| Κι απ' το λιμάνι πήρε αυτός βουνήσιο μονοπάτι σε δάσια μέσα, που η θεά του τό 'χε πη πως ζούσε ο πάγκαλος χοιροβοσκός που νοιάζουνταν το βιός του πιότερο απ' όλους που ο τρανός Δυσσέας είχε δικούς του.
|
5 | Τον βρήκε και καθότανε στα ξώθυρα μονάχος, μπρος σε μεγάλο αυλόγυρο αψηλόστεκο κι ωραίο, με δρόμο γύρω, που ίδιος του τον είχε εκεί φτιασμένο για του ξενιτεμένου του του αφεντικού τους χοίρους, δίχως να ξέρη η αφέντισσα κι ο γέρος ο Λαέρτης, |
10 | από βουνόπετρες συρτές, μ' αγριαπιδιές φραγμένο. Κι απόξω ορθόστησε πολλά παλούκια πυκνωμένα γύρω τριγύρω από ιδρυά καλά πελεκημένα· και χοιρομάντρες δώδεκα μες στην αυλή είχε χτίσει κοντά κοντά, κι η καθεμιά κλειούσε πενήντα μάνες |
15 | γουρούνες χαμοπλαγιαστές· τ' ασερνικά μαντρίζαν έξω, πολύ πιο λιγοστά· τι οι θεϊκοί οι μνηστήρες τα τρώγαν, κι ο χοιροβοσκός τους έφερνε ολοένα κι από 'να, το καλύτερο και πιο παχύ θρεφτάρι· |
20 | τρακόσα εξήντα αρσενικά του μνήσκανε μονάχα. Τέσσερεις σκύλοι σα θεριά ξενύχτιζαν κοντά τους, που ο πρώτος τώ χοιροβοσκών τους είχε αναθρεμμένους. Καινούργια εκείνος ταίριαζε στα πόδια του τσαρούχια, βόδινο κόβοντας πετσί καλοχρωματισμένο· |
25 | γυρίζαν οι άλλοι εδώ κι εκεί με τα χοιροκοπάδια, οι τρεις· τον τέταρτο ο βοσκός στη χώρα είχε σταλμένο, θρεφτάρι στους απόκοτους μνηστήρες για να φέρη, για να το σφάξουνε, να φαν και κρέας να χορτάσουν. |
| Και ξάφνω τα μαντρόσκυλα σαν είδαν το Δυσσέα, |
30 | του χύθηκαν γαυγίζοντας· τότες με γνώση χάμου κάθισε αυτός, μα τού 'πεσεν η ράβδα από το χέρι, κι εκεί θα κακοπάθαινε, στη στάνη του αποδίπλα, μα χούμιξε γοργόποδος ξοπίσω ο χοιροτρόφος στην ξώπορτα, και το πετσί του ξέφυγε απ' το χέρι. |
35 | Και τα σκυλιά του εδώ κι εκεί σα σκόρπισε με πέτρες και με φοβέρες, γύρισε κι αυτά είπε στον αφέντη· |
| «Ακόμα λίγο, κι άξαφνα σε ξέσκιζαν οι σκύλοι, κι απ' αφορμή σου, γέρο μου, πολύ θα ντροπιαζόμουν. Μα κι άλλα οι θεοί παθήματα και στεναγμούς μου δώκαν, |
40 | τι κάθουμαι και κλαίγω εδώ θεόμοιαστον αφέντη· κοιτάζω τα θρεφτάρια αυτά για να τα τρώνε οι ξένοι, κι εκείνος δίχως πόρεψη πλανιέται μερονύχτα σε χώρες μέσα αλλόγλωσσων ανθρώπων και λημέρια, ά ζη δα ακόμα κι αν θωρή του γήλιου τη λαμπράδα. |
45 | Μα έλα, γέρο, τώρα εσύ, κι ας πάμε στην καλύβα, κι από ψωμί κι από κρασί η καρδιά σου σα χορτάση, λες αποπούθε φάνηκες, και ποιά τα βάσανα σου.» |
| Είπε ο καλός χοιροβοσκός, και μέσα τόνε πήρε, και τού ' στρωσε δασιά κλαδιά μ' αγριογιδιού αποπάνω |
50 | προβιά τριχάτη και τρανή, που στρώμα του την είχε. Κι αυτός μ' εδαύτα χάρηκε, και φώναξέ τον κι είπε· |
| «Ο Δίας κι οι αθάνατοι θεοί ας σου δίνουν, ξένε, για το καλό σου δέξιμο, τα που ζητάει η καρδιά σου. » |
55 | Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες· « Μα κι από σένα πιο μικρός να ερχότανε, δε θά 'ταν, ώ ξένε μου, πρεπούμενο να μην τιμήσω ξένο· τ' είναι του Δία όλ' οι φτωχοί κι οι ξένοι· κι αρεστό 'ναι το λίγο που εμείς δίνουμε· νόμος αυτός τώ δούλων, |
60 | που τον καινούργιο αφέντη τους τόνε, φοβούνται πάντα. Τί τού 'κοψαν οι αθάνατοι το γυρισμό του εκείνου, που θα μ' αγάπαε γκαρδιακά και θά 'δινέ μου πλούτια, σπίτι και χτήμα και μαζί γυναίκα ζηλεμένη, κι όσα ο αφέντης ο καλός χαρίζει σε άνθρωπό του, |
65 | που καλοδούλεψε, κι ο θεός τα έργατά του αξαίνει, καθώς εμένα τα έργατα που κάνω αυτά μου αξαίνει. Ά γέραζε κι ο αφέντης μου δω πέρα, τι χαρά μου. Μα χάθηκε, που ας χάνουνταν η φύτρα της Ελένης αλάκερη, που αντρών ψυχές πλήθος γι' αυτή χαθήκαν· |
70 | γιατί για του Αγαμέμνονα τη χάρη κι αυτός πήγε στο Ίλιο τ' αλογάρικο, τους Τρώες να πολεμήση. » |
| Είπε, και στο χιτώνα του σφιχτόδεσε τη ζώνη, και προς τις μάντρες κίνησε, που ήταν κλεισμένοι χοίροι. Δυό πήρε και τους έσφαξε, κι απέ καψάλισε τους, |
75 | τους λιάνισε και πέρασε τα κρέατα στις σούβλες, και σαν καλοψηθήκανε τα φέρνει του Οδυσσέα, ολόζεστα με τα σουβλιά, και μ' άσπρο αλεύρι απάνω. Σμίγει και το μελόγλυκο κρασί μες στο καρδάρι, καθίζει αγνάντια, τον καλεί, κι αυτά του συντυχαίνει· |
80 | « Τρώγε από δούλου χοιρινό κρεάσι τώρα, ώ ξένε· τα παχουλά θρεφτάρια μας τα χαίρουνται οι μνηστήρες, που μέσα τους είναι άσπλαχνη κι αθεόφοβη η ψυχή τους. Μα τ' άνομα οι μακαριστοί θεοί δεν τ' αγαπάνε, παρά τα δίκια και καλά τιμούν καμώματά μας. |
85 | Κι αν κακοπράχτες κι άτιμοι πατήσουνε γης ξένη, και λάφυρα ν' αρπάξουνε τους βοηθήση ο Δίας, το πλοίο φορτώνουν, και γοργά στον τόπο τους γυρνούνε, τι την ψυχή τους τυραννεί θεϊκής οργής τρομάρα. Μα ετούτοι από θεού φωνή θ' ακούσαν και θα μάθαν |
90 | το μαύρο τέλος του επειδής δεν προξενεύουν δίκια, μήτε γυρνούν στα σπίτια τους, μόν' κάθουνται και τρώνε, τα πλούτια μας μ' αδιαντροπιά χωρίς να τα λυπούνται. Τί κάθε μέρα και νυχτιά που μας χαρίζει ο Δίας, ένα σφαχτό δε σφάζουνε, και μήτε δυό μονάχα· |
95 | ατέλειωτα και το κρασί τραβούν και το ρουφάνε, γιατ' είχε βιός αρίφνητο, κι όσο κανένας άλλος δεν είχε στη μαυροστεριά μηδέ στο Θιάκι μέσα. Είκοσι αρχόντοι μαζωχτοί δεν έχουν τόσα πλούτια· να σ' τα μετρήσω. Δώδεκα κοπές βοδιώνε κείθε· |
100 | κι είναι άλλες τόσες πρόβατα, κι ακόμα τόσες χοίροι· γίδια κοπάδια δώδεκα, απλωτά, που οι πιστικοί του τα βόσκουν και τα νοιάζουνται, και ξένοι και δικοί του. Κι εδώ, στην άκρη του νησιού, γιδιών κοπάδια βόσκουν έντεκα, και καλόβουλοι τα σαλαγάνε ανθρώποι. |
105 | Καθεμερνά καθένας τους θα φέρη στους μνηστήρες από τα γίδια τα παχιά το πιο καλό που βρίσκει. Εγώ φυλάω και νοιάζουμαι τους χοίρους εδώ ετούτους, και πάντα τον καλύτερο διαλέγω και τους στέλνω. » |
| Είπε· κι εκείνος αρπαχτά τρωγόπινε σωπώντας, |
110 | και μέσα του κρυφόπλεχνε κακό για τους μνηστήρες. Και σάνε καλοδείπνησε και φράνθηκε η καρδιά του, ο άλλος το ποτήρι του που για πιοτό κρατούσε, κρασί γεμάτο τού 'δωσε, κι αυτός το καλοδέχτη, και φώναξέ του κι είπε του με λόγια φτερωμένα· |
115 | « Φίλε, και ποιός σ' αγόρασε με βιός δικό του εσένα, μεγάλος και βαθιόπλουτος, καθώς τον παρασταίνεις, και λες για του Αγαμέμνονα τη χάρη θά 'χη πέσει ; Πές μου, μην τόνε γνώρισα ποιός ήταν· γιατί ο Δίας κι οι άλλοι θεοί θα ξέρουν αν τον είδα κι εδώ φέρνω |
120 | μαντάτα του· τι γύρισα μέρη πολλά στον κόσμο.» |
| Κι ο πρώτος τώ χοιροβοσκών απάντησε και του πε, « Μήδ' η γυναίκα μήτε ο γιός, ώ γέρο, δεν ακούγει τον ταξιδιώτη που έρχεται και λέει μαντάτα φέρνει· πολλοί πλανιούνται κι έρχουνται για λίγη πόρεψή τους, |
125 | μα τους γελούν με ψέματα και κρύβουν την αλήθεια. Αν τύχη κοσμογυριστής και φτάση εδώ στο Θιάκι, έρχεται, λόγια πλανερά στη δέσποινα μου κρένει, κι αυτή τον καλοδέχεται, κι όλα ζητάει να μάθη, χύνοντας δάκρυα περισσά, σαν πού 'ναι το συνήθειο |
130 | κάθε γυναίκας που άντρα της στα ξένα έχει χαμένο. Έτσι κι εσύ θα σκάρωνες, ώ γέρο, παραμύθια, σ' όποιον χλαμύδα σού 'δινε να βάλης και χιτώνα. Ως τόσο εκειού θα τού 'γδαραν τα κόκκαλά του οι σκύλοι και τα όρνια τα γοργόφτερα, και τέλειωσε η ζωή του· |
135 | ή ψάρια τόνε φάγανε στη θάλασσα, και τώρα τα κόκκαλά του στη στεριά κοίτουνται μες στους άμμους. Χάθηκ' εκείνος, και σ' εμάς τους φίλους μα σ' εμένα ακόμα πιότερο άφησε της στέρησης τον πόνο· τι τέτοιο αφέντη πάγκαλο δε θά 'βρω όπου κι αν πάω, |
140 | μήτε στης μάνας μου ξανά και στου κυρού ά γυρίσω το σπίτι που γεννήθηκα, και μ' έθρεψαν εκείνοι. Μήτε για κείνους τόσο εγώ δε θά 'κλαιγα, κι ας θέλω να τους χαρούν τα μάτια μου στην ποθητή πατρίδα· μα του Οδυσσέα που χάθηκε με συνεπαίρνει ο πόθος. |
145 | Πού τ' όνομά του ντρέπουμαι να πω, κι ας λείπη, ώ ξένε, τι μ' αγαπούσε ολόψυχα και με πονούσε εκείνος· φίλο αδερφό τον κράζω εγώ, κι ας βρίσκεται μακριά μου.» |
| Τότες του λάλησε ο τρανός, πολύπαθος Δυσσέας· «Φίλε, που αρνιέσαι ολότελα να πης πως θα ξανάρθη |
150 | εκείνος πάλε, κι άπιστος ολοένα μένει ο νους σου, εγώ του βρόντου δε μιλώ, παρά σου λέω με όρκο, πως ο Δυσσέας έρχεται· κι όσο για συχαρίκια, ευτύς που στα παλάτια του ο αφέντης σου πατήση, με ώρια χλαμύδα και καλό χιτώνα θα με ντύσης· |
155 | πριν όμως δεν τα δέχουμαι, πολλή κι αν τά 'χω ανάγκη· τι όσο εγώ σιχαίνουμαι τις μαύρες πόρτες του Άδη, τόσο κι εκείνον που ψευτιές σοφίζεται από φτώχεια. Ο Δίας νά 'ναι μάρτυρας, το ξενικό τραπέζι, κι ετούτη η στιά του θεόλαμπρου Οδυσσέα που με δέχτη, |
160 | πως όλ' αυτά θα τελεστούν καθώς εγώ τα λέγω. Μέσα στο χρόνο αυτόν εδώ θα φτάση ο Οδυσσέας. Τούτος ο μήνας άμα βγη, κι άμα πατήση ο άλλος, θα ρθή πάλε στο σπίτι του, και θα παιδέψη εκείνους που βρίζουν τη γυναίκα του και το χρυσό του γιόκα. » |
165 | Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης, κι είπες· «Μήτε σου δίνω εγώ ποτές τα συχαρίκια, ώ γέρο, και μήτε ο Οδυσσέας θα ρθή στο σπίτι του· μόν' πίνε ήσυχα εσύ, και πίνοντας άλλη κουβέντα ας βρούμε, κι αυτά μη μου θυμίζης τα, γιατί πονεί η καρδιά μου |
170 | σα μου θυμίζουν άξαφνα το δοξαστό μου αφέντη. Και τώρα ας τον αφήσουμε τον όρκο, αν και μακάρι νά 'ρθη ο Δυσσέας, καθώς κι εγώ ποθώ κι η Πηνελόπη, κι ο θεόμοιαστος Τηλέμαχος κι ο γέρος ο Λαέρτης. |
| Ως τόσο τον Τηλέμαχο, το τέκνο του Οδυσσέα, |
175 | τον πικροκλαίω, που οι θεοί τον θρέψαν σα βλαστάρι, κι είπα, δε θά 'βγη πιο αχαμνός απ' το λαμπρό γονιό του, τον ξακουστό στην ομορφιά και στο κορμί, μα τώρα κάποιος θνητός ή αθάνατος του θάμπωσε τα φρένα·, στην ώρια Πύλο τράβηξε ν' ακούση του γονιού του |
180 | μαντάτα. Κι οι καμαρωτοί μνηστήρες τού 'χουν στήσει καρτέρι πάς στο γυρισμό, για να χαθή το γένος και τ' όνομα του ισόθεου του Αρκείσιου απ' το Θιάκι. Μα ας τον αφήσουμε, ή πιαστή απ' αυτούς, ή και γλυτώση, σα βάλη ο Δίας το χέρι του και τόνε διαφεντέψη. |
185 | Μόνε έλα, γέρο, κι όλα σου δηγήσου μου τα πάθια· πες μου κι ετούτο ξάστερα· ποιός είσαι, κι αποπούθε; ποιοί 'ν' οι γονιοί σου, ο τόπος σου; με τι καράβι φάνης ; οι ναύτες πως σε φέρανε στο Θιάκι ; ποιοί παινιένται πως είναι ; τι θαρρώ πεζός εδώ δε μας ορίζεις.» |
190 | |
| Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος του απολογήθη κι είπε· «Όλα σωστά κι αληθινά θα σου τα πω εγώ τούτα. Και νά 'χαμε για κάμποσον καιρό μες στην καλύβα φαΐ και γλυκερό κρασί, και καλοκαθισμένοι |
195 | να τρώγαμε, να πίναμε, κι οι άλλοι να δουλεύαν, θα σου μιλούσα αλάκερο το χρόνο δίχως κόπο, και πάλε δε θα τέλειωνα τα πάθια της ψυχής μου, όσα από θέλημα θεών σωρός μου μαζωχτήκαν. Απ' την απλόχωρη βαστάει η φύτρα μου την Κρήτη, |
200 | και πλούσιου ανθρώπου είμαι παιδί· κι άλλους πολλούς στο σπίτι γέννησε γιούς κι ανάθρεψε με τη στεφανωτή του, μα εμένα εκεί με γέννησε σκλάβα αγαπητικιά του. Όμως σαν τ' άλλα του παιδιά κι εμένα με τιμούσε, ο Κάστορας του Ύλακα· θρέμμα του εγώ παινιέμαι, |
205 | που τόνε λάτρευε σα θεό στην Κρήτη ο κόσμος όλος, τι πλούτια και καλοτυχιά και ξακουστά είχε τέκνα. Μα του θανάτου οι δαίμονες στον Άδη σαν τον πήγαν, τα παλληκάρια του το βιός μοιράστηκαν με κλήρους, κι εμένα λίγο μερτικό μου αφήκαν, κι ένα σπίτι. |
210 | Κόρη γονιών μυριόπλουτων πήρα γυναίκα τότες, από δική μου λεβεντιά, γιατί άναντρος δεν ήμουν μήτε ανωφέλευτος εγώ· τώρα μου λείψαν όλα. Μα κι απ' την καλαμιά θαρρώ που βλέπεις, θα με νιώσης, |
215 | τι ήμουν πριχού με ζώσουνε τα βάσανα κι οι πόνοι. Θάρρος και τόλμη η Αθηνά κι ο Άρης μου χαρίσαν, που ασκέρια ομπρός μου σπάζανε· σαν έπαιρνα μαζί μου παλληκαράδες διαλεχτούς, και στήναμε καρτέρι, μεγάλο πλέχνοντας κακό του οχτρού, η αντρειωμένη |
220 | ψυχή μου τότες θάνατο δε λόγιαζε ομπροστά της, μόν' πρώτος πρώτος χούμιζα, κι όποιος οχτρός δε μπόρειε να με ξεφύγη, τού 'παιρνα τη ζωή με το κοντάρι. |
| Τέτοιος εγώ στον πόλεμο· δε μ' άρεζαν χωράφια και σπιτικά, που συνηθούν λαμπρά παιδιά να θρέφουν, μόνε όλο πλοία με τα κουπιά λαχτάραγε η καρδιά μου, |
225 | πολέμους, και καλόξεστα κοντάρια και σαγίτες, κακά, που φόβο σε αλλονούς κι ανατριχίλα δίνουν. Μα πάλε, τα όσα μού 'βαζε ο θεός στο νου αγαπούσα· τι άλλα ο ένας κυνηγάει, κι άλλα ζητάει ο άλλος. Και πριν ακόμα οι Αχαιοί πατήσουνε στην Τροία, |
230 | εννιά φορές εγώ αρχηγός με τα καράβια βγήκα σε ξένους τόπους, και πολλά μάζευα τότες πλούτια. Διάλεγα μέρος, και πολλά μου πέφταν και στον κλήρο. Μεγάλωσε κι αρχόντηνε μεμιάς το σπιτικό μου, κι όλοι την Κρήτη μ' έβλεπαν με σεβασμό και φόβο. |
235 | Μα σα στοχάστη ο βροντηχτής ο Δίας το ταξίδι το τρομερό, που αρίθμητους αφάνισε λεβέντες, εμένα και τον ξακουστό Ιδομενέα προστάξαν να πάμε οι δυό μας αρχηγοί στο Ίλιο με τα πλοία. Δεν ήταν τρόπος ν' αρνηθώ· βαρύς του λαού ο λόγος. |
240 | Χρόνους εννιά χτυπιούμασταν Αχαιοί με Τρωαδίτες, στους δέκα χρόνους, πήραμε τη χώρα του Πριάμου· όμως στο γυρισμό θεός μας σκόρπισε τα πλοία, κι εμένα ο Δίας συφορές του δόλιου μελετούσε· τι μόλις μήνα χάρηκα παιδιά, γυναίκα, πλούτια, |
245 | και πόθος μού 'ρθε στην καρδιά καράβια ν' αρματώσω, και με συντρόφους διαλεχτούς στην Αίγυπτο να σύρω. Εννιά καράβια αρμάτωσα, και τρέξαν μέσα κόσμος, Έξι μερόνυχτα οι καλοί συντρόφοι τρωγοπίναν, |
250 | και τότε εγώ τους έδινα παχιά σφαχτά ολοένα, να θυσιάζουνε στους θεούς, να γεύουνται κι ατοί τους. Έβδομη μέρα, απ' την πλατειά την Κρήτη ξεκινώντας με δυνατό καλό Βοριά αρμενίζαμε στα πρύμα, που ρέμα λες μας έσερνε· μήτ' ένα απ' τα καράβια |
255 | δεν έπαθε, μόν' άβλαβοι καθόμασταν, κι εκείνα τα πήγαινε ίσια ο άνεμος μαζί με τους ποδότες, Σε μέρες πέντε φτάσαμε στου ποταμού του Αιγύπτου το καλό ρέμα· και άραξα τα δίπλωρα καράβια. Πρόσταξα τότες τους καλούς συντρόφους μου να μείνουν |
260 | αυτού, πλάϊ στα καράβια τους, για να τα διαφεντεύουν, κι έστειλα βίγλες να τηρούν απ' τις κορφές τριγύρω· μα εκείνοι ξεπαρθήκανε κι όπου ήθελαν τραβήξαν· των Αιγυπτίων κουρσέψανε τα ολόμορφα χωράφια, και παίρναν γυναικόπαιδα, χαλνούσανε τους άντρες. |
265 | Κι ήρθε ως τη χώρα το βουητό, κι ακούν αυτοί και τρέχουν σαν έφεξε· και γέμισε πεζούρα και καβάλα όλος ο κάμπος, κι άστραφτε ο χαλκός· κι ο βροντοχάρης ο Δίας στους συντρόφους μου ρίχνει κακή φευγάλα, κι ένας δεν κόταε να σταθή κι οχτρό του ν' αντικρύση, |
270 | γιατί παντούθε αφανισμός κακός τους είχε ζώσει. Τότες πολλούς μου σκότωσαν τα κοφτερά σπαθιά τους, κι άλλους τους πιάσαν ζωντανούς και στη σκλαβιά τους ρίξαν. Ως τόσο αυτό το στοχασμό μου φέρνει ο Δίας στο νου μου, αν και μακάρι ο θάνατος να μ' εύρισκε εκεί πέρα, |
275 | τι κι άλλα με προσμένανε παθήματα κατόπι. Βγάζω και θέτω καταγής το κράνος, την ασπίδα, και το κοντάρι, κι αντικρύ στου βασιλέα τ' αμάξι πηγαίνοντας, προσπέφτω του, φιλώ τα γόνατά του· κι εκείνος με σπλαχνίστηκε, με κάθισε στ' αμάξι, |
280 | και μέσα στα παλάτια του με πήρε δακρυσμένο. Πολλοί με τα κοντάρια τους χυνόντανε αφρισμένοι, για να με κόψουνε, μα αυτός αλάργα τους κρατούσε· φοβότανε τη μάνητα του Δία του ξενοσώστη, που τα έργα τα παράνομα τά 'χει σε μέγα μίσος. |
285 | Έμεινα εκεί χρόνους εφτά, και τότε από τους ντόπιους μάζεψα πλούτια αρίφνητα, γιατί όλοι τους μου δίναν. Σαν έγιναν τα χρόνια οχτώ, τότε ήρθε κάποιος άντρας απ' τη Φοινίκη, μάστορης στο ψέμα και στο δόλο, κι αχόρταγος, που πάμπολλους είχε αδικήσει ανθρώπους. |
290 | Εκείνος με κατάπεισε να πάμε στη Φοινίκη, που βρίσκονταν τα σπίτια του και τ' άλλα χτήματά του, Έμεινα χρόνο αλάκερο μαζί του στη Φοινίκη. Μα οι μήνες σάνε διάβηκαν κι οι μέρες σαν τελειώσαν, κι ο χρόνος σάνε γύρισε κι οι εποχές ξανάρθαν, |
295 | με πελαγόδρομο σκαρί με παίρνει στη Λιβύα, με απάτη, τάχα το φορτιό μαζί του για να φέρω, μα με σκοπό, σαν πάω εκεί να μ' ακριβοπουλήση. Τον ένιωσα, μα ανέβηκα στο πλοίο του απ' ανάγκη. Με δυνατό καλό βοριά τραβούσε του πελάγου |
300 | πέρ' απ' την Κρήτη· χαλασμό τους μελετούσε ο Δίας. Την Κρήτη σαν αφήσαμε, κι άλλη στεριά τριγύρω δε φαίνονταν, παρά ουρανός και θάλασσα παντούθε, σύννεφο μαύρο απάνω μας του Κρόνου ο γιός απλώνει, που θεοσκότεινα έγιναν τα πέλαγα αποκάτου. |
305 | Τότες ο Δίας βρόντηξε, και με τ' αστροπελέκι χτυπάει το πλοίο, κι ολόβολο τ' αναποδογυρίζει γεμάτο θειάφι· πέφτουνε στη θάλασσα οι συντρόφοι, γύρω στο μαυροκάραβο γυρνώντας σαν κουρούνες και χέρι θεού τους έκοβε του γυρισμού τη γλύκα. |
310 | Μα εμένα του πολύπαθου τετράψηλο κατάρτι μου βάζει απ' το μαυρόπλωρο καράβι ο γιός του Κρόνου στα χέρια, από τη συφορά για να γλυτώσω εκείνη. Τ' αγκάλιασα, και μ' έπαιρναν οι λυσσασμένοι ανέμοι. Μέρες εννιά πλανιόμουνα, τη δέκατη τη νύχτα |
315 | μεγάλο κύμα μ' έρριξε στων Θεσπρωτών τη χώρα. Εκεί με δέχτη ο Φείδωνας ο ρήγας, δίχως λύτρα τι ο γιός του, που με πρόφτασε απ' το κρύο κι απ' τον κόπο κατακομμένο μ' έφερε στο πατρικό παλάτι, κι ο ρήγας τότες μ' έντυσε χλαμύδα και χιτώνα. |
320 | Για το Δυσσέα έμαθα εκεί, τι μού 'λεγε κι ο ίδιος πως τόνε δέχτη φιλικά, στον τόπο του σα γύρνα· και μού 'δειξε όσους θησαυρούς είχε ο Δυσσέας συνάξει, χαλκό, χρυσάφι, σίδερο με τέχνη δουλεμένο, |
325 | που σώναν και τη δέκατη να θρέψουνε γενιά του· τόσα του μένανε καλά στου βασιλέα τα σπίτια. Και στη Δωδώνη μού 'λεγε πως είχε αυτός περάσει, απ' τ' αψηλόκορφο το ιδρύ το θέλημα του Δία ν' ακούση πως θα ξαναρθή στο πλούσιο το νησί του, |
330 | κρυφά μαθές ή φανερά, τόσον καιρό που λείπει. Και μες στο σπίτι στάζοντας μου ορκίστη πως το πλοίο ήταν ριγμένο, κι έτοιμοι στεκόνταν οι συντρόφοι, στη γης να τόνε φέρουνε της ποθητής πατρίδας. Εμένα όμως πρωτόστειλε, γιατ' έτυχε καράβι |
335 | Θεσπρωτικό να ξεκινάη στο καρπερό Δουλίχι. Στο βασιλέα τον Άκαστο τους είπε να με φέρουν, μα αυτοί κακά βουλεύτηκαν, για να τραβήξω κι άλλα παθήματα και συφορές· κι απ' τη στεριά σα βγήκε πολύ ανοιχτά το πλεούμενο, σοφίστηκαν να βρούνε |
340 | τον τρόπο να με ρίξουνε μες στης σκλαβιάς τα πάθια. Μού βγάλαν τη χλαμύδα μου, μου βγάλαν το χιτώνα, κι άλλο παλιό με ντύσανε κουρέλι και χιτώνα, αυτά εδώ τα παλιόρουχα που βλέπεις κι έχω τώρα· και προς το βράδυ φτάσανε στο ξάστερο το Θιάκι. |
345 | Σφιχτά μες στο καλόθρονο σα μ' έδεσαν καράβι, και με σκοινί πολύστρεφτο, πηδήξανε με βιάση στη γης, και καλοκάθισαν να φάνε στ' ακρογιάλι. Ως τόσο γλήγορα οι θεοί μου ξέλυσαν τον κόμπο, κι εγώ με το παλιόρουχο σκεπάζοντας την όψη, |
350 | απ' το καλοπελέκητο κατέβηκα τιμόνι, πάνω στη θάλασσα έρριξα το στήθος, και τα χέρια απλώνοντας κολυμπητά βγαίνω στη γης, και τρέχω κι ανάμερα τους κρύβουμαι στα φυλλωτά τα δάσια. Του κάκου γύριζαν αυτοί και δυνατά φωνάζαν. |
355 | μα δεν το κρίνανε καλό παρέκει να ζητήσουν, και γύρισαν και μπήκανε στο βαθουλό καράβι· κι έτσ' οι θεοί με κρύψανε καλά και δίχως κόπο, και στην αυλή με φέρανε φρόνιμου ανθρώπου. Βλέπεις, ακόμα είναι της μοίρας μου στον κόσμο αυτόν να ζήσω.» |
360 | Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες· «Άμοιρε ξένε, περισσά με λύπησες δηγώντας ένα ένα τα όσα τράβηξες και τα όσα πήγες κι ήρθες. Μα δε λαλείς, θαρρώ, σωστά, και μήτε θα με πείσης με τα όσα μου δηγήθηκες εσύ για το Δυσσέα. |
365 | Γιατί μαθές να κάθεσαι και ψέματα να κρένης; Και μοναχός μου ξέρω εγώ το αν θα γυρίση εκείνος· ξέρω πως όλ' οι αθάνατοι τον έχουνε μισήσει, και να χαθή δε στέρξανε στους Τρωαδίτες μέσα, για από τον πόλεμο ύστερα σ' αγαπητές αγκάλες. |
370 | Και τότες οι Παναχαιοί θα τού 'στηναν μνημούρι, κι όνομα θά 'βγαζε λαμπρό ν' αφήση του παιδιού του. |
| Μα τώρα οι Άρπυιες άδοξα τον πήραν, κι εγώ μένω στη μάντρα μου ολομόναχος· μήτε στη χώρα κάτου δεν πάω, εξόν η φρόνιμη σαν τύχη Πηνελόπη να με φωνάξη, μήνυμα από κάπου σαν της έρθη. |
375 | Καθίζουν τότες κι όλοι τους ψιλορωτούν τον ξένο, κι αυτοί που κλαίνε και πονούν για το χαμό του ρήγα, κι αυτοί που χαίρουν, και το βιός απλέρωτα του τρώνε· μα εγώ κανένα δε ρωτώ πια απ' τον καιρό που κάποιος με γέλασε Αιτωλός φονιάς, που σε χωριά και χώρες |
380 | πλανέθηκε, κι ήρθ' ως εδώ, κι εγώ τον καλοδέχτην. Και πως τον είδε μού 'λεγε στου Ιδομενέα στην Κρήτη, τα πλοία του σα διόρθωνε τ' ανεμοτσακισμένα, και πως με τους ισόθεους συντρόφους του θα φτάση |
385 | το θέρο ή το χινόπωρο με πλούτια φορτωμένος. Κι εσύ, που θεός σε φέρνει εδώ, πολύπαθέ μου γέρο, να μου κερδίσης μη ζητάς με δόλους την καρδιά μου· μ' αυτά δε θα σε σεβαστώ, και δε θα σ' αγαπήσω, παρ' από φόβο του Διός κι από ψυχοπονιά μου. » |
390 | Τότε ο Δυσσέας μίλησε ο πολύβουλος και του είπε· «Άπιστη αλήθεια την καρδιά μέσα στα στήθια σου έχεις· του κάκου πάν οι όρκοι μου, και δε σε καταπείθω. Μα συμφωνία ας κάμουμε, και μάρτυρες ας είναι οι αθάνατοι αποπάνωθε, που κατοικούν τα ουράνια· |
395 | σ' ετούτο αν ο αφέντης σου στο σπίτι του γυρίση, εσύ μου δίνεις φόρεμα χλαμύδα και χιτώνα, και στο Δουλίχι στέλνεις με, που το ποθεί η καρδιά μου· μα αν ο αφέντης δε φανή καθώς εγώ σου κρένω, τους δούλους βάλε απ' τον γκρεμνό να πάνε να με ρίξουν, |
400 | που άλλος φτωχός να μην κοτάη να σε ξαναγελάση.» |
| Κι ο πάγκαλος χοιροβοσκός του απολογήθη κι είπε· «Μεγάλη δόξα και τιμή στον κόσμο θά 'χα, ώ ξένε, και τώρα και κατοπινά, στο σπίτι μου μιάς κι ήρθες, και σού 'δωκα να φας να πιης, κατόπι αν σε χαλνούσα, |
405 | και δίχως πόνο σού 'παιρνα την ποθητή ζωή σου. Με τι καρδιά θα πρόσφερνα τότες ευκή του Δία ; Μα ώρα για δείπνο· ας έρχουνταν αμέσως οι συντρόφοι, τραπέζι να μας στρώσουνε λαμπρό μες στο καλύβι.» |
| Αυτά καθώς μιλούσανε τα λόγια μεταξύ τους, |
410 | ζυγώνουν οι χοιροβοσκοί και φέρνουνε τους χοίρους. Τούς κλείσανε να κοιμηθούν εκεί που συνηθούσαν, κι αυτοί, στις μάντρες μπαίνοντας, βγάζαν αχό μεγάλο. Κι ο πάγκαλος χοιροβοσκός φωνάζει στους συντρόφους· |
| « Φέρτε μου το καλύτερο καπρί για να το σφάξω |
415 | του ξένου εδώ, μα και για μας καλό, που μερονύχτα πολλά τραβάμε όλο γι' αυτά τ' ασπρόδοντα καπριά μας, κι άλλοι μας τρων τον κόπο μας χωρίς να μας πλερώνουν. » |
| Αυτά τους είπε, κι έσκισε τα ξύλα μ' αξινάρι, κι αυτοί του φέρανε παχύ καπρί πέντε χρονώνε, |
420 | εκεί παράδιπλα της στιάς· τους θεούς δεν αστοχούσε ο γέρος ο χοιροβοσκός, τί 'χε στα φρένα γνώση. Έκοψε τρίχες απαρχή απ' του χοίρου το κεφάλι, και στη φωτιά τις έρριξε· και των θεών ευκόταν να φέρουνε στο σπίτι του το γνωστικό Οδυσσέα. |
425 | Κατόπι σήκωσε δαυλό που δεν τον είχε σκίσει, και βάρεσε και σκότωσε το ζώ· κι οι άλλοι τότες το σφάξαν, το καψάλισαν, το κόψανε κομμάτια, και στοίβαξε αυτός τα ωμά που τά 'κοβε απ' ολούθε, μέσα στην σκέπη την παχειά, και τά 'καμε απαρχή του· |
430 | και σαν τ' αλεύρωσε καλά, πάς στη γωνιά τα βάζει. Και τ' άλλα τα λιανίσανε, τα πέρασαν στις σούβλες, τα ψήσανε με προσοχή, τα ξεσουβλίσαν όλα, και στους ταβλάδες τά 'ριξαν· και στάθη τότε ο γέρος, που ένιωθε πάντα το σωστό, να το καλομοιράση. |
435 | Σε μέρη εφτά τα χώρισε· στις Νύφες θεές το πρώτο και στον Ερμή, της Μαίας το γιό, μαζί μ' ευκές προσφέρνει, και τ' άλλα στον καθένα τους· και του Οδυσσέα χωρίζει το ψαρονέφρι αλάκερο του χοίρου για τιμή του· και το είδε αυτός και χάρηκε, κι ονόμασέ τον κι είπε· |
440 | «Όσο σ' αγάπησα, Εύμαιε, κι ο Δίας να σ' αγαπήση, που εμένα τον ασήμαντο τιμάς με τέτοια δώρα. » |
| Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες· «Τρώγε, καλέ μου ξένε, εσύ και τα καλά μας χαίρου· το ένα ο θεός χαρίζει μας, και τ' άλλο μας τ' αρνιέται |
445 | όπως στο νου του βουληθή, τι δύνεται τα πάντα.» |
| Αυτά είπε, κι έκαψε απαρχές στους θεούς τους παναιώνιους, κι έσταξε, κι έβαλε καυκί λαμπρό κρασί γεμάτο μες στου Οδυσσέα του κουρσευτή τα χέρια· τότε δίπλα στο μερτικό του κάθισε· και μοίραζε ο Μεσαύλης |
450 | ψωμί, που ο Εύμαιος δούλο του τον είχε αγορασμένο ατός του από τους Ταφινούς, σαν έλειπε ο αφέντης, δίχως να ξέρη η αφέντισσα κι ο γέρος ο Λαέρτης· κι απλώσαν χέρια στα έτοιμα φαγιά πού 'χαν ομπρός τους. Κι από φαΐ κι από πιοτό σα φράνθηκε η καρδιά τους, |
455 | πήρ' ο Μεσαύλης το ψωμί, κι εκείνοι χορτασμένοι από ψωμί και κρέατα κινήσαν να πλαγιάσουν. |
| Νύχτα ήρθε χασοφέγγαρη κι αγριωπή, που ο Δίας έβρεχε, κι άνεμος υγρός ολονυχτίς φυσούσε. Τότες του γέρου μίλησε ο Δυσσέας, να δοκιμάση |
460 | αν ο ίδιος τη χλαμύδα του θα βγάλη να του δώση, ή σε άλλο σύντροφο θα πη, αφού τόση του είχε αγάπη· |
| «Άκουσε τώρα, ώ Εύμαιε, κι όλοι οι συντρόφοι γύρω κάτι έταξα, και θα το πω· τι το τρελλό μ' ανάβει κρασί που και τους γνωστικούς κινάει να τραγουδάνε, |
465 | με γέλια να γλεντίζουνε, και στους χορούς να βγαίνουν, μα και να λεν όσα ήτανε καλό να μη λεχτούνε. Τώρα κι εγώ, που αρχίνησα να λέω, δε θα το κρύψω. Μακάρι νιότη νά 'χα εγώ, και τέτοια γερωσύνη, σαν που είχα σάνε στήσαμε καρτέρι ομπρός στην Τροία. |
470 | Ο γιός του Ατρέα ο Μενέλαος κι ο μέγας Οδυσσέας ήτανε τότες αρχηγοί, κι εμένα βάλαν τρίτο. Στη χώρα φτάνοντας σιμά και στ' αψηλό το κάστρο, εκεί τριγύρω στα πηχτά χαμόδεντρα, στου βάλτου τις καλαμιές πλαγιάσαμε κρυμμένοι στ' άρματα μας· |
475 | και νύχτα πλάκωσε κακή, Βοριάς πολύς φυσούσε, που όλα παγώναν, και ψυχρό σαν πάχνη έπεφτε χιόνι, και το κρουστάλλι ολόγυρα κολνούσε στις ασπίδες. Όλοι είχαν και φορούσανε χλαμύδες και χιτώνες, κι αναπαυόνταν ήσυχα κάτω από τις ασπίδες· |
480 | εγώ όμως τη χλαμύδα μου σε σύντροφο είχ' αφήσει αστόχαστα· δεν τό 'λεγα ποτές να ξεπαγιάσω· μόνο τη ζώνη τη λαμπρή και την ασπίδα πήρα. Στην τρίτη βίγλα της νυχτός, τότες που τ' άστρα γέρνουν, με τον αγκώνα σάλεψα τον Οδυσσέα σιμά μου, |
485 | κι αυτός μεμιάς μ' αγρίκησε· και φώναξά τον κι είπα· « Γιε του Λαέρτη Διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, πάω να πεθάνω· κάποιος θεός με γέλασε να μείνω με το χιτώνα μοναχά, και γλυτωμό δε βλέπω. » |
490 | Έτσ' είπα, και στα φρένα του να, τι στοχάστη εκείνος, μεγάλος καθώς ήτανε στο νου και στους πολέμους· σιγομιλώντας έσκυψε και μού 'πε· « Σώπα τώρα, μην τύχη κι άλλος Αχαιός κανένας σ' αγρικήση.» Κατόπι στον αγκώνα του την κεφαλή ακουμπώντας, |
495 | μίλησε· «Ακούστε, φίλοι μου, κι όνειρο μού 'ρθε θείο στον ύπνο· βγήκαμε πολύ μακριά από τα καράβια, κι ας πάη του Αγαμέμνονα κάποιος να πή, του αφέντη, απ' τα καράβια πιο πολλούς να στείλη εδώ να 'ρθούνε.» Είπε, κι ο Θόας του Αντραίμονα ο γιός πηδάει αμέσως |
500 | και την πορφυροχρώματη χλαμύδα του πετώντας τρέχει στα πλοία· τυλίχτηκα τότες εγώ το ρούχο χαρούμενος, και πλάγιασα· και φάνηκε η Αυγούλα λάμποντας η χρυσόθρονη. Και νά 'χα τώρα εκείνα τα νιάτα και τη δύναμη, θα μού 'δινε χλαμύδα |
505 | κάποιος μες στώ χοιροβοσκών τις μάντρες, απ' αγάπη και σεβασμό προς άνθρωπο καλό και παινεμένο· μα τώρα μ' αψηφούν, γιατί με βλέπουν με κουρέλια. » |
| Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες· « Καλά μας τη δηγήθηκες την ιστορία σου, γέρο, δεν είπες τίποτε άτοπο, μηδέ που θα σε βλάψη· |
510 | δε θα σου λείψη μήτ' αυτό, μηδ' ό,τι άλλο ταιριάζει σε ικέτη που έπαθε πολλά, και που έρχεται ομπροστά μας· όμως σα φέξη πάλε αυγή, θα βάλης τα παλιά σου. Γιατ' αλλαξές δεν έχουμε χλαμύδες και χιτώνες εδώ πολλές, παρ' από μιά καθένας μας την έχει. |
515 | Όμως σαν έρθη ο ακριβογιός του αφέντη του Οδυσσέα, τότε θένα σου δώση αυτός χλαμύδα και χιτώνα, κι όπου η καρδιά σου λαχταρεί θα σε ξεπροβοδήση.» |
| Σαν είπε αυτά σηκώθηκε και του έφτιασε το στρώμα σιμά στη στιά, όπου έβαλε γιδιώνε και προβάτων |
520 | προβιές, κι απάνω του έρριξε, σαν πλάγιασε ο Δυσσέας, τρανή χλαμύδα και χοντρή, που κι άλλη είχε δική του, να τη φορή σαν πλάκωνε πολύ βαρύς χειμώνας. |
| Έτσι ο Δυσσέας κοιμήθηκε, κοιμήθηκαν και τ' άλλα τα παλληκάρια πλάγι του· μα ως τόσο ο χοιροτρόφος |
525 | δεν έστεργε να κοιμηθή μακριάθε από τους χοίρους, μόνε αρματώθηκε να βγη· και χάρηκε ο Δυσσέας που για το βιός του νοιάζουνταν σαν έλειπε ο αφέντης. Πρώτα στους ώμους τους πλατιούς κρεμάζει το σπαθί του, βάζει χλαμύδα χοντρουλή, προφύλαμα του ανέμου, |
530 | κι έρριξ' απάνω του προβιά παχειάς μεγάλης γίδας, πήρε κοντάρι σουβλερό, να διώχνη σκύλους κι άντρες, και πήγε πλάγιασε κοντά στ' ασπρόδοντα θρεφτάρια, κάτου από πέτρα θολωτή και στου Βοριά το απάγγιο. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου