ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ:
Απόσπασμα από την Αληθινή Απολογία του Σωκράτη, Κώστας Βάρναλης, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1978 | Φωτό: Δημήτρης Ι. Σφήκας, Σωκράτης, Έργο του Λεωνίδα Δρόση, Περίβολος Ακαδημίας Αθηνών
Όσο μιλούσαν οι κατηγόροι (ο Μέλητος με την ψιλή φωνή και τα γυναικίστικα κουνήματα, νεβρικός σαν αηδόνι· ο Άνυτος με τα μεγάλ’ αφτιά και τα ρουθούνια γιομάτα τρίχες· ο Λύκων με τα στενά κροτάφια και τη θολή ματιά), οι δικαστάδες καθισμένοι κατάχαμα, σταβροπόδι κι ανακούρκουδα, μασουλούσανε πασατέμπο και φτιούσανε τα τσόφλια στο σβέρκο του μπροστινού. Οι πιο πολλοί ξαπλωμένοι δίπλα και κάνοντας μαξιλάρι τα παπούτσια τους ρουχαλίζανε ρυθμικά.
Κι ο Σωκράτης κοίταζε ψηλά τον ανοιξιάτικο ουρανό και κάπου κάπου σιγότριβε το ζερβί του γόνα, που τόνε σουγλούσε. Μ’ όλο το σούσουρο, που γινότανε, μ’ όλη τη βόχα, που βγάζανε τόσα ξαναμένα κορμιά και χαλασμένα στομάχια, τα κατάφερνε ν’ ακούει τα χαρούμενα πουλιά, που τιτιβίζανε στα τριγυρινά πέφκα και να οσμίζεται τη μυρωδιά της ρετσίνας, του σκίνου και του θυμαριού, που ανάδινεν η χέρσα γης.
Άμα τελειώσαν οι κατηγόροι, γίνηκε μεμιάς βαθύτατη σιωπή, λες και βούλιαξε ο τόπος με τα κοτρώνια, τα δέντρα και τους ανθρώπους μέσα σε μιαν ατέλειωτη πηγάδα και τους σκέπασε όλους το νερό, δυό μπόγια.
Κρατώντας όλοι την ανάσα τους καρφώσανε τα μάτια πάνου στο Σωκράτη περίεργοι να ιδούνε με τι τσαλίμια θα προσπαθούσε να τουμπάρει το Νόμο. Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα, ξυπνάει ο μυλωνάς.
Ο Σωκράτης, μ’ όλη τη σιωπή, που τον έσφιξε μονοκόματη κι από παντού, μήτε ξύπνησε, μήτε κουνήθηκε. Κάποιος τότε μαθητής τόνε τράβηξε από το μανίκι: "Δάσκαλε! η σειρά σου".
Μονάχα τότε ο Δάσκαλος γύρισε κ’ είδε σαστισμένος όλο κείνο τ’ ανθρωπομάνι. Δυσκολέφτηκε να θυμηθεί, πως πεντακόσια θεριά τον είχανε ζώσει αγριεμένα.
Χαμογέλασε πειραχτικά μέσα στα πηχτά του τα γένια, μισοσηκώθηκε μια στιγμή και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι τα δυο τσουκάλια (το ένα χαλκωματένιο και τ’ άλλο ξύλινο) σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα, λες κ’ είχανε ψυχή και τόνε μισούσανε κι αφτά, μουρμούρισε:
"Κ’ εγώ περίμενα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, ν’ απολογηθείτε!"
Ξανακάθισε κι άρχισε πάλι να τρίβει το ζερβί του γόνα.
Οι δικαστάδες θυμώσανε με τ’ άπρεπο φέρσιμο και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα συναμεταξύ τους. Τους ζεμάτιζε τόσες ώρες ο κατάκορφος ήλιος με την ελπίδα, πώς θα γουστάρανε στο τέλος μ’ αφτόνε το γερογρουσούζη. Θα τόνε βλέπαν άσοφο και ταπεινωμένο μπροστά στο Νόμο τον αψηλομέτωπο και παντογνώστη.
Και να τώρα που τους χαλούσε το κέφι. Μα πιο πολύ πειραχτήκανε, που καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα το μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: πρώτα ν’ απολογιέσαι κ’ ύστερα να σε κόβουνε.
Κι όπως, άμα δέρνεις ένα παιδί κι αφτό δεν κλαίει, πεισματώνεσαι και το δέρνεις περισσότερο, έτσι κι αφτοί πεισματωθήκανε και για να τον κάνουνε να νιώσει τη δύναμή τους, τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία φταίχτη και στα τρία κακουργήματα, που τον κατηγόρησαν οι τρεις πολεμάρχοι της Αρετής.
Ο Σωκράτης, σαν άκουσε την απόφαση τους, έκανε: Χμ! Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι (σύμφωνα με το Νόμο), ποιαν τιμωρία διαλέγει, θάνατο για εξορία, κούνησε τη φαράκλα του δώθε κείθε και δεν απάντησε τίποτα.
Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το ξαναφώναξε δυνατά μέσα στ’ αφτιά του. Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε πάλε βαριεστισμένα και τους είπε:
"Δε λέω, κ’ οι δυο σας τιμωρίες είναι και δίκαιες και συφερτικές για μένα και για σας. Όμως εγώ θα προτιμούσα μιαν τρίτη".
"Ποιάνε; ποιάνε;" φώναξαν ούλοι χαρούμενα.
"Είτε σας εβεργέτησα είτε σας ζήμιωσα να με βάλετε τώρα, που γέρασα, στο Τεμπελχανιό. Έτσι και σεις θ’ ασφαλιστείτε από μένα κ’ εγώ θα ξεκουραστώ από σας. Και ν’ αφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα μου (χωρίς να με βλέπετε και χωρίς να σας βλέπω) ζεστές κι αφράτες εκείνες τις ωραίες μελόπιτες, που δίνετε τόσους αιώνες εβλαβικά στο άγιο φίδι του Ερεχθείου, το γιο της Παρθένας. Γιατί θαρρώ, πως εγώ σας έκανα και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό παρά κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο".
Οι δικαστάδες, απελέκητοι χωριάτες, που με το παραμικρό βλαστημούσανε τα θεία, γελάσανε μ’ όλη την καρδιά τους, σαν ακούσανε τ’ αναπάντεχο τούτο χωρατό του Σωκράτη. Και περιμένανε να τους πει κι άλλα. Και κείνος σε λίγο:
"Κι αφού κάνω τη σωστότερη, καθώς φαίνεται, κρίση, εγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς ολωνώνε σας".
Πωπώ! τι γένηκε τότες! Οι δικαστάδες λυσσάξανε. Άλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια, άλλοι αρπάξανε πέτρα κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα με τα δέκα νύχια μπροστά για τον ξεσκίσουνε κι όλοι φωνάζανε μαζί, που δεν ξεχώριζες λέξη.
Ακούς εκεί ναν τους ζητάει τους τρεις οβολούς, τον τίμιο κόπο τους! Γι’ αφτό λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους νοικοκυρέοι άνθρωποι και χασομερίσαν όλη μέρα για να διαφεντέψουνε την πατρίδα;
Και δεν είτανε δα για τα λεφτά… μα τους ζητούσε να παρανομήσουν. Και να θέλανε, δεν είχανε μήτε αφτοί το δικαίωμα να χαρίσουνε το μιστό τους, μήτε κι η πολιτεία να τους τόνε στερήσει…
Μωρέ τούτος είναι μπιτ ξετσίπωτος κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί! Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης δε διάλεγε το είδος της τιμωρίας του, τόνε καταδικάσαν αφτοί, με τη δεύτερη ψηφοφορία τους (πάλε σύμφωνα με το Νόμο) να πιεί το φαρμάκι.
(…)
Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον απάνου στο σανιδοκρέβατο με την κωμικήν επισημότητα πόχουν όλα τα λείψανα, και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές τον πατριωτισμό των κατηγόρων, τη δική σας αλαθοσύνη και την παρθενιά των νόμων, γέλασα με την καρδιά μου.
Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες φέβγουν από τους πεθαμένους και πάνε στους ζωντανούς. Και σαν κοίταξα και σας τους ζωντανούς από πάνω ως κάτου να βρωμάτε σαν ψοφίμια δέκα μερών (άλλος νά χει θέρμες, άλλος σπάσιμο κι άλλος μαγιασίλι…, ψώρα…, χτικιό…) κι ωστόσο νά χετε την όρεξη να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας, πήγε ο νους μου στα ζώα: όσα τρώνε τ’ άλλα νομίζουνε τον εαφτό τους αθάνατο· κι όσα τρώγονται δεν μπορεί να μην ελπίζουνε, πως θ’ αναστηθούνε μια μέρα σε καλύτερη ζωή.
(…)
Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός νά χω πεθάνει μοναχός μου, με σκοτώνετε σεις… πάλε για παράδειγμα. Σας χρειαζόταν ένα θύμα… όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας ν’ αγαπάνε την αρετή, μα να φοβούνται τη δημοκρατία!
Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο, για να πλερώσει τα κακουργήματα της χτεσινής τυραννίας και να φράξει το δρόμο του ξαναγυρισμού της. Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ’ εμένα, το "δάσκαλο" του Κριτία και του Θηραμένη του κόθορνου, τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα, που σας έμπαινε στα ρουθούνια…
(…)
Αν με δικάζατ’ ένας ένας χωριστά, ω άντρες Αθηναίοι, θα μ’ αθωώνατε· τόσο πολλοί, δεν μπορείτε… Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους και κάνουνε πλήθος, τόσο λιγότερ’ η κρίση τους και πιότερ’ η κάκητα.
(…)
Πλήθος, Δημόσια Γνώμη, - τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο στο παλούκι μέσα στον ήλιο. Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του και χυμάει λυσσασμένα, μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει απ’ τα συνήθεια του, να του λύσει την αλυσίδα.
(...)
Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά, σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών, δε θα παραξενεβόσαστε, γιατί θα πιστέβατε, πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά και τρώω τις φλόγες.
(…)
Μα τώρα μ’ ακούγατε να λέω συχνά χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα". Δεν ξέρω τίποτα!... Αφτό δεν το καταλαβαίνετε… Το λοιπόν είμαι σωστός Οξαποδώ!... Ένας τέτοιος όλα μπορεί ναν τα κάνει…!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου