Από τη Μυθολογία των Ελλήνων, Κ. Κερένυϊ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Τα έργα και οι συμφορές των ηρώων δεν ανήκαν στις ιστορίες των θεών της μυθολογίας μας,
αν και οι αφηγητές ευχαριστιόνταν ν’ ανακατεύουν τους θεούς
στις περιπέτειες και τους πολέμους των ηρώων.
Στις ιστορίες των θεών ανήκε και η μοίρα των ανθρώπων,
ή καλύτερα θα λέγαμε: των ανθρώπινων γενεών που
διαχωρίστηκαν σύμφωνα με την παρακάτω διήγηση.
Παρόμοιες σαν κι αυτή διηγήσεις, ή σαν εκείνες που
η γη έπρεπε να υποφέρει κάτω από το βάρος των
ανθρώπων, ή σαν την ιστορία του κατακλυσμού
μας ήρθαν από την ανατολή, χωρίς βέβαια να πάρουν
στην Ελλάδα το ίδιο καθολικό νόημα που είχαν στους
ανατολικούς λαούς.
Οι αφηγητές αναφέρονταν μόνο περιπτωσιακά σ’ έναν
κατακλυσμό από διάφορες αφορμές, για ποικιλία ή
για να εξηγήσουν τον αφανισμό των Τελχίνων από τη Ρόδο.
Συμφωνούσαν τόσο λίγο μεταξύ τους, ώστε τελικά
θα πρέπει να ξεχωρίσουμε το λιγότερο τρεις μεγάλες πλημμύρες:
τους κατακλυσμούς του Ωγύγου, του Δευκαλίωνος
και του Δαρδάνου, που πήραν αυτά τα ονόματα από κείνους
που σώθηκαν και σώσανε.
Σε λίγο θ’ ακολουθήσει η ιστορία του Δευκαλίωνος.
Θα πρέπει όμως να προηγηθεί η διήγηση της διαδοχής
των φυλών ή των εποχών.
Αρχικά υπήρχαν τέσσερις εποχές ή γένη.
Ο Ησίοδος όμως περιγράφει πέντε, γιατί δεν θέλει να ταυτίσει
τους ήρωες ούτε με το γένος της εποχής του χαλκού ούτε
με το δικό του, του σιδήρου. Κατά τη γνώμη του, η αρχή
του πρώτου, του χρυσού γένους, έφτανε πίσω ως τους
Ολύμπιους θεούς.
Αυτό δεν μπορεί να είναι απόλυτα σωστό, γιατί μας λέει πως
τότε κυριαρχούσε μοναχά ο Κρόνος και όχι οι κατοπινότεροι
Ολύμπιοι. Γράφει λοιπόν: Οι αθάνατοι, που κατοικούσαν
στον Όλυμπο, δημιούργησαν πρώτο το χρυσό γένος των
ανθρώπων. Την εποχή αυτή κυριαρχούσε στον ουρανό ο Κρόνος.
Οι άνθρωποι εκείνοι ζούσαν όπως οι θεοί,
χωρίς φροντίδες, κόπους και θλίψεις. Δεν τους βρίσκανε
τα άσχημα γηρατειά. Μ’ αγέραστα σώματα ευχαριστιόνταν
τις γιορτές τους, λεύτεροι από κάθε κακό.
Πέθαιναν σαν να τους έπαιρνε ύπνος.
Όλα τα καλά ήταν μπροστά τους:
οι ζήδωροι οι αγροί τους έδιναν μόνοι τους άφθονους καρπούς,
τρέφονταν μ’ αυτούς καλά και ζούσαν ειρηνικά,
μια κοινωνία από πολύ καλούς ανθρώπους.
Είχαν πολλά κοπάδια κι ήταν φίλοι των μακάριων θεών.
Όταν αυτό το γένος των ανθρώπων βυθίστηκε μέσα στα
κατάβαθα της γης, το θέλημα του Διός ήταν να γίνουν καλά
πνεύματα, που θα τριγυρνούσαν πάνω στη γη σαν φρουροί
των ανθρώπων, φύλακες της δικαιοσύνης, υπερασπιστές
των αδικημένων, αόρατοι μα παντού παρόντες.
Χάριζαν τον πλούτο, σύμφωνα με τη βασιλική τους ιδιότητα.
Σαν δεύτερο γένος οι Ολύμπιοι: δημιούργησαν ένα πολύ
κατώτερο γένος, το αργυρό, που δεν έμοιαζε με το χρυσό,
ούτε στο σώμα ούτε στην ψυχή. Τα παιδιά μένανε και
μορφώνονταν κοντά στη μάνα τους εκατό χρόνια.
Όταν έφταναν στην ακμή της νεότητας, ζούσαν πολύ λίγο
με κάθε λογής πόνους. Δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν
την απέραντη φιλοπρωτία τους μπροστά στους άλλους.
Δεν θέλανε να τιμούν τους θεούς ούτε να θυσιάζουν,
όπως συνηθίζουν να κάνουν οι άνθρωποι.
Ο Ζευς οργισμένος τους εξαφάνισε, γιατί δεν τιμούσαν
τους Ολύμπιους. Όταν κι αυτό το γένος βυθίστηκε στα κατάβαθα
της γης, οι άνθρωποι τους ονόμασαν υπόγειους μάκαρες
και πήραν μόνο τη δεύτερη θέση. Τους αποδίνανε ακόμα
κάποια τιμή.
Ο πατέρας Ζευς δημιούργησε κι ένα τρίτο γένος ανθρώπων,
το χάλκινο, από μελίες, που δεν έμοιαζε με το αργυρό.
Ήταν ένα φοβερό και δυνατό γένος που χαιρόταν μόνο
στ’ αξιοθρήνητα έργα του Άρεως και στη βία.
Τούτοι οι άνθρωποι δεν έτρωγαν τίποτα καμωμένο από αλεύρι.
Η ψυχή αυτών των απλησίαστων ήταν από ατσάλι.
Στο γιγάντιο σώμα τους είχαν τεράστια και δυνατά χέρια.
Τα όπλα τους ήταν από χαλκό, όπως και τα σπίτια τους.
Με χαλκό εργάζονταν, γιατί τότε δεν υπήρχε ακόμα το μαύρο
σίδερο. Νικημένοι από τα ίδια τους τα χέρια,
κατρακύλησαν ανώνυμοι στο πνιγερό παλάτι του φρικαλέου Άδη,
χωρίς όνομα. Όσο και τρομεροί να ήταν, τους έπιασε ο μαύρος
θάνατος και τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν
το λαμπρό φως του ήλιου.
Όταν κι αυτό το γένος βυθίστηκε στα βάθη –
ο Ησίοδος συνεχίζει τη διήγησή του για την τέταρτη περίοδο
– ο Ζευς δημιούργησε το θεϊκό γένος των ηρώων,
που κάμανε τους γνωστούς πολέμους για χάρη της
Θήβας και της Τροίας.
Το γένος των ηρώων ήταν δικαιότερο και καλύτερο
από το χάλκινο γένος. Όταν οι ήρωες πέθαιναν,
πήγαιναν στα νησιά των μακάρων, που τα βρέχει
ο ωκεανός και όπου οι ζωοδότες αγροί φέρνουν
καρπούς τρεις φορές τον χρόνο.
Εδώ κυβερνάει ο Κρόνος, που ο Ζευς τον λευτέρωσε
από τα δεσμά του. Για το πέμπτο γένος, το σιδερένιο,
που ήρθε μετά από τους ήρωες, ο Ησίοδος
δεν έχει να πει παρά μόνο παράπονα: θά ’θελε να ζούσε
νωρίτερα ή υστερότερα.
Η περιγραφή του πήγαινε σε απαισιόδοξες προφητείες,
αρχίζοντας με την προφητεία πως τα παιδιά θά ’ρχονταν
στον κόσμο με γκρίζα μαλλιά και τελειώνοντας με το γεγονός
πως οι θεές Αιδώς και Νέμεσις, ντυμένες μ’ άσπρα φορέματα,
θα γύριζαν στο σπίτι των θεών και θ’ άφηναν τους ανθρώπους
να χαθούν στα βάθη απροστάτευτοι.
Στην περιγραφή του ο Ησίοδος δεν ανέφερε καμιά μεγάλη
πλημμύρα. Λέγαν όμως ότι ο Ζευς ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο
να καταστρέψει το χάλκινο γένος. Ο Προμηθεύς είχε έναν
γιο που τον λέγαν Δευκαλίωνα, που κυριαρχούσε στη
θεσσαλική χώρα Φθία και πήρε γυναίκα του την Πύρρα,
κόρη του Επιμηθέως και της Πανδώρας.
Όταν τώρα ο Ζευς θέλησε ν’ αφανίσει το χάλκινο γένος,
ο Δευκαλίων έφτιαξε μια ξύλινη κιβωτό, όπως τον συμβούλεψε ο
Προμηθεύς. Έβαλε μέσα όλα τ’ αναγκαία και πήδησε κι αυτός
μέσα μαζί με την Πύρρα.
Ο Ζευς άνοιξε τους ουρανούς κι έχυναν πολλά νερά,
που πλημμύρισαν το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδος.
Όλοι οι άνθρωποι καταποντίστηκαν εκτός από ελάχιστους,
που καταφύγανε στο ψηλό γειτονικό βουνό.
Τότε συνέβη κι αυτό: οι οροσειρές της Θεσσαλίας χωρίστηκαν
κι ολόκληρη η χώρα μέχρι τον Ισθμό και την Πελοπόννησο
σκεπάστηκε με νερό. Ο Δευκαλίων εννιά μέρες κι εννιά νύχτες
περιπλανιόταν με την κιβωτό σ’ αυτή τη θάλασσα.
Τελικά άραξε στον Παρνασσό.
Όταν η βροχή σταμάτησε, βγήκε έξω και θυσίασε στον Δία,
που οδηγούσε τη σωτήρια φυγή του.
Ο Ζευς τού ’στειλε τον Ερμή και του επέτρεψε να ζητήσει
ό,τι ήθελε. Ήθελε ανθρώπους. Ο Ζευς τότε διέταξε τον
Δευκαλίωνα να πάρει πέτρες και να τις πετάξει πίσω του.
Οι πέτρες που πετούσε ο Δευκαλίων γίνανε άντρες
και οι πέτρες που πετούσε η Πύρρα γίνανε γυναίκες.
Έτσι η λέξη «λάας» και «λάος» ή «λαός», που σημαίνει
πέτρα, σημαίνει κιόλας πλήθος ανθρώπων.
Η δεύτερη δημιουργία του ανθρώπινου γένους δεν
βασιζόταν αποκλειστικά στο πανάρχαιο παιχνίδι των λέξεων.
Διηγόνταν κι έτσι την πιο πάνω ιστορία:
Ο Δευκαλίων και η Πύρρα δέχτηκαν ένα χρησμό από το
γειτονικό μαντείο της Θέμιδος – το κατοπινό μαντείο των Δελφών.
Ο χρησμός έλεγε να πετάξουν πίσω τους τα κόκαλα της
μεγάλης μάνας τους. Η «μεγάλη μάνα» θά ’πρεπε να ήταν η
Πανδώρα. Λέγαν κιόλας πως η Πανδώρα ήταν μάνα του
Δευκαλίωνος. Η λύση του αινίγματος βρισκόταν στ’ όνομά της:
το αδελφικό ζευγάρι έπρεπε να πετάξει πίσω του τα κόκαλα
της μάνας Γης.
Οι νέοι άνθρωποι, που προήλθανε από τα κόκαλα
– τις πέτρες – προέρχονταν επίσης και από την αρχαιότερη μάνα.
Υπήρχε ακόμη μια ιστορία για κείνο το πρώτο ον που
εμφανίστηκε τότε: για το κορίτσι, την Πρωτογένεια,
που την άρπαξε ο Ζευς.
Το όνομα της δεν σημαίνει άλλο παρά Πρωτόγονος,
όπως λεγόταν επίσης η θεά Γη και η ακόμα γνωστότερη
αρπαγείσα κόρη της, η Περσεφόνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου