, ζητούσε
290του Οδυσσέα τη σύγκλινη, του ξενοπλανημένου.
Εκείνος στους αγέρωχους μνηστήρες τότες είπε·
     «Ακούστε με το τι θα πω, ω θεότολμοι μνηστήρες·
καλή μερίδα δόθηκε, σαν πού 'πρεπε, του ξένου·
σωστό δεν ήτανε μαθές το δίκιο να στερούνται
295οι ξένοι του Τηλέμαχου που εδώ να ερθούν τυχαίνει.
Μα ας τον φιλέψω πια κι εγώ, και πάλε αυτός το δώρο
το δίνει της λουτράρισσας, ή καμιάς άλλης δούλας,
απ' όσες μέσα βρίσκουνται στου Οδυσσέα τους πύργους.»
     Είπε, και πόδι βοδινό τραβάει απ' το πανέρι,
300και το πετάει απάνω του. Μα ξέφυγε ο Δυσσέας
γυρνώντας το κεφάλι του, και μέσα του με πίκρα
γελώντας, και το κόκκαλο στο στέριον τοίχο πέφτει.
Τότες μ' οργή ο Τηλέμαχος του Χτήσιππου φωνάζει·
     «Καλά σου βγήκε, ω Χτήσιππε, κι ας το χαρή η ψυχή σου.
305Τον ξένο δεν τον βάρεσες, τι ο ίδιος του φυλάχτη·
αλλιώς, τα στήθια σου άνοιγα με κοφτερό κοντάρι.
Τότε ο πατέρας σου ταφή θα τοίμαζε αντίς γάμο
δώ μέσα· και γι' αυτό ασκημιές κανένας μες στο σπίτι
ας μη μου κάνη· τώρα πια νιώθω, και ξέρω ποιό 'ναι
310καλό στον κόσμο, ποιό κακό, τι πια μωρό δεν είμαι.
Καθόμαστε και βλέπουμε να σφάζουνται τ' αρνιά μας,
και το κρασί να πίνεται, και το ψωμί να φεύγη·
τι δύσκολό 'ναι τους πολλούς να τους μποδίζη ο ένας.
Όμως καιρός πια το άδικο κι η όχτρητα να πάψη.
315Κι αν να με θανατώσετε με το σπαθί ποθήτε,
καλύτερα εγώ τό 'θελα, κι ας μ' έπαιρνεν ο Χάρος,
παρά να βλέπω αδιάκοπα τέτοια έργα ντροπιασμένα,
τους ξένους μας να βρίζουνε, μα και τις παρακόρες
αδιάντροπα να σέρνουνε μες στα λαμπρά παλάτια.»
320     Αυτά είπε, κι όλοι σώπασαν κι αμίλητοι απομείναν
και τότες του Δαμάστορα ο Αγέλαος τους είπε·
     «Λόγος σωστός σαν ειπωθή, δεν πρέπει εμείς, ω φίλοι,
ενάντια να πηγαίνουμε με λόγια θυμωμένα.
Τον ξένο μην πειράζετε, μήτε κανέναν άλλον
325από τους δούλους πού 'ναι εδώ στου θεϊκού Οδυσσέα.
Ποθούσα του Τηλέμαχου και της καλής του μάνας
να πω ένα λόγο φιλικό, να τον δεχτούνε ά στέργουν.
Ελπίδα όση σάς έμνησκε στα βάθια της ψυχής σας,
νά 'ρθη ο Δυσσέας ο τρίξυπνος στο σπιτικό του πάλε,
330με δίκιο τον προσμένατε, και τους μνηστήρες όλους
στον πύργο τους κρατούσατε, που ήταν και πιο συφέρο,
ανίσως γύριζε άξαφνα στο σπίτι του ο Δυσσέας.
Μα τώρα πια ολοφάvεpo πως δε θα μας γυρίση.
Άμε λοιπό στη μάνα σου, συβούλεψέ την τώρα,
335να πάρη τον καλύτερο, και πιότερα όποιον δίνει,
κι εσύ για να τα χαίρεσαι τα πατρικά σου πλούτια,
κι εκείνη του άλλου της του αντρός το σπίτι να κοιτάζη.»
     Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γύρισε τότες κι είπε·
«Ναι μα το Δία, Αγέλαε, και μα τα πάθια εκείνου
340που από το Θιάκι μακριά πλανιέται για και χάθη,
ν' αργοπορήσω δε ζητώ το γάμο της μητέρας,
παρά όλο την παρακινώ να πάρη αυτόν που θέλει,
και δίνω δώρα αρίθμητα. Όμως να τήνε βγάλω
χωρίς να θέλη ντρέπουμαι, κι ο θεός να μην το δώση.»
345     Είπ' ο Τηλέμαχος· κι η θεά μες στους μνηστήρες γέλια
άσβηστα σήκωσε, κι ο νους του καθενός σκοτίστη.
Και τώρα αυτοί με απόξενα γελούσανε σαγόνια,
και κρέατα αιματόβρεχτα μασούσανε και τρώγαν·
δάκρυα τα μάτια τους πολλά γεμίζαν, κι η ψυχή τους
350προμάντεμα μοιρολογιού τους έφερνε μεγάλου.
Και τότες ο θεόμορφος Θεοκλύμενος τους είπε·
     «Άχ, τι μεγάλο, ω δύστυχοι, κακό μαθές σάς βρίσκει.
Νύχτα σάς ζώνει κεφαλή και πρόσωπο και γόνα·
άναψ' ο θρήνος, βρέχουνται τα μάγουλα με δάκρυα,
κι οι τοίχοι μ' αίμα βρέχουνται και τα ώρια μεσοδόκια·
355γέμισαν πρόθυρα κι αυλές με ίσκιους νεκρών που τρέχουν
μέσα στα σκότη, στο Έρεβος· και χάθηκε στα ουράνια·
ο ήλιος και γύρω απλώθηκε στον κόσμο μαύρη αντάρα.»
     Αυτά είπε, κι όλοι γέλασαν εκείνοι απ' την καρδιά τους
Κι αρχίζει του Πολύβου ο γιός ο Ευρύμαχος, και κρένει·
360     «Χαμένα τά 'χει ο νιόφερτος ο ξένος που μας ήρθε.
Μα γλήγορα απ' τα μέγαρα στείλτε τον έξω, ω νέοι,
στην αγορά να κατεβή, τι εδώ τη νύχτα βλέπει.»
     Κι ο θεόμορφος Θεοκλύμενος του απολογήθη κι είπε·
«Ευρύμαχε, οδηγούς εσύ δε θέλω να μου φέρης·
365έχω και μάτια εγώ, κι αυτιά, κι έχω τα δυό μου πόδια,
και γνώση είναι στα στήθια μου γερή κι ωριμασμένη.
Μ' αυτά θα πάω, γιατί κακό να σάς ζυγώνη νιώθω,
που ούτ' ένας δε θα δυνηθή μνηστήρας να ξεφύγη,
απ' όσους μες στα μέγαρα του θεϊκού Οδυσσέα
370τους άντρες βρίζουν, και φριχτές σοφίζουνται ανομίες.»
     Είπε, κι απ' τα καλόφτιαστα παλάτια βγήκε εκείνος,
και τράβηξε στου Πείραιου, που καλοδέχτηκέ τον.
Κι ένας τον άλλον όλοι τους κοιτώντας οι μνηστήρες,
κεντούσαν τον Τηλέμαχο, τους ξένους περγελώντας.
375Κι αυτά κάποιος αγέρωχος γύρισε κι είπε νέος·
     «Τηλέμαχε, άλλος σαν κι εσέ κακόξενος δεν είναι.
Κοίταξ' αυτόν τον βρώμικο τον κοσμογυριστή σου,
που όλο πεινάει κι όλο διψάει, και μήτ' από έργα ξέρει,
μήτ' από μάχες έμαθε· βάρος της γης αλήθεια.
380Άλλος σηκώθη πάλε εδώ το μάντη να σου κάμη.
Μα εμέν' ακούγοντας, πολύ περσότερο κερδίζεις·
μες σε καλό ας τους ρίξουμε πολύσκαρμο καράβι,
στη Σικελία για να σταλθούν, καλή τιμή να πιάσης.»
     Αυτά οι μνηστήρες λέγανε, μα αδιαφορούσ' εκείνος,
385και τον πατέρα του άφωνος τηρούσε, καρτερώντας
πότε θα πέση η χέρα του στους άτιμους μνηστήρες.
     Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη, του Ικάριου η θυγατέρα
αντίκρυ τους σαν έστησε το λαμπερό θρονί της,
ό,τι ο καθένας έλεγε στα μέγαρα αγρικούσε,
390με γέλια καθώς τοίμαζαν το γέμα τους εκείνοι,
το πλούσιο, το χαρούμενο, με τα πολλά σφαχτά του.
Μα άλλο τραπέζι πιο άχαρο δε γίνη, σαν το δείπνο
που έμελλε γλήγορα η θεά κι ο μέγας Οδυσσέας
να τους απλώση· γιατί αυτοί πρωτόκαμαν το κρίμα.

4 σχόλια:

  1. Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΛΑΒΕ ΤΕΛΟΣ

    Ολοκληρώσαμε την έρευνά μας σχετικά με την Ομηρική Ιθάκη, δηλαδή για τη θέση τη Ιθάκης που περιγράφεται στην Οδύσσεια.
    Εξετάσαμε τις εξής υποψήφιες περιοχές: Παξούς, Λευκάδα, Άσσο Κεφαλληνίας, σημερινή Ιθάκη (θα τη λέμε Θιάκι), Παλική Κεφαλληνίας και Πόρο Κεφαλληνίας, μέσα από ειδικές περιγραφές της Ιλιάδας και της Οδύσσειας και καταλήξαμε σε έξη σημεία, 1-6 του καταλόγου που ακολουθεί, με βάση τα οποία, οι περισσότερες είναι ασύμβατες με τις περιγραφές των Επών, πλην της Παλικής.
    Προσθέσαμε ακόμα τέσσερα στοιχεία (7-10), από τα οποία η Παλική, λόγω διαμόρφωσης, γεωλογικών χαρακτηριστικών και ονοματολογίας των λέξεων Ιθάκη και Παλείς, επιβεβαιώνει το προηγούμενο συμπέρασμα, δηλαδή ότι Ομηρική Ιθάκη είναι η Παλική Κεφαλληνίας.
    Αναλυτικά:
    Σχεδόν όλος ο κατάλογος αποκλείει τους Παξούς και ειδικά το σημείο που η Ιθάκη χρειάζεται μεγάλες εκτάσεις και χώρο όπου υπάρχει η δυνατότητα για κυνήγι ζαρκαδιού και αίγαγρου.
    Για τους περισσότερους λόγους και ειδικά τους 4 και 6, αποκλείεται ο Πόρος και εάν μάλιστα στο σφραγιδόλιθο δεν υπήρχε σκυλί, το οικόσημο του Οδυσσέα, αλλά λιοντάρι, αποκλείεται ΚΑΙ ο Τάφος να ήταν του Οδυσσέα.
    Το Θιάκι «κρατάει’ το όνομα εξ αιτίας της λανθασμένης αντίληψης ότι η Ομηρική Ιθάκη ήταν ‘’μικρός’’ χώρος. Οι αίγαγροι και τα ζαρκάδια του επιχειρήματος 5, αποδεικνύουν το αντίθετο. Επίσης οι ελάχιστοι μνηστήρες εξηγούνται άνετα από το ότι Ιθάκη είναι ‘’το σπίτι’’ του Τηλεμάχου, του Οδυσσέα και των αδίστακτων Αντίνοου και Ευρύμαχου. Ποιος άλλος θα μπορούσε να έχει τύχες μνηστείας; Συντριπτικό το 4, αλλά και τα υπόλοιπα επιχειρήματα.
    Αν και η Λευκάδα θυμίζει στο σχήμα την Παλική και έτσι μπορεί να αφομοιώσει Ομηρικές ιδιότητες, τα δυο πρώτα επιχειρήματα του καταλόγου και η ταύτιση της ίδια της Παλικής με τα τέσσερα τελευταία την εξουδετερώνουν, ΟΜΩΣ, έναντι των άλλων θεωριών, η Λευκάδα, παραμένει ακατάρριπτη.
    Η έκπληξη είναι ότι βρήκαμε λιγότερα επιχειρήματα εναντίον της Άσσου, αν και το 4 την αφαιρεί από μόνο του από τον κατάλογο των υποψηφίων.
    Ανακεφαλαίωση.
    Με βάση τα εξής επιχειρήματα καταρρίπτονται οι εξής θεωρίες:
    Άσσος: 8,9,10, υπό όρους 3 και κυρίως το 6
    Θιάκι: 3,8,9,10 και κυρίως τα 4 και 5.
    Λευκάδα: 7,8,9,10, υπό όρους 3 και 6 και κυρίως τα 1 και 2.
    Παξοί: 5,6,7,8.9.10, υπό όρους 3 και κυρίως τα 1 και 2.
    Πόρος: 7,8,9,10 και κυρίως τα 3, 4 και 6.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΤΑ ΔΕΚΑ ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗ ΛΥΣΗ:
    ΟΜΗΡΙΚΗ ΙΘΑΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΛΙΚΗ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ

    1. Η Ιθάκη που περιγράφεται στην Οδύσσεια είναι στο κεντρικό Ιόνιο, γιατί ο λαός του Οδυσσέα και που σαν αρχηγός τους οδήγησε στον πόλεμο της Τροίας, ήταν Κεφαλλονίτες. Ομήρου Ιλιάδα Β’ 631:
    «…Αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἦγε ΚΕΦΑΛΛΗΝΑΣ ΜΕΓΑΘΥΜΟΥΣ…»
    Επίσης ο Λαέρτης, πατέρας του Οδυσσέα ήταν ο άνακτας των Κεφαλλήνων σε προηγούμενο πόλεμο για την κατάληψη της Νηρίκου πόλεως, σημερινή Κράνη, μια γενιά πιο πριν. Ομήρου Οδύσσεια ω’ 377-378:
    «…οἷος Νήρικον εἷλον, ἐϋκτίμενον πτολίεθρον,
    ἀκτὴν ἠπείροιο, Κεφαλλήνεσσιν ἀνάσσων,…»
    Ο λαός των Κεφαλλήνων είχε βάση την κυρίως Κεφαλονιά, διότι η πλειοψηφία των ταφικών συμπλεγμάτων της Μυκηναϊκής εποχής και των αρχαιολογικών ευρημάτων βρίσκεται στην Κεφαλονιά και, εξουσίαζε Ζάκυνθο και Θιάκι.
    Με το επιχείρημα αυτό αποκλείεται Ομηρική Ιθάκη να είναι η Λευκάδα.
    2. Ενώπιον της Ομηρικής Ιθάκης είναι ένα μεγάλο βουνό, το Νήριτο, σημερινός Αίνος, τόσο εντυπωσιακό που ο Όμηρος το συνοδεύει με δυο επίθετα ‘’ εἰνοσίφυλλον, ἀριπρεπές’’=με σειόμενα φύλλα δένδρων, μεγαλοπρεπές .
    Ολόγυρά του ήταν εκτός της Ιθάκης, το Δουλίχιον και η Ζάκυνθος.
    Ομήρου Οδύσσεια ι’ 21-24:
    «…Ναιετάω δ᾿ Ἰθάκην εϋδείελον· ἐν δ᾿ ὂρος αὐτῇ
    Νήριτον εἰνοσίφυλλον, ἀριπρεπές· ἀμφὶ δὲ νῆσοι
    πολλαὶ ναιετάουσι μάλα σχεδὸν ἀλλήλῃσιν,
    Δουλίχιόν τε Σάμη τε καὶ ὑλήεσσα Ζάκυνθος….»
    Με το επιχείρημα αυτό αποκλείεται Ομηρική Ιθάκη να είναι η Λευκάδα.
    3. Από όλα τούτα, το πιο δυτικό είναι η Ιθάκη και γι’ αυτό πιο πριν τη λέει ‘’ Ἰθάκην εϋδείελον’’. Ομήρου Οδύσσεια ι’ 25-26:
    «…Αὐτὴ δε χθαμαλὴ πανυπερτάτη εἰν ἁλὶ κεῖται
    πρὸς ζόφον, αἱ δέ τ᾿ ἂνευθε πρὸς ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε,…»
    Και το τονίζει: Όλες οι άλλες υποψήφιες Ιθάκες είναι προς τον Ήλιο και σε αυτήν η ανατολή έρχεται αργότερα, αφού την κρύβει ο Αίνος !
    Και είναι χαμηλή, όπως η Παλική ενώπιον της υπόλοιπης Κεφαλονιάς.
    Με το επιχείρημα αυτό αποκλείεται κατηγορηματικά, Ομηρική Ιθάκη να είναι ο Πόρος και το Θιάκι, ενώ θα ήταν η Λευκάδα και η Άσσος αν γυρίζαμε τον χάρτη λίγο προς τα αριστερά...
    4. Τα υπόλοιπα νησιά, εκτός της Ιθάκης, ευρίσκονται ανάμεσα σε αυτήν και στην Ηλεία. Ομήρου Οδύσσεια φ’ 346-347:
    «οὔθ᾿ ὅσσοι ΚΡΑΝΑΗΝ Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν,
    οὔθ᾿ ὅσσοι νήσοισι πρὸς ΗΛΙΔΟΣ ΙΠΠΟΒΟΤΟΙΟ»
    Με το επιχείρημα αυτό αποκλείεται κατηγορηματικά, Ομηρική Ιθάκη να είναι ο Πόρος και το Θιάκι.
    5. Το σκυλί του Οδυσσέα ο Άργος, στα νιάτα του, κυνηγούσε όταν οι νέοι τον έβγαζαν για κυνήγι, εκτός από λαγούς, ζαρκάδια και αίγαγρους ! Τέτοια ζωντανά που να υπάρχουν στη σημερινή Ιθάκη, την οποία αυτό το επιχείρημα τη διαγράφει οριστικά από διεκδικητή της Ομηρικής Ιθάκης. Ομήρου Οδύσσεια ρ’ 294,295:
    «…Τὸν δὲ πάροιθεν ἀγίνεσκον νέοι ἄνδρες
    αἶγας ἐπ᾽ ἀγροτέρας ἠδὲ πρόκας ἠδὲ λαγωούς· ...»
    6. Από το δήμο Κεφαλλήνων πέρναγες στο δήμο Ιθάκης με απλές σχεδίες, όπως ο βουκόλος του Οδυσσέα, ο Φιλοίτιος, καθημερινά. Βουκόλος που από μικρός είχε τα κοπάδια του στο δήμο Κεφαλλήνων. Ομήρου Οδύσσεια υ’ 187, 209-210
    «…πορθμῆες δ᾽ ἄρα τούς γε διήγαγον,…»,
    «… ὤ μοι ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ὅς μ᾽ ἐπὶ βουσὶν
    εἷσ᾽ ἔτι τυτθὸν ἐόντα Κεφαλλήνων ἐνὶ δήμῳ….».
    Με το επιχείρημα αυτό καταργούνται οι θεωρίες της Άσσου και του Πόρου γιατί από την Κεφαλονιά στην Κεφαλονιά δεν περνάς με σχεδία. Η θεωρία της Λευκάδας καταργείται γιατί απέναντι είναι η Ακαρνανία και όχι ο δήμος Κεφαλλήνων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. 7. Το προς βορράν λιμάνι της Ομηρικής Ιθάκης κοιτάει ευθεία προς Σχερία των Φαιάκων, δηλαδή την Κέρκυρα. Οδύσσεια ν’ 114-115:
    «…ἠπείρῳ ἐπέκελσεν, ὅσον τ᾿ ἐπὶ ἥμισυ πάσης,
    σπερχομένη: τοῖον γὰρ ἐπείγετο χέρσ᾿ ἐρετάων…»
    Η κοκκομετρία της άμμου στην παραλία επέτρεψε να συρθεί το μισό στην στεριά με τη φόρα των κωπηλατών. Αυτό ισχύει μόνο στον Αθέρα Παλικής Κεφαλληνίας. Και ενώ οι Αφάλες στο Θιάκι και η Άσσος Ερύσσου Κεφαλληνίας προσομοιάζουν, οι θεωρίες του Πόρου και της Λευκάδας απορρίπτονται.
    8. Η απόσταση μεταξύ χοιρόμαντρας και παλατιού είναι περίπου 4 ώρες με τα πόδια από μονοπάτι ή 2,5 με γρήγορο περπάτημα από το δρόμο, όσο η διαδρομή μεταξύ Αθέρα και Λιβαδιού. Αυτό δεν μπορεί να ισχύει σε Ιθάκη άλλης θεωρίας πλην αυτής που θεμελίωσε ο Νίκος Λιβαδάς για την Κεφαλληνία και ειδικά την Παλική και προέκυψε από τη μελέτη της ραψωδίας π’ και το χρόνο που έκανε το πλοίο αφότου άφησε τον Τηλέμαχο στον Αθέρα, μέχρι να φτάσει στο λιμάνι της πόλης στο Λιβάδι, κάνοντας τον γύρο της Παλικής.
    9. Το όνομα Ιθάκη προέρχεται από τη λέξη ιθύς της Ομηρικής, που σημαίνει ευθύς. Αυτό πάει να πει ότι οι παραλίες της Ιθάκης θα πρέπει να αποτελούνται από ευθύγραμμες ακτογραμμές και βραχοσειρές έμπεδες στο πέρασμα του χρόνου, όπως τα Λέπεδα. Γι’ αυτό το όνομα Ιθάκη ταιριάζει καλύτερα στην Παλική, της οποίας η ανατολική ακτογραμμή είναι έτσι διαμορφωμένη από αρχαιοτάτων χρόνων.
    10. Το επίθετο που χρησιμοποιεί ο Όμηρος για την Αθηνά σε στιγμές που υποστηρίζει σκανδαλωδώς, ας πούμε σαν συντοπίτης, τους Οδυσσέα, Τηλέμαχο και Πηνελόπη, είναι το ΠΑΛΛΑΣ και γιαυτόν ακόμα τον λόγο, Ομηρική Ιθάκη είναι η Παλική Κεφαλληνίας.
    Άλλωστε Παλ-λάς σημαίνει παλλόμενος λίθος, δηλαδή Κουνό-πετρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Η Ιθάκη, όπως διαπιστώνεται από την Ιλιάδα και κυρίως την Οδύσσεια πρέπει να πληροί δεκαέξι προϋποθέσεις:
    1. Η Ιθάκη πρέπει να είναι στο κεντρικό Ιόνιο πέλαγος και να είναι μέρος της Αυτοκρατορίας του Οδυσσέα, του οποίου ο λαός είναι Κεφαλλήνες.
    2. Ενώπιον αυτής είναι ένα μεγάλο βουνό, το Νήριτο βαθύσκιωτο και μεγαλοπρεπές.
    3. Οι Ιθακήσιοι κατοικούν στο πιο δυτικό σημείο της Αυτοκρατορίας του Οδυσσέα, ο τόπος τους είναι χαμηλός και έχει όμορφα δειλινά.
    4. Τα υπόλοιπα νησιά του Οδυσσέα είναι πιο ανατολικά και βλέπουν προς τον ήλιο.
    5. Το σκυλί του Οδυσσέα ο Άργος κινείται σε μεγάλο χώρο και κυνηγά αίγαγρους και ζαρκάδια.
    6. Από το δήμο Κεφαλλήνων στο δήμο Ιθάκης περνάς με σχεδία, μαζί με αρνιά, κατσίκια και βόδια.
    7. Από τη Σχερία-Κέρκυρα οι Φαίακες φέρνουν τον Οδυσσέα σε παραλία με συμπαγή άμμο, που τη γνώριζαν από πριν κατευθείαν και το πλοίο, με τη φόρα των κωπηλατών βγαίνει το μισό στη στεριά.
    8. Η απόσταση μεταξύ χοιρόμαντρας και παλατιού είναι 4 ώρες από μονοπάτι και 2,5 ώρες από τον κανονικό δρόμο. Η Ιθάκη πρέπει να είναι μεγάλη γιατί το ίδιο δρομολόγιο με πλοίο διαρκεί από το πρωί μέχρι το απομεσήμερο.
    9. Η Ιθάκη πρέπει να έχει ευθύγραμμες ακτογραμμές, διότι η λέξη Ιθάκη προέρχεται από το ιθύς = ευθύς.
    10. Η Αθηνά όταν υποστηρίζει σκανδαλωδώς Οδυσσέα, Τηλέμαχο και Πηνελόπη έχει το επίθετο Παλ-λάς, λέξη που θυμίζει Παλική και κουνό-πετρα.
    11. Η μετάβαση στην Πύλο από την Ιθάκη διαρκεί μια νύχτα.
    Η επιστροφή από την Πύλο στην Ιθάκη διαρκεί μισή μέρα συν μια νύχτα. Άρα λαβαίνουν χώρα σε διαφορετικά λιμάνια που απέχουν μεταξύ τους μεγάλη απόσταση.
    12. Η Σχερία είναι ένας τόπος που απέχει από την Ιθάκη όσο περίπου η Θεσπρωτία, από όπου ξεκινάει ο δρόμος για το μαντείο της Δωδώνης. Άρα είναι η Κέρκυρα.
    13. Οι Τάφιοι είναι γείτονες με τους Ιθακησίους στο ίδιο νησί, αφού από εκεί πας πεζός στην Ιθάκη.
    14. Το νησί της Ιθάκης έχει πλούσιο υδροφόρο ορίζοντα, μεγάλη υδροφορία και τα ρυάκια της ρέουν όλο το χρόνο.
    15. Η Ιθάκη είναι τόπος σαν χερσόνησος που επικοινωνεί με μεγάλη στεριά από την οποία μπορείς να περάσεις εκεί πεζός με μεγάλη δυσκολία.
    16. Το καρτέρι των μνηστήρων για να σκοτώσουν τον Τηλέμαχο, όπως γυρίζει από την Πύλο στην Ιθάκη, γίνεται σε λιμάνια πίσω από βραχονησίδα μέσα σε πορθμό, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα σε Ομηρική Ιθάκη και Ομηρική Σάμη. Η βραχονησίδα πρέπει να είναι προς το μέρος της Ομηρικής Ιθάκης, ανάμεσά τους και εγγύς σε αυτήν, μεσσηγύς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή