Από τα ομηρικά θέματα του Ι.Θ. Κακριδή ΚΑΙ
Ναυσικά, η κόρη του Αλκίνοου
O ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΗΝ ΝΑΥΣΙΚΑ
Όταν ο καραβοτσακισμένος και θαλασσοδαρμένος Οδυσσέας ξυπνά στη χώρα των Φαιάκων, η πρώτη εικόνα που προβάλλει στα μάτια του, πέρα από το τοπίο που τον περιβάλλει, είναι της Ναυσικάς, της πεντάμορφης κόρης του βασιλιά ενός τόπου, ο οποίος τον διασώζει στα χώματά του και τα φυλλώματά του, όταν, μετά τον καταποντισμό του από τον άγριο Ποσειδώνα, δέχεται στη γύμνια του τη σφοδρή επίθεση του ψύχους.
Ο Οδυσσέας στην όχθη ενός ποταμού κερδίζει τη ζωή του, τη στιγμή που η θεά Αθηνά εισέρχεται για χάρη του στο όνειρο της Ναυσικάς και την παρακινεί να πάει σ' αυτόν τον ποταμό να πλύνει τα προικιά της.
Έντεχνα η μεγάλη προστάτις του πολυμήχανου ήρωα βάζει στο μυαλό της την ιδέα του γάμου.
Τώρα πώς μια βασιλοπούλα συμμετέχει ενεργά στην πλύση, οδηγεί η ίδια το αμάξι και φθάνει στο ποτάμι, κοντά στις όχθες του οποίου κοιμάται ο Οδυσσέας, εξηγείται και από το ποιητικό σχέδιο, που προβλέπει τη συνάντησή της με τον Οδυσσέα, αλλά και από τα ήθη και έθη της Μυκηναϊκής εποχής, που θέλει τα θηλυκά μέλη της βασιλικής οικογένειας να γνέθουν, να υφαίνουν, γενικώς ν'ασκούν τα καθήκοντα μιας καλής νοικοκυράς.
Και η γυναίκα του Οδυσσέα, η Πηνελόπη, υφαίνει, εκτός των άλλων, το σάβανο του Λαέρτη, παραπλανώντας τους μνηστήρες της, όπως υφαίνει και η Ελένη του Μενέλαου, δίνοντας μάλιστα ένα από τα υφαντά της στον γιο του Οδυσσέα, τον Τηλέμαχο, δώρο γάμου για τη μέλλουσα γυναίκα του.
Έτσι κι η αυτή η όμορφη δεκαεξάχρονη βασιλοπούλα, συνοδευμένη από τις βάγιες της, πλένει με τις δούλες της, απλώνει τα ρούχα και, μέχρι να στεγνώσουν, παίζει μαζί τους τόπι.
Ένα άλλο έξυπνο σχέδιο του ποιητή είναι το παιγνίδι αυτό, γιατί έτσι θα βάλει για δεύτερη φορά τη θεά Αθηνά να βοηθήσει τον ήρωα, πειράζοντας μια βολή, ώστε το τόπι να βρεθεί στο ποτάμι και να σηκωθεί ένας κοριτσίστικος αναβρασμός, που θα ξυπνήσει τον Οδυσσέα.
Περίεργος και καχύποπτος, ως ήταν, έμφανίζεται, σκεπτόμενος ωστόσο να κρύψει τ' αχαμνά του, ώστε να μπορέσει να μείνει μόνη η Ναυσικά, που θα τον ακινητοποιήσει και με το θάρρος της και με το κάλλος της.
Ο ναυαγός μας ξεχνά τη γύμνια του, την πείνα του, τα βάσανά του και δηλώνει ανυπόκριτο θαυμασμό στο πρόσωπο της Ναυσικάς, χωρίς να την προσβάλει, κρατώντας την απόσταση, που θα τον κάνει ακίνδυνο σ' αυτή την ομορφιά, που την εξυψώνει πιότερο η τόλμη να σταθεί αγέρωχη μπροστά στην βρώμικη όψη ενός ώριμου, άγνωστου και άγριου από τις κακουχίες, άντρα.
Η ομορφιά ήταν της Ναυσικάς, η τόλμη της θεάς, που, για τρίτη φορά, βοηθά το ποιητικό σχέδιο, εμφυσώντας την αφοβιά στην ψυχή της κόρης, ώστε να σταθεί και να μάθει την ανάγκη του Οδυσσέα.
ΙΚΕΣΙΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΣΜΟΣ
Πέφτει στα γόνατα, από μακριά , να την ικετέψει, μη κρύβοντας το θαυμασμό του:
Στα γόνατά σου πέφτω αρχόντισσα! Θεός, θνητός -τι να' σαι;
Θεός αν είσαι, απ' όσους τ' άσωστα ψηλά κρατούν ουράνια,
σε παρομοιάζω με την Άρτεμη, του τρανού Δία την κόρη,
στην ομορφιά και το παράστημα και του κορμιού τη χάρη.
Θνητών αν είσαι πάλι γέννημα, που ζουν στη γης απάνω,
χαρά στον κύρη και στη μάνα σου, και τρεις φορές χαρά τους,
και τρεις φορές χαρά στ' αδέρφια σου, που απ' αφορμή δική σου
βαθιά αναγάλλια μες στα στήθη τους, θα νιώθουν κάθε τόσο,
τέτοιο βλαστάρι καμαρώνοντας χορό να σέρνει πρώτη.
Μ' απ' όλους τους ανθρώπους πιότερο χαρά σ' αυτόν που δώρα
περίσσια δίνοντας στο σπίτι του τα΄ρι ακριβό σε πάρει.
Τέτοιο θνητό ποτέ τα μάτια μου δεν έχουν δει, μητ' άντρα,
μήτε γυναίκα, αλήθεια. Εθάμπωσα θωρώντας σε μπροστά μου.
Στη Δήλο, στο βωμό του Απόλλωνα παρέκει, κάποια μέρα
μιας χουρμαδιάς βλαστάρι νιόβγαλτο που ξεπετιόταν είδα...
Έτσι και κείνο, σαν το αντίκρισα, πολλή στεκόμουν ώρα
και θαύμαζα' τι η γη δεν έβγαλε τέτοιο δεντρό ποτέ της.
Έτσι και σένα καμαρώνοντας σαστίζω τώρα κόρη.
(Οδύσσεια ραψ.ζ)
Η κατάσταση του Οδυσσέα και η χρονική στιγμή κάθε άλλο παρά επιτρέπει να εκφράσει τόσο τεχνικά το θάμπος από την ομορφιά, που στάθηκε θαρραλέα αντίκρυ του. Ο ποιητής όμως θέλει να εξάρει την καλλονή της κόρης!
Η Αθηνά πάντως δε συμμετέχει στην πρόκληση τέτοιας αποσβόλωσης, όχι!
Από τη μια η παρέμβαση θα μείωνε το κάλλος της Ναυσικάς, που γεννά τέτοιες αντιδράσεις, και από την άλλη την πολυμήχανη φύση του ήρωα, που σε κάθε στιγμή, ιδίως της ανάγκης, ξέρει και μόνος του πώς να φθάνει στος βάθος της ψυχής του άλλου, από τον οποίο θα ζητήσει βοήθεια.
Η αόριστη αναφορά στον τυχερό που θα την κάνει ταίρι του, έρχεται να ταυτιστεί με την υπενθύμιση της θεάς Αθηνάς και να πάρει προεκτάσεις κι άλλες, όπως σε κάθε όνειρο κοριτσιού, που ανυπομονεί για το βασιλόπουλο στη ζωής του.
Ο θαυμασμός του Οδυσσέα είναι ο κλασικός, αυτός που και σήμερα εκδηλώνεται μπροστά στη φανέρωση κάθε ανάλογης ομορφιάς, που, ωστόσο, ο ποιητής δεν περιγράφει κλασικά, απαριθμώντας τα χαρακτηριστικά της, παρά περιορίζεται σ' ένα ύμνο της από τον οποίον εμείς θα εξάγουμε τα στοιχεία:
Την αποκαλεί αρχόντισσα, άρα η θωριά της είναι επιβλητική.
Την προσφωνεί θεά, άρα η ωραιότητά της, που προβάλει στα μάτια του, μόνο στους θεούς απαντιέται. Η θεϊκή ομορφιά δεν μοιάζει της θνητής, είναι άφατη!
Το βλαστάρι της νιοφύτρωτης χουρμαδιάς, με το οποίο τη συγκρίνει, αποκαλύπτει τη δροσερή της ηλικία, τα νιάτα της, τη χάρη της, τη λυγεράδα της, το σπαθίσιο κορμί της.
Το τριπλό καμάρι των δικών της και το αγάλλιασμα των άλλων, στη χάρη του χορού της, είναι μια άλλη εικόνα της αντικειμενικά παραδεκτής ομορφιάς, καταγραμμένης από μαρτυρίες ξένων και όχι συγγενικών προσώπων.
Φθάνει να δεις τις αντιδράσεις των άλλων και αντιλαμβάνεσαι περί τίνος πρόκειται!
Μήπως και η ομορφιά της Ελένης δεν μας παραδόθηκε από τις αντιδράσεις και τα λόγια τωνπρωτογερόντων της Τροίας;
Και της Πηνελόπης; Οι αντιδράσεις των πολλών μνηστήρων, σαν έβγαινε ως βυζαντινή αρχόντισσα μπροστά τους, ο πόθος που τους άναβε, δεν ήταν μια πιστοποίηση της ωραιότητάς της;
Το έχουμε καταλάβει, ο ποιητής έτσι μας δίνει την έκπαγλο καλλονή των γυναικών των έργων του: χωρίς το χρώμα των μαλλιών και των ματιών, χωρίς το βάρος και το ύψος τους, αλλά περιγράφοντας τον ¨πόθο” που προκαλεί στα μάτια των άλλων, που την αντικρίζουν και θέλουν να την οικειοποιηθούν ή και τον “πόνο”, αυτών που δεν τα καταφέρνουν να περικλειστούν στον κύκλο αυτού του κάλλους!
Η ΝΑΥΣΙΚΑ ΒΟΗΘΑ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ
Η Ναυσικά βοηθά με όλη της την καρδιά τον Οδυσσέα.
Επικρίνει τις δούλες της που έφυγαν και προστάζει να προσφέρουν ρούχα και τροφή στον ξένο.
Προσέξτε, η ταυτότητα του ξένου είναι άγνωστη, αλλά το τυπικό της φιλοξενίας, έστω και με σπιτικό τη φύση στην όχθη ενός ποταμού, ορίζει να τον δεχθείς, πόσο δε μάλλον, όταν είναι και ικέτης.
Όταν ο Οδυσσέας λουσμένος, ντυμένος, καθαρός προβάλλει στη Ναυσικά, είναι η σειρά της να θαυμάσει αυτόν τον άντρα, που η Θεά Αθηνά, στην τέταρτη παρέμβασή της, τον μεταμορφώνει, αφαιρώντας του χρόνια και προσθέτοντας χάρη τέτοια, που θα την οδηγήσει να μοιραστεί αυτή τη σκέψη με τις βάγιες της:
Μοιάζει θεός, απ' όσους τ' άσωστα ψηλά κρατούν ουράνια.
Να' μενε, θε μου, εδώ, κι ο τόπος μου να του άρεσε να κάτσει,
και να' τανε της μοίρας μου άντρας μου να γένει ετούτος τώρα. (ραψ.ζ)
'Ενας πόθος που φτιάχτηκε με υλικά απ' το όνειρο και απ' τα λόγια του Οδυσσέα, προορισμένος να μην πραγματοποιηθεί.
Σύμφωνα με τις οδηγίες της, θα επιστρέψουν χωριστά στο παλάτι.
Η ίδια το ζητά, για να μην σχολιασθεί από τους κατοίκους, παντοδύναμη πάντα η κοινή γνώμη, και εκεί, σύμφωνα με τις συμβουλές της, θα ικετέψει για βοήθεια, αγγίζοντας πρώτα το γόνυ της μάνας της, της Αρήτης.
Πριν φθάσει εκείνος στο παλάτι του Αλκίνοου, προσεύχεται στο άλσος της θεάς Αθηνάς, ζητώντας τη συμπαράστασή της.
Η ΠΙΣΤΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
Στο παλάτι του Αλκίνοου, ο ήρωας φιλοξενείται μεγαλόπρεπα, πριν ακόμα δηλώσει την ταυτότητά του, όπως ορίζει ο θεσμός του Ξένιου Δία.
Από την αρχή εκδηλώνει το βαθύ καημό του να γυρίσει πίσω στην πατρίδα και ο βασιλιάς των Φαιάκων, όσο κι αν θα τον ήθελε γαμπρό στην κόρη του, θα τον βοηθήσει να πραγματώσει το νόστιμο ήμαρ.
Τη Ναυσικά θα τη δει μια φορά ακόμα, την ώρα που πάει να συναντήσει το βασιλιά και τους Φαίακες. Πανέμορφη στην παραστάδα της πόρτας στέκεται να τον καμαρώσει:
Και τότε η Ναυσικά, πανέμορφη με των θεών τη χάρη,
ήρθε κι ακούμπησε στο μάγουλο της στέρεης πόρτας πάνω,
κι αφού τον Οδυσσέατα μάτια της καμάρωσαν θωρώντας,
γυρνάει μετά και με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
Γεια και χαρά σου, ξένε! Φτάνοντας στη γη την πατρική σου
να με θυμάσαι κάποτε, τι εγώ σ' έχω γλυτώσει.
(ραψ. θ)
Τα λόγια της κρύβουν έναν ερωτισμό, που σίγουρα αυτή η δεκαεξάχρονη δεν τον καταλαβαίνει. Ο Οδυσσέας όμως, ως έμπειρος της ζωής, τον νιώθει και κολακεύεται που κατάφερε έστω να μπει στα όνειρα αυτής της δροσερής ψυχής με την όμορφη θωριά!
Μια άλλη φορά θα δοκιμαστεί η πίστη του στην Πηνελόπη.
Αρνήθηκε τον έρωτα της Κίρκης, ξέφυγε, έστω και μετά από 8 χρόνια, από τα ερωτικά πλοκάμια της Καλυψώς, αρνούμενος την αθανασία και την αιώνια νιότη και τώρα δραπετεύει από τη νιότη και τη δροσιά της Ναυσικάς, να συναντήσει τη γερασμένη θνητή πιστή Πηνελόπη.
Μπορεί να μην έχει να επιδείξει τυπική πίστη και αφοσίωση, επιδεικνύει όμως την ουσιαστική αφοσίωση στην οικογένεια και την πατρίδα, όπου επιστρέφει με μεγάλη λαχτάρα.
Πέρα από πολεμιστής είναι και ένας ξενιτεμένος ο Οδυσσέας, που θέλει να ζήσει στην πατρίδα του, που δεν ξεχνά, και σ' αυτή θέλει να παραδώσει τη ζωή του, όλα τα υπόλοιπα χρόνια του.
Εκεί γυρνά, εκεί που ανήκει, ενώ η Ναυσικά, η κόρη του Αλκίνοου και της Αρήτης, βασιλοπούλα των Φαιάκων, θα βρει το ταίρι που ταιριάζει στην ηλικία και στα κοριτσίστικα όνειρά της.
Μοιάζει με παραμύθι που προϋπήρχε και που διάβασε ο ποιητής μας αυτή η αφήγηση για τον Οδυσσέα και τη Ναυσικά.
Η βασιλοπούλα που θέλει να τη θυμάται για πάντα ο ώριμος άνδρας που βοήθησε και της ξύπνησε τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, αλλά είναι ανέφικτο να γίνει άντρας της. Μετά απ' αυτή όμως την πρώτη ματαίωση, θα βρει το σύντροφο από τον τόπο της. Είναι μοτίβο αυτό που απαντάς στα λαϊκά παραμύθια.
Ο Οδυσσέας είναι ο ήρωας που αρνείται την ωραιότητα για να εκπληρώσει τον ασίγαστο πόθο: το νόστιμο ήμαρ.
Η Πηνελόπη υπάρχει εκεί πάντα γι αυτόν, τυπικά και ουσιαστικά αφοσιωμένη, δικαιώνοντας τη μέρα της επιστροφής!
Έρρωσθε και Χαίρεσθε, φίλοι Μυθολόγοι!
— μαζί με Darrell Pan.χρήστης The Mythologists
Ναυσικά, η κόρη του Αλκίνοου
O ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΗΝ ΝΑΥΣΙΚΑ
Όταν ο καραβοτσακισμένος και θαλασσοδαρμένος Οδυσσέας ξυπνά στη χώρα των Φαιάκων, η πρώτη εικόνα που προβάλλει στα μάτια του, πέρα από το τοπίο που τον περιβάλλει, είναι της Ναυσικάς, της πεντάμορφης κόρης του βασιλιά ενός τόπου, ο οποίος τον διασώζει στα χώματά του και τα φυλλώματά του, όταν, μετά τον καταποντισμό του από τον άγριο Ποσειδώνα, δέχεται στη γύμνια του τη σφοδρή επίθεση του ψύχους.
Ο Οδυσσέας στην όχθη ενός ποταμού κερδίζει τη ζωή του, τη στιγμή που η θεά Αθηνά εισέρχεται για χάρη του στο όνειρο της Ναυσικάς και την παρακινεί να πάει σ' αυτόν τον ποταμό να πλύνει τα προικιά της.
Έντεχνα η μεγάλη προστάτις του πολυμήχανου ήρωα βάζει στο μυαλό της την ιδέα του γάμου.
Τώρα πώς μια βασιλοπούλα συμμετέχει ενεργά στην πλύση, οδηγεί η ίδια το αμάξι και φθάνει στο ποτάμι, κοντά στις όχθες του οποίου κοιμάται ο Οδυσσέας, εξηγείται και από το ποιητικό σχέδιο, που προβλέπει τη συνάντησή της με τον Οδυσσέα, αλλά και από τα ήθη και έθη της Μυκηναϊκής εποχής, που θέλει τα θηλυκά μέλη της βασιλικής οικογένειας να γνέθουν, να υφαίνουν, γενικώς ν'ασκούν τα καθήκοντα μιας καλής νοικοκυράς.
Και η γυναίκα του Οδυσσέα, η Πηνελόπη, υφαίνει, εκτός των άλλων, το σάβανο του Λαέρτη, παραπλανώντας τους μνηστήρες της, όπως υφαίνει και η Ελένη του Μενέλαου, δίνοντας μάλιστα ένα από τα υφαντά της στον γιο του Οδυσσέα, τον Τηλέμαχο, δώρο γάμου για τη μέλλουσα γυναίκα του.
Έτσι κι η αυτή η όμορφη δεκαεξάχρονη βασιλοπούλα, συνοδευμένη από τις βάγιες της, πλένει με τις δούλες της, απλώνει τα ρούχα και, μέχρι να στεγνώσουν, παίζει μαζί τους τόπι.
Ένα άλλο έξυπνο σχέδιο του ποιητή είναι το παιγνίδι αυτό, γιατί έτσι θα βάλει για δεύτερη φορά τη θεά Αθηνά να βοηθήσει τον ήρωα, πειράζοντας μια βολή, ώστε το τόπι να βρεθεί στο ποτάμι και να σηκωθεί ένας κοριτσίστικος αναβρασμός, που θα ξυπνήσει τον Οδυσσέα.
Περίεργος και καχύποπτος, ως ήταν, έμφανίζεται, σκεπτόμενος ωστόσο να κρύψει τ' αχαμνά του, ώστε να μπορέσει να μείνει μόνη η Ναυσικά, που θα τον ακινητοποιήσει και με το θάρρος της και με το κάλλος της.
Ο ναυαγός μας ξεχνά τη γύμνια του, την πείνα του, τα βάσανά του και δηλώνει ανυπόκριτο θαυμασμό στο πρόσωπο της Ναυσικάς, χωρίς να την προσβάλει, κρατώντας την απόσταση, που θα τον κάνει ακίνδυνο σ' αυτή την ομορφιά, που την εξυψώνει πιότερο η τόλμη να σταθεί αγέρωχη μπροστά στην βρώμικη όψη ενός ώριμου, άγνωστου και άγριου από τις κακουχίες, άντρα.
Η ομορφιά ήταν της Ναυσικάς, η τόλμη της θεάς, που, για τρίτη φορά, βοηθά το ποιητικό σχέδιο, εμφυσώντας την αφοβιά στην ψυχή της κόρης, ώστε να σταθεί και να μάθει την ανάγκη του Οδυσσέα.
ΙΚΕΣΙΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΣΜΟΣ
Πέφτει στα γόνατα, από μακριά , να την ικετέψει, μη κρύβοντας το θαυμασμό του:
Στα γόνατά σου πέφτω αρχόντισσα! Θεός, θνητός -τι να' σαι;
Θεός αν είσαι, απ' όσους τ' άσωστα ψηλά κρατούν ουράνια,
σε παρομοιάζω με την Άρτεμη, του τρανού Δία την κόρη,
στην ομορφιά και το παράστημα και του κορμιού τη χάρη.
Θνητών αν είσαι πάλι γέννημα, που ζουν στη γης απάνω,
χαρά στον κύρη και στη μάνα σου, και τρεις φορές χαρά τους,
και τρεις φορές χαρά στ' αδέρφια σου, που απ' αφορμή δική σου
βαθιά αναγάλλια μες στα στήθη τους, θα νιώθουν κάθε τόσο,
τέτοιο βλαστάρι καμαρώνοντας χορό να σέρνει πρώτη.
Μ' απ' όλους τους ανθρώπους πιότερο χαρά σ' αυτόν που δώρα
περίσσια δίνοντας στο σπίτι του τα΄ρι ακριβό σε πάρει.
Τέτοιο θνητό ποτέ τα μάτια μου δεν έχουν δει, μητ' άντρα,
μήτε γυναίκα, αλήθεια. Εθάμπωσα θωρώντας σε μπροστά μου.
Στη Δήλο, στο βωμό του Απόλλωνα παρέκει, κάποια μέρα
μιας χουρμαδιάς βλαστάρι νιόβγαλτο που ξεπετιόταν είδα...
Έτσι και κείνο, σαν το αντίκρισα, πολλή στεκόμουν ώρα
και θαύμαζα' τι η γη δεν έβγαλε τέτοιο δεντρό ποτέ της.
Έτσι και σένα καμαρώνοντας σαστίζω τώρα κόρη.
(Οδύσσεια ραψ.ζ)
Η κατάσταση του Οδυσσέα και η χρονική στιγμή κάθε άλλο παρά επιτρέπει να εκφράσει τόσο τεχνικά το θάμπος από την ομορφιά, που στάθηκε θαρραλέα αντίκρυ του. Ο ποιητής όμως θέλει να εξάρει την καλλονή της κόρης!
Η Αθηνά πάντως δε συμμετέχει στην πρόκληση τέτοιας αποσβόλωσης, όχι!
Από τη μια η παρέμβαση θα μείωνε το κάλλος της Ναυσικάς, που γεννά τέτοιες αντιδράσεις, και από την άλλη την πολυμήχανη φύση του ήρωα, που σε κάθε στιγμή, ιδίως της ανάγκης, ξέρει και μόνος του πώς να φθάνει στος βάθος της ψυχής του άλλου, από τον οποίο θα ζητήσει βοήθεια.
Η αόριστη αναφορά στον τυχερό που θα την κάνει ταίρι του, έρχεται να ταυτιστεί με την υπενθύμιση της θεάς Αθηνάς και να πάρει προεκτάσεις κι άλλες, όπως σε κάθε όνειρο κοριτσιού, που ανυπομονεί για το βασιλόπουλο στη ζωής του.
Ο θαυμασμός του Οδυσσέα είναι ο κλασικός, αυτός που και σήμερα εκδηλώνεται μπροστά στη φανέρωση κάθε ανάλογης ομορφιάς, που, ωστόσο, ο ποιητής δεν περιγράφει κλασικά, απαριθμώντας τα χαρακτηριστικά της, παρά περιορίζεται σ' ένα ύμνο της από τον οποίον εμείς θα εξάγουμε τα στοιχεία:
Την αποκαλεί αρχόντισσα, άρα η θωριά της είναι επιβλητική.
Την προσφωνεί θεά, άρα η ωραιότητά της, που προβάλει στα μάτια του, μόνο στους θεούς απαντιέται. Η θεϊκή ομορφιά δεν μοιάζει της θνητής, είναι άφατη!
Το βλαστάρι της νιοφύτρωτης χουρμαδιάς, με το οποίο τη συγκρίνει, αποκαλύπτει τη δροσερή της ηλικία, τα νιάτα της, τη χάρη της, τη λυγεράδα της, το σπαθίσιο κορμί της.
Το τριπλό καμάρι των δικών της και το αγάλλιασμα των άλλων, στη χάρη του χορού της, είναι μια άλλη εικόνα της αντικειμενικά παραδεκτής ομορφιάς, καταγραμμένης από μαρτυρίες ξένων και όχι συγγενικών προσώπων.
Φθάνει να δεις τις αντιδράσεις των άλλων και αντιλαμβάνεσαι περί τίνος πρόκειται!
Μήπως και η ομορφιά της Ελένης δεν μας παραδόθηκε από τις αντιδράσεις και τα λόγια τωνπρωτογερόντων της Τροίας;
Και της Πηνελόπης; Οι αντιδράσεις των πολλών μνηστήρων, σαν έβγαινε ως βυζαντινή αρχόντισσα μπροστά τους, ο πόθος που τους άναβε, δεν ήταν μια πιστοποίηση της ωραιότητάς της;
Το έχουμε καταλάβει, ο ποιητής έτσι μας δίνει την έκπαγλο καλλονή των γυναικών των έργων του: χωρίς το χρώμα των μαλλιών και των ματιών, χωρίς το βάρος και το ύψος τους, αλλά περιγράφοντας τον ¨πόθο” που προκαλεί στα μάτια των άλλων, που την αντικρίζουν και θέλουν να την οικειοποιηθούν ή και τον “πόνο”, αυτών που δεν τα καταφέρνουν να περικλειστούν στον κύκλο αυτού του κάλλους!
Η ΝΑΥΣΙΚΑ ΒΟΗΘΑ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ
Η Ναυσικά βοηθά με όλη της την καρδιά τον Οδυσσέα.
Επικρίνει τις δούλες της που έφυγαν και προστάζει να προσφέρουν ρούχα και τροφή στον ξένο.
Προσέξτε, η ταυτότητα του ξένου είναι άγνωστη, αλλά το τυπικό της φιλοξενίας, έστω και με σπιτικό τη φύση στην όχθη ενός ποταμού, ορίζει να τον δεχθείς, πόσο δε μάλλον, όταν είναι και ικέτης.
Όταν ο Οδυσσέας λουσμένος, ντυμένος, καθαρός προβάλλει στη Ναυσικά, είναι η σειρά της να θαυμάσει αυτόν τον άντρα, που η Θεά Αθηνά, στην τέταρτη παρέμβασή της, τον μεταμορφώνει, αφαιρώντας του χρόνια και προσθέτοντας χάρη τέτοια, που θα την οδηγήσει να μοιραστεί αυτή τη σκέψη με τις βάγιες της:
Μοιάζει θεός, απ' όσους τ' άσωστα ψηλά κρατούν ουράνια.
Να' μενε, θε μου, εδώ, κι ο τόπος μου να του άρεσε να κάτσει,
και να' τανε της μοίρας μου άντρας μου να γένει ετούτος τώρα. (ραψ.ζ)
'Ενας πόθος που φτιάχτηκε με υλικά απ' το όνειρο και απ' τα λόγια του Οδυσσέα, προορισμένος να μην πραγματοποιηθεί.
Σύμφωνα με τις οδηγίες της, θα επιστρέψουν χωριστά στο παλάτι.
Η ίδια το ζητά, για να μην σχολιασθεί από τους κατοίκους, παντοδύναμη πάντα η κοινή γνώμη, και εκεί, σύμφωνα με τις συμβουλές της, θα ικετέψει για βοήθεια, αγγίζοντας πρώτα το γόνυ της μάνας της, της Αρήτης.
Πριν φθάσει εκείνος στο παλάτι του Αλκίνοου, προσεύχεται στο άλσος της θεάς Αθηνάς, ζητώντας τη συμπαράστασή της.
Η ΠΙΣΤΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
Στο παλάτι του Αλκίνοου, ο ήρωας φιλοξενείται μεγαλόπρεπα, πριν ακόμα δηλώσει την ταυτότητά του, όπως ορίζει ο θεσμός του Ξένιου Δία.
Από την αρχή εκδηλώνει το βαθύ καημό του να γυρίσει πίσω στην πατρίδα και ο βασιλιάς των Φαιάκων, όσο κι αν θα τον ήθελε γαμπρό στην κόρη του, θα τον βοηθήσει να πραγματώσει το νόστιμο ήμαρ.
Τη Ναυσικά θα τη δει μια φορά ακόμα, την ώρα που πάει να συναντήσει το βασιλιά και τους Φαίακες. Πανέμορφη στην παραστάδα της πόρτας στέκεται να τον καμαρώσει:
Και τότε η Ναυσικά, πανέμορφη με των θεών τη χάρη,
ήρθε κι ακούμπησε στο μάγουλο της στέρεης πόρτας πάνω,
κι αφού τον Οδυσσέατα μάτια της καμάρωσαν θωρώντας,
γυρνάει μετά και με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
Γεια και χαρά σου, ξένε! Φτάνοντας στη γη την πατρική σου
να με θυμάσαι κάποτε, τι εγώ σ' έχω γλυτώσει.
(ραψ. θ)
Τα λόγια της κρύβουν έναν ερωτισμό, που σίγουρα αυτή η δεκαεξάχρονη δεν τον καταλαβαίνει. Ο Οδυσσέας όμως, ως έμπειρος της ζωής, τον νιώθει και κολακεύεται που κατάφερε έστω να μπει στα όνειρα αυτής της δροσερής ψυχής με την όμορφη θωριά!
Μια άλλη φορά θα δοκιμαστεί η πίστη του στην Πηνελόπη.
Αρνήθηκε τον έρωτα της Κίρκης, ξέφυγε, έστω και μετά από 8 χρόνια, από τα ερωτικά πλοκάμια της Καλυψώς, αρνούμενος την αθανασία και την αιώνια νιότη και τώρα δραπετεύει από τη νιότη και τη δροσιά της Ναυσικάς, να συναντήσει τη γερασμένη θνητή πιστή Πηνελόπη.
Μπορεί να μην έχει να επιδείξει τυπική πίστη και αφοσίωση, επιδεικνύει όμως την ουσιαστική αφοσίωση στην οικογένεια και την πατρίδα, όπου επιστρέφει με μεγάλη λαχτάρα.
Πέρα από πολεμιστής είναι και ένας ξενιτεμένος ο Οδυσσέας, που θέλει να ζήσει στην πατρίδα του, που δεν ξεχνά, και σ' αυτή θέλει να παραδώσει τη ζωή του, όλα τα υπόλοιπα χρόνια του.
Εκεί γυρνά, εκεί που ανήκει, ενώ η Ναυσικά, η κόρη του Αλκίνοου και της Αρήτης, βασιλοπούλα των Φαιάκων, θα βρει το ταίρι που ταιριάζει στην ηλικία και στα κοριτσίστικα όνειρά της.
Μοιάζει με παραμύθι που προϋπήρχε και που διάβασε ο ποιητής μας αυτή η αφήγηση για τον Οδυσσέα και τη Ναυσικά.
Η βασιλοπούλα που θέλει να τη θυμάται για πάντα ο ώριμος άνδρας που βοήθησε και της ξύπνησε τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, αλλά είναι ανέφικτο να γίνει άντρας της. Μετά απ' αυτή όμως την πρώτη ματαίωση, θα βρει το σύντροφο από τον τόπο της. Είναι μοτίβο αυτό που απαντάς στα λαϊκά παραμύθια.
Ο Οδυσσέας είναι ο ήρωας που αρνείται την ωραιότητα για να εκπληρώσει τον ασίγαστο πόθο: το νόστιμο ήμαρ.
Η Πηνελόπη υπάρχει εκεί πάντα γι αυτόν, τυπικά και ουσιαστικά αφοσιωμένη, δικαιώνοντας τη μέρα της επιστροφής!
Έρρωσθε και Χαίρεσθε, φίλοι Μυθολόγοι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου