Η μετανάστευσή
από την Υπερεία στη Σχερία πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του βασιλιά
Ναυσίθοου, γιού του Ποσειδώνα και της Περίβοιας. Όταν ο Ναυσίθοος έφτασε
στη Σχερία, «σήκωσε κάστρο ολόγυρα στην πόλη, έχτισε σπίτια, έφτιασε
των θεών ναούς και μοίρασε χωράφια» (Οδύσσεα ζ, 9-10). Παιδιά του ήταν ο
Αλκίνοος και ο Ρηξήνορας, ο οποίος πέθανε νέος, αφού πρώτα έφερε στον
κόσμο μία κόρη, την Αρήτη. Ο Αλκίνοος παντρεύτηκε την Αρήτη, μια και
φημιζόταν όσο καμία άλλη γυναίκα για την ομορφιά της, την καλοσύνη και
τη σοφία της. Μαζί της απέκτησε πέντε γιους και μια κόρη, τη Ναυσικά,
και βασίλεψε στο νησί μέχρι τα γηρατειά του. Από τις διηγήσεις του
Ομήρου και του Απολλωνίου φαίνεται πως το βασιλικό ζεύγος κυβέρνησε τους
ειρηνόφιλους Φαίακες δίκαια και συνετά. Κάτω από την εξουσία του
Αλκίνοου υπήρχαν δώδεκα δημογέροντες, οι οποίοι μαζί με όλους τους
κατοίκους συγκροτούσαν τη Βουλή των Φαιάκων. Για τη λήψη των αποφάσεων ο
βασιλιάς συγκαλούσε τη Βουλή, όπου είχαν όλοι δικαίωμα λόγου. Το
πολυτελές παλάτι του Αλκίνοου περιγράφτηκε στην Οδύσσεια (η, 86-136) με
μοναδική γλαφυρότητα: «Γιατί μια λάμψη χύνονταν, σαν φεγγαριού, σαν
ήλιου, απ' όλο το αψηλόσκεπο του Αλκίνοου το παλάτι. Χάλκινοι τοίχοι
πήγαιναν απ' τη μπασιά ως το βάθος κι είχαν μια ζώνη από γυαλί γαλάζιο
γύρω γύρω. Χρυσές οι πόρτες το ψηλό παλάτι μέσα κλείναν και σε κατώφλι
χάλκινο στέκονταν ασημένιοι οι παραστάτες κι αργυρό το ανώφλι ήταν επάνω
και το κρικέλι ολόχρυσο. Στο 'να και στ' άλλο μέρος είχε σκυλιά από
μάλαμα κι ασήμι καμωμένα, που τα 'χε φτιάξει ο Ήφαιστος με τη σοφή του
τέχνη, να του φυλούν το αρχοντικό του αντρειωμένου Αλκίνοου κι αθάνατα
κι αγέραστα να στέκουν εκεί πάντα.
Την εποχή του Αλκίνοου πέρασε από το νησί ο
ξακουστός Οδυσσέας και δέχτηκε τη φιλοξενία των κατοίκων του. Μετά από
τη νίκη των Ελλήνων στο Τρωικό πόλεμο, ο Οδυσσέας αντιμετώπισε την οργή
του Ποσειδώνα και περιπλανήθηκε δέκα ολόκληρα χρόνια σε ανταριασμένες
θάλασσες και αφιλόξενες στεριές, αδυνατώντας να προσεγγίσει την
πολυπόθητη πατρίδα του, την Ιθάκη. Στη Σκερία έφτασε μισοπεθαμένος, αφού
είχε πρώτα παλέψει δύο μερόνυχτα με τα αγριεμένα κύματα. Κι όπως
παράδερνε στα απότομα βράχια του νησιού, η θεά Αθηνά στάθηκε δίπλα του
και τον βοήθησε να βγει σε ένα ήρεμο ακρογιάλι και να κοιμηθεί κάτω από
τα δένδρα σκεπάζοντας το γυμνό κορμί του με τα φύλλα τους.Όταν ξημέρωσε, άκουσε μες στον ύπνο του
χαρούμενες φωνές κοριτσιών και ξύπνησε. Γύρω του βρισκόταν η Ναυσικά με
τις φίλες της, που έπαιζαν το τόπι, αφού είχαν πλύνει τα ρούχα τους στο
ποτάμι. Μόλις αντίκρυσε την όμορφη βασιλοπούλα έμεινε άφωνος μπροστά στα
κάλλη της: «Σπλαχνίσου με βασίλισσα. Θνητή για αθάνατη είσαι; Αν είσαι
κάποια απ' τις θεές που χαίρονται τα ουράνια, μονάχα με την Άρτεμη, του
Δία, εγώ, την κόρη, σε προσομοιάζω στη μορφή, στ' ανάστημα, στα κάλλη.
Γιατί ποτέ τα μάτια μου δεν είδαν τέτοιο πλάσμα, άντρα ή γυναίκα.
Θάμπωσαν τα μάτια μου, όταν σ' είδα. Μόνο στη Δήλο μια φορά, πλάι στο
βωμό του Απόλλου τέτοιο δροσάτο φοινικιάς βλαστάρι είδα ν' ανθίζει. Κι
όπως εκείνο ώρα πολλή με θάμπωσε όταν το 'δα, γιατί απ' τη γη δεν
φύτρωσε φυτό παρόμοιο ακόμα, έτσι κι εσύ με θάμπωσες, παρθένα, κι όλος
τρέμω, μ' όσες κι αν έχω συμφορές, το γόνα να σου πιάσω» (Οδύσσεια ζ,
151-171). Αλλά και η Ναυσικά θαύμασε τον ξένο και προθυμοποιήθηκε να τον
βοηθήσει: του έδωσε λάδι για να λουστεί και ρούχα για να ντυθεί, του
πρόσφερε φαγητό και τον προσκάλεσε στο παλάτι. «Ακούστε κάτι να σας πω,
κρινόχερα κορίτσια. Δίχως τη γνώμη των θεών που κατοικούν στα ουράνια
δεν ήρθε αυτός ο άνθρωπος στη χώρα των Φαιάκων. Πρωτύτερα μου φάνηκε πως
είναι ασχημομούρης, μα τώρα μοιάζει των θεών που χαίρονται τα ουράνια.
Μακάρι τέτοιος να 'τανε γραφτός για μένα ο άντρας, του τόπου κάτοικος,
κι εδώ να 'θελε αυτός να μείνει. Μα ελάτε, κόρες, δώστε του φαΐ-πιοτό
του ξένου».
Αφήνοντας τον ποταμό ο Οδυσσέας διέσχισε την
πόλη των Φαιάκων με του ψηλούς της πύργους, με το όμορφο λιμάνι, την
αγορά το ναό του Ποσειδώνα και το άλσος της Αθηνάς (ζ, 264-295) και
φτάνοντας στο παλάτι παρουσιάστηκε στην Αρήτη. Ο βασιλιάς του πρόσφερε
πρόθυμα τη φιλοξενία του και την επόμενη μέρα συγκάλεσε τη Βουλή των
Φαιάκων για να αποφασίσουν να στείλουν τον ξένο στην πατρίδα του. Προς
τιμή του οργάνωσε αθλητικούς αγώνες και ένα πλούσιο συμπόσιο, κατά τη
διάρκεια του οποίου ο αοιδός Δημόδοκος τραγούδησε τη δόξα των πολεμιστών
στην Τροία προκαλώντας τη συγκίνηση του Οδυσσέα. Μέσα στην ταραχή του ο
γενναίος βασιλιάς της Ιθάκης αποκάλυψε στον Αλκίνοο την ταυτότητά του
και διηγήθηκε τις περιπέτειές του μετά από την άλωση της Τροίας. Οι
Φαίακες ήταν, λοιπόν, οι πρώτοι που έμαθαν για τις περιπλανήσεις του
Οδυσσέα στη χώρα των Κικόνων, των Λωτοφάγων και των Κυκλώπων, στο νησί
του Αιόλου και της Κίρκης, για τα παθήματά του από τις Σειρήνες, τη
Σκύλλα, τη Χάρυβδη και το θεό Ήλιο, καθώς και για την πολύχρονη παραμονή
του στο νησί της Καλυψώς. Γεμάτοι θαυμασμό για τον ήρωα οι άρχοντες του
νησιού του χάρισαν πλούσια δώρα και την επόμενη μέρα του ετοίμασαν ένα
από τα πλοία τους για να ταξιδέψει με ασφάλεια στην Ιθάκη.Οι Φαίακες, που κατάγονταν από τον ίδιο τον
Ποσειδώνα, μια και δικός του γιος ήταν ο Ναυσίθοος, φημίζονταν την εποχή
εκείνη ως σπουδαίοι ναυτικοί. «Γιατί οι Φιαάκοι για σπαθιά δεν
νοιάζονται ή δοξάρια, μον' για κατάρτια και κουπιά κι ισόμετρα καράβια,
που στον αφρό της θάλασσας τα χαίρονται να τρέχουν» (Οδύσσεια ζ,
272-274). Ωστόσο η πρωτοβουλία τους να δώσουν στον Οδυσσέα ένα από τα
πλοία τους ήταν αντίθετη με την επιθυμία του θεού της θάλασσας και
πλήρωσαν ακριβά την ευγενική τους χειρονομία. Ο Ποσειδώνας πέτρωσε το
καράβι τους την ώρα που γυρνούσε απ' την Ιθάκη και έκλεισε την π όλη
τους με ένα ψηλό βουνό, επαληθεύοντας έτσι έναν παλιό χρησμό. «Τότε ο
Αλκίνοος άρχισε κι έτσι είπε δύο λόγια: Αχ, να τα, βγαίνουν τα παλιά της
μοίρας τα γραμμένα, που μου 'λεγε ο πατέρας μου, πως είναι θυμωμένος με
μας τη ς γης ο σαλευτής, γιατί γινόμαστε όλων καλοπροαίρετοι οδηγοί. Κι
έλεγε πως μια μέρα θα σπάσει ένα πεντάμορφο καράβι των Φαιάκων, από
ταξίδι όταν γυρνά μες στο γεράνιο κύμα και γύρω με ψηλό βουνό την πόλη
μας θα κλείσει. Ο γέρος έτσι τα 'λεγε και να αληθεύουν όλα. Ας πάψουν τα
ταξίδια αυτά του καθενός στην πόλη μας που θα 'ρθει κι ας σφάξουμε του
αφέντη Ποσειδώνα δώδεκα ταύρους διαλεχτούς, ίσως και μας πονέσει.»
(Οδύσσεια ν, 180-191). Με αυτόν τον τρόπο ερμήνευσαν, όπως φαίνεται, οι
κάτοικοι του νησιού κάποιους βραχώδεις σχηματισμούς, που είναι ακόμη
ορατοί κοντά σε πολλές από τις ακτές της Κέρκυρας.
Η πληροφορία του Ομήρου για τη συνήθεια των
Φαιάκων να φιλοξενούν με αγάπη όλους τους περαστικούς επαληθεύεται και
από το έργο «Αργοναυτικά» του Απολλωνίου του Ροδίου (3 ος αι. π.Χ.).
Σύμφωνα με τη διήγησή του, πριν από τον Οδυσσέα είχαν επισκεφθεί τη
Σχερία ο Αργοναύτες με τον Ιάσονα και τη Μήδεια. Όταν ο Ιάσονας έφυγε
από την Κολχίδα με το χρυσόμαλλο δέρας, ο πατέρας της Μήδειας, ο
βασιλιάς Αιήτης, έστειλε μερικούς Κόλχους να τον καταδιώξουν κι εκείνος
βρήκε καταφύγιο στο παλάτι του Αλκίνοου. Εκεί, σε μια σπηλιά κοντά στο
λεγόμενο Υλλαϊκό λιμάνι έγιναν οι γάμοι του με τη Μήδεια, έτσι ώστε η
ξένη βασιλοπούλα δεν θα μπορούσε ποτέ να γυρίσει στην πατρίδα της. Όμως,
και οι Κόλχοι, που είχαν στο μεταξύ φιλοξενηθεί από τον Αλκίνοο και την
Αρήτη, αρνήθηκαν να επιστρέψουν στην Κολχίδα και να αντιμετωπίσουν την
οργή του Αιήτη και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Σχερία.Μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί η θέση της
ομηρικής πόλης των Φαιάκων, ούτε έχουν βρεθεί στοιχεία για κάποιο
ανάκτορα σαν αυτό του Αλκίνοου. Οι αρχαιολόγοι διατύπωσαν κατά καιρούς
πολυάριθμες θεωρίες και υποθέσεις σχετικά με την ομηρική Σχερία
(Παλαιοκαστρίτσα, Έρμονες), όμως καμία δεν έχει επιβεβαιωθεί, εφόσον τα
ευρήματα από τη Μυκηναϊκή περίοδο (στην οποία αναφέρεται η διήγηση του
Ομήρου) είναι πενιχρά. Βέβαια ο Όμηρος έζησε κατά τον 8 ο αι. π.Χ. και
είναι πιθανό οι περιγραφές του να επηρεάστηκαν από την Κέρκυρα της δικής
του εποχής. Έτσι η Κέρκυρα του Ομήρου θα μπορούσε κατά μία άποψη να
ταυτισθεί με τον ανασκαμμένο οικισμό των ιστορικών χρόνων και να
βρίσκεται θαμμένη κάτω από τα ερείπιά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου