Η
πρώιμη εποχή του Σιδήρου (ΠΕΣ) αρχίζει γύρω στο 1050 π . Χ. και φτάνει
έως τον 7ο αι. π.Χ., έως την ίδρυση δηλαδή των ελληνικών αποικιών στα
παράλια της Θράκης. Η έναρξη της περιόδου επαναπροσδιορίστηκε σύμφωνα
με τη νέα χρονολόγηση της κεραμικής της Τροίας VΙΙβ, τη σχέση της με την
κεραμική των παραδουνάβιων περιοχών και τα νεότερα ανασκαφικά δεδομένα
από χώρους της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Ο αριθμός των θέσεων
- οικισμών της ΠΕΣ αυξάνει συνεχώς και ήδη πλησιάζει τον αριθμό 100. Οι
περισσότερες βρίσκονται στις ορεινές περιοχές της Ροδόπης και του Ισμάρου
πάνω σε κορυφές υψωμάτων, που περιβάλλονται από βαθιές ρεματιές και διαθέτουν
φυσική προστασία. Ενισχύονται επίσης με περιβόλους και βρίσκονται σε στρατηγικά
σημεία ελέγχου ευρύτερων περιοχών. Υπάρχουν παράλληλα πεδινές θέσεις κοντά
σε ποτάμια, σε πηγές νερού και σε κατάλληλες προς καλλιέργεια εκτάσεις.
Οι κύριες ασχολίες των κατοίκων των ορεινών περιοχών ήταν η κτηνοτροφία
αιγοπροβάτων και το κυνήγι. Η καλλιέργεια, όπως και σήμερα στα χωριά των
Πομάκων, περιοριζόταν σε μικρές εκτάσεις στις πλαγιές και στους αυχένες
γύρω από τους οικισμούς.
Από
τους πεδινούς οικισμούς γνωστότερος είναι των Ριζιών
του νομού Έβρου κοντά στον Άρδα ποταμό. Η κατασκευή ενός ταφικού τύμβου
του 2ου αι. μ.Χ. και η σύγχρονη μηχανοκαλλιέργεια έχουν προξενήσει μεγάλη
καταστροφή στις επιχώσεις του οικισμού, που δεν ξεπερνούν σήμερα το πάχος
του 1,5 μ. Μικρή ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε τμήματα δαπέδων από πηλό
και απορριμματικούς λάκκους, που κάποτε ήταν αποθηκευτικοί. Πολλά κομμάτια
πηλών με αποτυπώματα κλαδιών μαρτυρούν την ύπαρξη πασσαλόπηκτων κατασκευών.
Τα μικροαντικείμενα περιορίζονται σε λίγες λίθινες λεπίδες πυριτόλιθου,
υφαντικά βάρη και σφοντύλια και δύο πήλινα σχηματοποιημένα ειδώλια. Τα
αγγεία είναι χειροποίητα, μονόχρωμα με στιλβωμένη επιφάνεια. Κυριαρχεί
η διακόσμηση με ραβδώσεις και εμπίεστα γεωμετρικά σχέδια, που έχουν γίνει
με οδοντωτά και άλλα εργαλεία από ξύλο, κόκαλο και πηλό.
Άλλες
θέσεις που έχουν ερευνηθεί τα τελευταία χρόνια είναι η Τσούκα
της Σαρακηνής στο νομό Ροδόπης και ο Βρυχός
κοντά στη Χώρα της Σαμοθράκης. Στην Τσούκα εντοπίστηκε μια κτηνοτροφική
εγκατάσταση με περίβολο για την προστασία των ζώων. Τα λιγοστά κτίσματα
χρησίμευαν για τη διαμονή μιας οικογένειας κτηνοτρόφων. Στον Βρυχό υπάρχει
ακρόπολη με δύο τμήματα στην κορυφή του λόφου, ενώ στις δυτικές πλαγιές
εντοπίστηκε ο οικισμός. Η κεραμική παρουσιάζει ομοιότητες με την κεραμική
παραλιακών θέσεων της Θράκης, όπως των Πετρωτών της Μεσημβρίας και της
Μάκρης.
Εκτός
από τους οικισμούς έχουν εντοπιστεί τάφοι και νεκροταφεία της ΠΕΣ στις
περιοχές Ρούσσας, Γονικού, Κοτρωνιάς και Κοίλων του νομού
Έβρου. Στη Ρούσσα έχουν ερευνηθεί συλημένοι τάφοι κατασκευασμένοι από
πλάκες σχιστολίθου μέσα σε κρηπιδώματα διαλυμένων τύμβων. Ορισμένοι που
έχουν μεγάλες διαστάσεις και πλευρικό άνοιγμα στο θάλαμο ή τον προθάλαμο,
μπορούν να χαρακτηριστούν ως ντολμέν. Οι άλλοι είναι θήκες με μικρότερες
διαστάσεις και είναι νεότεροι των πρώτων, ακολουθούν όμως την ίδια μεγαλιθική
παράδοση της ΝΑ Θράκης. Η διαφορά των τάφων της ελληνικής Ροδόπης από
τους μεγαλιθικούς τάφους της βουλγαρικής ανατολικής Ροδόπης και της ευρωπαϊκής
Τουρκίας ως προς τη μνημειώδη μορφή, οφείλεται αποκλειστικά στο σχιστολιθικό
πέτρωμα της περιοχής, που δεν επέτρεπε μνημειώδεις κατασκευές
Στους τάφους τοποθετούσαν μεγάλα τεφροδόχα αγγεία και τα κτερίσματα
του νεκρού. Τα αγγεία που έχουν συγκολληθεί είναι μεγάλα ευρύστομα αγγεία,
φιάλες, αμφορείς, μόνωτα κύπελλα και κάνθαροι. Χαρακτηριστικό σχήμα αγγείου
ειναι ο αμφορέας που έχει αμφικωνικό σώμα, κωνικό λαιμό και στον ώμο τέσσερις
κερατοειδείς αποφύσεις. Ως προς τη διακόσμηση έχουν διακριθεί δύο κατηγορίες
αγγείων. Στην πρώτη υπάρχουν ραβδώσεις στο χείλος, στο λαιμό, στον ώμο,
στις αποφύσεις και στις λαβές. Στη δεύτερη κυριαρχεί η πλούσια εμπίεστη
διακόσμηση με την ποικιλία των γεωμετρικών σχεδίων. Οι δύο
κατηγορίες αντιστοιχούν σε δύο φάσεις, που χρονολογούνται αντίστοιχα στον
9ο και στον 8ο αι. π.Χ. Η χαρακτηριστική κεραμική της ΠΕΣ με τις κερατοειδείς
αποφύσεις, τις ραβδώσεις και την εμπίεστη διακόσμηση γνωρίζει μεγάλη διάδοση
από τον Δούναβη έως την περιοχή της Τροίας. Καλύπτει επομένως το μεγαλύτερο
τμήμα του χώρου της αρχαίας Θράκης και ήταν φυσικό να συνδεθεί με τα θρακικά
φύλα που αναπτύσσουν μεγάλη κινητικότητα αυτήν την εποχή, ώσπου να εγκατασταθούν
οριστικά στις διάφορες περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας, της ελληνικής
Θράκης και της ευρωπαϊκής Τουρκίας.
Από
τα άλλα μνημεία της ΠΕΣ, που έχουν γίνει γνωστά στις ορεινές κυρίως περιοχές,
μπορούν να αναφερθούν τα υπαίθρια ιερά, οι βραχογραφίες, οι λαξευτοί τάφοι
και οι βράχοι με τις λαξευμένες κόγχες, τους δίσκους, τις κοιλότητες και
τους βωμούς. Οι βραχογραφίες, όπως της Ρούσσας και της Κίρκης, με τα εγχάρακτα
γραμμικά σχέδια ανθρώπινων μορφών, ερπετών, πουλιών και άλλων συμβόλων
έχουν πιθανόν μαγική και αποτροπαϊκή σημασία. Οι κοιλότητες, που σχηματίζουν
ποικίλους συνδυασμούς, θυμίζουν τους αστερισμούς του ουρανού, χωρίς να
μπορούν να ταυτιστούν, εκτός από λίγες περιπτώσεις, που αναγνωρίστηκε
το σχήμα της Μεγάλης Άρκτου. Οι κόγχες και οι δίσκοι δηλώνουν ηλιακή λατρεία.
Ως υπαίθρια ιερά έχουν χαρακτηριστεί βραχώδεις κορυφές υψωμάτων, όπου
είναι συγκεντρωμένες πολλές λαξευτές κατασκευές, κόγχες, λεκάνες, βωμοί,
δίσκοι κ.ά. Η έρευνα και η μελέτη των μνημείων και ευρημάτων της ΠΕΣ παρουσιάζει
ιδιαίτερη σημασία για το χώρο της Θράκης, γιατί αυξάνει συνεχώς τις γνώσεις
μας γι' αυτή την εποχή, που χωρίς γραπτές πηγές ανήκει ουσιαστικά στην
προϊστορία. Η μετακίνηση, η διασπορά, η συγχώνευση ή διάσπαση και η εγκατάσταση
των θρακικών φύλων, η διαμόρφωση της θρησκείας και της μυθολογίας τους,
η οικονομική και κοινωνική τους εξέλιξη, καθώς και το επίπεδο του πολιτισμού
τους, είναι θέματα που θα απασχολούν για πολλά χρόνια την έρευνα, αφού
οι αποσπασματικές πληροφορίες των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων δεν μπορούν
να συμπληρώσουν τα μεγάλα κενά.
ΠΗΓΗ http://hellas.teipir.gr/Thesis/Pol_Thrace/greek/prehistory/iron.htm
ΚΑΙ
Η αρχική παρουσίαση του συστήματος απόδίδεται στον Δανό Κρίστιαν Γιούργκενσεν Τόμσεν (Christian Jürgensen Thomsen) το 1820 για την ταξινόμηση των τεχνουργημάτων της συλλογής που έγινε αργότερα το Εθνικό Μουσείο της Δανίας. Ο Τόμσεν δεν ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε το υλικό κατασκευής των εργαλείων ως βάση ταξινόμησης προϊστορικών κοινωνιών. Ο Γάλλος Νικολά Μαΐντ (Nicholas Mahudel) είχε προτείνει ένα παρόμοιο σύστημα στις αρχές του 18ου αιώνα και η όλη ιδέα βρήκε αρκετούς υποστηρικτές στα επόμενα 100 χρόνια.
Ο Τόμσεν και οι προγενέστεροί του θεωρούσαν ότι κανείς δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιεί λίθινα εργαλεία αν είναι διαθέσιμα τα ορειχάλκινα και ότι παρόμοια κανείς δεν χρησιμοποιεί ορειχάλκινα, αν υπάρχουν σιδηρά εργαλεία. Λαμβάνοντας υπ' όψιν το γεγονός ότι οι αλλαγές ακολουθούν μια χρονική σειρά, υπέθεσε πως υπάρχει μια λειτουργική βάση για την χρονολόγηση τεχνουργημάτων και αρχαιολογικών θέσεων. Το σύστημα ήταν επαναστατικό και βελτίωνε σημαντικά την αποδιοργανωμένη φύση της πρότερης προϊστορικής αρχαιολογίας.
Αργότερα, η Εποχή του Λίθου διαιρέθηκε στην Παλαιολιθική, την Μεσολιθική και η Νεολιθική. Περαιτέρω υποδιαιρέσεις εφαρμόστηκαν για κάθε περίοδο, χωρίζοντάς την σε πρώιμη, μέση και ύστερη ή κατώτερη, μέση και ανώτερη για την περίπτωση της Παλαιολιθικής. Σε ορισμένους πολιτισμούς, τα αρχαιολογικά ευρήματα οδήγησαν στην αναγκαιότητα πρόσθεση της Χαλκολιθικής ή εποχής του άμεικτου Χαλκού, ανάμεσα στην Νεολιθική περίοδο και την Εποχή του Χαλκού, (Εποχή του Ορείχαλκου ουσιαστικά). Ο όρος Μεγαλιθική δεν αναφέρεται σε κάποια χρονολογική περίοδο, αλλά απλά περιγράφει τη χρήση μεγαλίθων από τους αρχαίους λαούς οποιασδήποτε περιόδου.
Η επεξεργασία και ολοκλήρωση του συστήματος έγινε μέσω εξελίξεων στους τομείς της τυπολογίας και της στρωματογραφίας και φυσικά της επακόλουθης χρονολόγησης τεχνουργημάτων και χαρακτηριστικών. Ωστόσο, παραμένει το γεγονός ότι δεν μπορούσε να δοθεί ακριβής χρονολογία σε ευρήματα με το σύστημα των τριών εποχών, αλλά απλά να τα ταξινομήσει σε μια σχετική χρονική ακολουθία. Τούτο πυροδότησε σημαντικές προσπάθειες ευθυγράμμισης των ευρωπαϊκών χρονολογικών ταξινομήσεων και εκείνων της Εγγύς Ανατολής με την σταθερότερη χρονολογική ακολουθία της Αρχαίας Αιγύπτου. Περισσότερο άμεσες και πειστικές επιστημονικές μέθοδοι όπως η ραδιοχρονολόγηση επινοήθηκαν αργότερα, στα μέσα του 20ου αιώνα.
Το σύστημα των τριών εποχών ήταν δύσκολο να εφαρμοστεί έξω από την Ευρώπη. Οι διάφοροι πολιτισμοί αναπτύχθηκαν σε διαφορετικούς ρυθμούς ή έχασαν κάποια από τις προβλεπόμενες φάσεις. Για παράδειγμα οι φυλές του Αμαζονίου στην Νότιο Αμερική παρέμειναν στην Νεολιθική και δεν υπήρξε Εποχή του Χαλκού για τις νομαδικές φυλές της Σαχάρας, που πέρασαν από την χρήση του λίθου στη χρήση του σιδήρου. Επίσης, η έρευνα έδειξε ότι οι αλλαγές από την μία εποχή την άλλη δεν ήταν αιφνίδιες. Ο πυριτόλιθος για παράδειγμα παρέμεινε εν χρήσει στην Εποχή του Σιδήρου της Ευρώπης, ενώ τα πρώιμα μεταλικά αντικείμενα ή εργαλεία ακολουθούν τυπολογικά τα λίθινα.
Παρόλο που η έρευνα κάνει το σύστημα των τριών εποχών όλο και περισσότερο ανακριβές, ωστόσο παραμένει θεμέλιος λίθος της προϊστορικής αρχαιολογίας και οι έννοιές του έχουν πλέον εντυπωθεί στον νου του καθημερινού ανθρώπου.
ΚΑΙ
Η αρχική παρουσίαση του συστήματος απόδίδεται στον Δανό Κρίστιαν Γιούργκενσεν Τόμσεν (Christian Jürgensen Thomsen) το 1820 για την ταξινόμηση των τεχνουργημάτων της συλλογής που έγινε αργότερα το Εθνικό Μουσείο της Δανίας. Ο Τόμσεν δεν ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε το υλικό κατασκευής των εργαλείων ως βάση ταξινόμησης προϊστορικών κοινωνιών. Ο Γάλλος Νικολά Μαΐντ (Nicholas Mahudel) είχε προτείνει ένα παρόμοιο σύστημα στις αρχές του 18ου αιώνα και η όλη ιδέα βρήκε αρκετούς υποστηρικτές στα επόμενα 100 χρόνια.
Ο Τόμσεν και οι προγενέστεροί του θεωρούσαν ότι κανείς δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιεί λίθινα εργαλεία αν είναι διαθέσιμα τα ορειχάλκινα και ότι παρόμοια κανείς δεν χρησιμοποιεί ορειχάλκινα, αν υπάρχουν σιδηρά εργαλεία. Λαμβάνοντας υπ' όψιν το γεγονός ότι οι αλλαγές ακολουθούν μια χρονική σειρά, υπέθεσε πως υπάρχει μια λειτουργική βάση για την χρονολόγηση τεχνουργημάτων και αρχαιολογικών θέσεων. Το σύστημα ήταν επαναστατικό και βελτίωνε σημαντικά την αποδιοργανωμένη φύση της πρότερης προϊστορικής αρχαιολογίας.
Αργότερα, η Εποχή του Λίθου διαιρέθηκε στην Παλαιολιθική, την Μεσολιθική και η Νεολιθική. Περαιτέρω υποδιαιρέσεις εφαρμόστηκαν για κάθε περίοδο, χωρίζοντάς την σε πρώιμη, μέση και ύστερη ή κατώτερη, μέση και ανώτερη για την περίπτωση της Παλαιολιθικής. Σε ορισμένους πολιτισμούς, τα αρχαιολογικά ευρήματα οδήγησαν στην αναγκαιότητα πρόσθεση της Χαλκολιθικής ή εποχής του άμεικτου Χαλκού, ανάμεσα στην Νεολιθική περίοδο και την Εποχή του Χαλκού, (Εποχή του Ορείχαλκου ουσιαστικά). Ο όρος Μεγαλιθική δεν αναφέρεται σε κάποια χρονολογική περίοδο, αλλά απλά περιγράφει τη χρήση μεγαλίθων από τους αρχαίους λαούς οποιασδήποτε περιόδου.
Η επεξεργασία και ολοκλήρωση του συστήματος έγινε μέσω εξελίξεων στους τομείς της τυπολογίας και της στρωματογραφίας και φυσικά της επακόλουθης χρονολόγησης τεχνουργημάτων και χαρακτηριστικών. Ωστόσο, παραμένει το γεγονός ότι δεν μπορούσε να δοθεί ακριβής χρονολογία σε ευρήματα με το σύστημα των τριών εποχών, αλλά απλά να τα ταξινομήσει σε μια σχετική χρονική ακολουθία. Τούτο πυροδότησε σημαντικές προσπάθειες ευθυγράμμισης των ευρωπαϊκών χρονολογικών ταξινομήσεων και εκείνων της Εγγύς Ανατολής με την σταθερότερη χρονολογική ακολουθία της Αρχαίας Αιγύπτου. Περισσότερο άμεσες και πειστικές επιστημονικές μέθοδοι όπως η ραδιοχρονολόγηση επινοήθηκαν αργότερα, στα μέσα του 20ου αιώνα.
Το σύστημα των τριών εποχών ήταν δύσκολο να εφαρμοστεί έξω από την Ευρώπη. Οι διάφοροι πολιτισμοί αναπτύχθηκαν σε διαφορετικούς ρυθμούς ή έχασαν κάποια από τις προβλεπόμενες φάσεις. Για παράδειγμα οι φυλές του Αμαζονίου στην Νότιο Αμερική παρέμειναν στην Νεολιθική και δεν υπήρξε Εποχή του Χαλκού για τις νομαδικές φυλές της Σαχάρας, που πέρασαν από την χρήση του λίθου στη χρήση του σιδήρου. Επίσης, η έρευνα έδειξε ότι οι αλλαγές από την μία εποχή την άλλη δεν ήταν αιφνίδιες. Ο πυριτόλιθος για παράδειγμα παρέμεινε εν χρήσει στην Εποχή του Σιδήρου της Ευρώπης, ενώ τα πρώιμα μεταλικά αντικείμενα ή εργαλεία ακολουθούν τυπολογικά τα λίθινα.
Παρόλο που η έρευνα κάνει το σύστημα των τριών εποχών όλο και περισσότερο ανακριβές, ωστόσο παραμένει θεμέλιος λίθος της προϊστορικής αρχαιολογίας και οι έννοιές του έχουν πλέον εντυπωθεί στον νου του καθημερινού ανθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου