Η εμπνευσμένη όραση του Ομήρου
Σκύλλα και Χάρυβδη
Αν θέλουμε να υποστηρίζουμε, πως υφίσταται μια άμεση επαφή και σχέση
του Ομήρου με την νοτιανατολική Κεφαλλονιά, προσδιορίζοντας εκεί την πατρίδα
του Οδυσσέα και επαληθεύοντας στον συγκεκριμένο τόπο τα τοπία της Οδύσσειας, θα
βρεθούμε αντιμέτωποι με κάτι που φαντάζει παράδοξο και έξω από τον αποδεχόμενο,
γενικό κανόνα σύνθεσης των επών, ο οποίος αξιώνει τη γεωγραφική ακρίβεια, τουλάχιστον
στον ελληνικό χώρο. Φαίνεται λοιπόν, ότι ο ποιητής δεν έχει δείξει κανένα
ενδιαφέρον για το ονομαστό φαράγγι του Πόρου, ώστε να το συμπεριλάβει στο έργο
του, ως ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Ιθάκης, όπως κάνει για παράδειγμα με το
λιμάνι του Φορκύνα, το Νήριτο και το Νήιο.
Το βασικό
πέρασμα που οδηγεί από τη θάλασσα προς την κοιλάδα και αντίστροφα, είναι ένα
ξεχωριστό κι επιβλητικότατο γεωλογικό φαινόμενο, που δεν αφήνει ασυγκίνητο
κανένα διερχόμενο επισκέπτη αυτής της πανέμορφης γωνιάς της νήσου. Πώς θα
μπορούσε ο χαρισματικός δημιουργός των επών, αν στα αλήθεια έζησε ή έστω
γνώριζε αυτή τη γη, να αποτελέσει εξαίρεση;
Πράγματι, αυτό το εδαφικό σημείο δε λείπει από το έργο του.
Διαφυλάσσεται μάλιστα με λογοτεχνική οικονομία και δε δίδεται απροκάλυπτα,
προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως βάση της ποιητικής φαντασίας, σ’ ένα σημαντικό
μυθολογικό επεισόδιο της Οδύσσειας. Στη ραψωδία «μ», ο Όμηρος, μεταξύ άλλων
δεινών και τρομαχτικών σημείων, περιγράφει με το όνομα «στεινωπόν», ένα στενό πέρασμα ανάμεσα
σε δύο «πέτρας». Είναι το επικίνδυνο εμπόδιο της Σκύλλας
και της Χάρυβδης, πάνω στην περιπετειώδη πορεία του ταξιδιώτη Οδυσσέα προς τη
χώρα του. Οι κατοικίες των δύο φονικών τεράτων, τα οποία με τις σχετικές
απώλειες ξεπερνάει ο ήρωας του έπους, τοποθετούνται αντικριστά μέσα σε αυτό το εντυπωσιακό σύμπλεγμα των απειλητικών
βράχων, που παρεμποδίζουν και ελέγχουν πάντα την ελεύθερη μετακίνηση των
ανθρώπων, εγκλωβίζοντάς τους στο μικρό τους κόσμο και στη θνητή τους ύπαρξη.
Πολλοί
προσπάθησαν κατά καιρούς, να προτείνουν κάποια περιοχή στη Μεσόγειο, που θα
ήταν πιθανό να αντιστοιχεί σ’αυτό το μέρος. Πουθενά όμως δε θα μπορούσε να
βρεθεί κάποιο ανάλογο υποχρεωτικό πέρασμα, με τόσα ταυτόσημα στοιχεία, όσα στο
στενό φαράγγι της Ηράκλειας.
«οὐδέ
κεν ἀμβαίη βροτός ἀνήρ, οὐδ’ ἐπιβαίη,
οὐδ’
εἴ οἱ χεῖρές τε ἐείκοσι καί πόδες εἶεν˙
πέτρη
γάρ λίς ἐστι, περιξεστῇ ἐϊκυῖα.»
«Θνητός
ἀπάνω ἐκεῖ δέν πάτησε˙ κι εἴκοσι χέρια ἄν εἶχε
κι
εἴκοσι πόδια, δέ θά δύνουνταν ν’ ἀνέβει στήν κορφή του˙
κοφτός
ὁ βράχος ἴσια ὑψώνεται, λές κι εἶναι δουλεμένος.»
(μ 77-79)
Πατέρα της Σκύλλας θεωρούσαν τον Φορκύνα. Τον περίφημο
θαλάσσιο θεό, ο οποίος έχει την γνωστή σχέση με την Ιθάκη-Κεφαλλονιά και που η
μυστικιστική παράδοση των οπαδών του Ορφέως, τον θέλει ως έναν απ’ τους
αρχέγονους θεούς, παιδί του Ωκεανού. Αξίζει να σημειώσουμε, πως σύμφωνα με τις
δοξασίες, ο Φορκύνας ήταν αυτός που ανάστησε την κόρη του την Σκύλλα, μετά τη
θανάτωσή της από τον ημίθεο Ηρακλή, για να την συναντήσει αργότερα ο Οδυσσέας
στις περιπέτειές του.
Το φαντασμαγορικό φαράγγι του Πόρου
Κεφαλληνίας,
είναι το κυρίως πέρασμα από το λιμάνι και την ανοιχτή θάλασσα,
προς την κλειστή πεδιάδα της Ηράκλειας.
|
Η Σκύλλα,
ως κακόβουλο και απεχθές κτήνος, παραφύλαγε αθέατη σ’ ένα μονίμως σκοτεινό
σπήλαιο στη μέση του βράχου της, ενώ η είσοδος της φωλιάς της κοίταγε δυτικά
και προς το Έρεβος.
«Ὑπάρχει
σκοτεινή σπηλιά καταμεσῆς τῆς πέτρας
δυσμικά
στραμμένη, πρός τό Ἔρεβος – κι ἐσεῖς τό κοῖλο
σκάφος
θά διευθύνετε κατά κεῖ, Ὀδυσσέα ὑπεράξιε,
ὃμως
ἀπ’ τό βαθύ πλοῖο μήτε ἀτσαλόχερος ἄντρας
κι
ἄν τόξευε ποτέ, θά ’φτανε τοῦ σπήλαιου τήν τρύπα.
Μέσα
σ’ αὐτό ἡ Σκύλλα ζεῖ ἀνατριχιαστικά ὑλακτώντας,
μέ
φωνή ὅπως τοῦ νιογέννητου σκυλιοῦ, ἐκείνη ἐντούτοις
εἶναι
φοβερό τέρας˙ ὅποιος καί νά τή θωροῦσε,
δέν
θά χαιρόταν σίγουρα, κι ἄν θεός ἦταν ἀκόμα.
Ἔχει
δώδεκα στραβοπόδαρα καί λαιμούς ἕξι,
μακρότατους,
πού σέ καθενός τήν ἄκρη φυτρώνει
μιά
κεφαλή τρομαχτική μέ τρεῖς ἀράδες δόντια,
πυκνά
καί σφιχτοφύτευτα, ὄργανα μαύρου θανάτου.
Στή
βαθουλή σπηλιά ὣς τή μέση της εἶναι χωμένη
καί
μέ κεφάλια κρεμαστά στό τραχύ βάραθρο, ἔξω,
ψαρεύει
γύρω στό βράχο ψάχνοντας μέ λαχτάρα
νά
πιάσει δελφίνια καί σκυλόψαρα ἤ καί κανένα
θεριόψαρο
ἀκόμα πιό μεγάλο, σάν ὅποια τρέφει
-
πλῆθος ἀναρίθμητο - ἡ πολυπάταγη Ἀμφιτρίτη.»
( μ 80-98)
Αν ψάξουμε τώρα στο στενό του Πόρου, μόνο εάν μας το καταδείξει κάποιος
που γνωρίζει καλά την περιοχή, θα αναγνωρίσουμε μια σπηλιά ψηλά, στο
νοτιοανατολικό κάθετο και πέτρινο τοίχο. Είναι ένα αρκετά μεγάλο και σκοτεινό
κοίλωμα, 200τ.μ. περίπου, το οποίο ανασκάφτηκε πρόσφατα από την Εφορεία
Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας του Υπουργείου Πολιτισμού, με αξιόλογα
μάλιστα ευρήματα. Απ’ αυτά, διαπιστώθηκε πως η χρήση του χώρου του σπηλαίου απ’
τον άνθρωπο, ξεκίνησε εντατικά το 5480 π.Χ. και περιέργως σταμάτησε εντελώς
ξαφνικά, γύρω στο 2400π.Χ. Η ανθρώπινη δραστηριότητα μέσα σ’ αυτό, επαναλήφθηκε
ύστερα από 900 περίπου χρόνια, τον 6ο π.Χ. αιώνα και συνεχίστηκε
κανονικά μέχρι και τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Όμως, αυτή η παράξενη χρονική διακοπή,
στη συνεχή εκμετάλλευση του προϊστορικού σπηλαίου από τους κατοίκους της νήσου,
κατά την εποχή του Χαλκού και τη Γεωμετρική εποχή, δε θα πρέπει να περάσει
απαρατήρητη. Δεν είναι καθόλου αναίτια, όπως δεν είναι τυχαίο και το όνομα που
φέρει σήμερα η σπηλιά. Αποκαλείται απ’ τους ντόπιους «σπήλαιο της Δράκαινας»
και όπως αντιλαμβανόμαστε, πρόκειται για το ίδιο το σπήλαιο της φοβερής
Σκύλλας!
Οι
λαϊκές παραδόσεις αυτού του τόπου δηλαδή, διατήρησαν ζωντανή μια πανάρχαια
δεισιδαιμονία. Τη μεταβίβασαν σχεδόν ακέραια από τη γενεά του Οδυσσέα και του Ομήρου, μέχρι
και τις μέρες μας. Η τρομαχτική μορφή του τέρατος δεν άλλαξε καθόλου από τότε,
παρά μόνο το όνομά του με τον καιρό
τροποποιήθηκε. Κατά τον ευρωπαϊκό
μεσαίωνα, τα φοβερά, μυθικά όντα της απόκρυφης φύσης, τα οποία τρύπωναν
σε σκοτεινά σπήλαια και επιβουλεύονταν την ανθρώπινη ύπαρξη, ήταν κοινώς γνωστά
ως δράκοι. Εξαιτίας της δημοτικότητά τους, οι δράκοι αντικατέστησαν μέσα στους
λαϊκούς θρύλους, τις αρχαίες επωνυμίες που δίδονταν σ’ αυτού του είδους τα
πλάσματα. Θα ήταν πολύ λογικό να πούμε
επομένως, πως η Σκύλλα δεν πέθανε, αλλά
απλώς άλλαξε ταυτότητα! Το παρουσιαστικό της Σκύλλας εξάλλου, έτσι όπως
λεπτομερώς μας περιγράφεται στο έπος, ταιριάζει άνετα με τις παραστάσεις που
έχουμε για τους μεσαιωνικούς δράκους.
Τοπογραφικό διάγραμμα του σπηλαίου της Δράκαινας στο στενό του
Πόρου.
|
Όταν οι
Αχαιοί κάτοικοι της νήσου Κεφαλλονιάς, ανέπτυξαν και εγκατέστησαν την αξιόλογη
κοινωνία τους σ’ αυτήν την περιοχή, τότε μάλλον έπλασαν με τη φαντασία τους, το
θρύλο του τέρατος της σπηλιάς πάνω στους βράχους. Έτσι φωτίζεται το
αρχαιολογικό μυστήριο και εξηγείται γιατί η σπηλιά έπαψε εντελώς να
χρησιμοποιείται κατά τη δική τους περίοδο και για πολλά ακόμη χρόνια μετά,
μέχρι να ατονήσει η δοξασία και να ξεπεραστεί ο φόβος. Ο κίνδυνος του τέρατος,
της Σκύλλας που κρυβόταν στο σκοτάδι της σπηλιάς, αποθάρρυνε τον κόσμο στο να
μπει μέσα εκεί ή ακόμη και να την πλησιάσει. Και μόνο που διέρχονταν από κάτω
της, στο δρόμο Ρείθρο – πόλη Ιθάκης, τους έκανε να τρέμουν με τη διαδεδομένη
προκατάληψη, ότι πάνω απ’ τα κεφάλια τους καραδοκούσε ένα ανθρωποφάγο όν.
Αυτή η
«κακή φήμη» που είχε η Σκύλλα, προφανώς καθιερώθηκε εξαιτίας των άτυχων
περαστικών, που καθώς διέσχιζαν το φαράγγι του Πόρου, έπεφταν θύματα, όχι
φυσικά της Σκύλλας, αλλά της αγριότητας του απόκρημνου εδάφους και του
επικίνδυνου δρόμου που περνάει από εκεί. Οι τυχαίες πτώσεις των απρόσεκτων
ανθρώπων στο φουσκωμένο χειμαρρώδες ποτάμι και η αδυναμία ανεύρεσης των
πτωμάτων τους που απ’ τα νερά παρασύρονταν στη θάλασσα, έκανε τους κατοίκους
της γύρω περιοχής, να πιστεύουν πως κάποιο μουλωχτό τέρας τους κατάπιε. Έγιναν
θυσία σε μια πανάρχαια δαιμονική θεότητα που τρέφεται με την σάρκα των άμοιρων
θνητών, οι οποίοι στερούνται τη ζωή τους για να επιβιώσει η υπόλοιπη κοινωνική
ομάδα.
Η
οποιαδήποτε άμυνα απέναντι σ’ ένα τέτοιο φρικτό θάνατο ήταν άσκοπη, καθώς μια
προεξοχή του βράχου σαν μπαλκόνι κάτω από αυτήν τη ψηλή σπηλιά, κάνει τον
εντοπισμό της απ’ τους διαβάτες αδιανόητο. Έτσι καλά κρυμμένη και καλυμμένη
ενέδρευε η Σκύλλα του Ομήρου, μέσα στο στενό του σημερινού Πόρου, ώστε ούτε να
την δουν για να προφυλαχτούν μπορούσαν, ούτε και να την αντιμετωπίσουν
πολεμώντας την από μακριά με δόρατα και βέλη. Όπως ακριβώς επιχείρησε να κάνει
κι ο πάντα πεισματάρης Οδυσσέας, χωρίς βέβαια επιτυχία.
«Τήν
ξακουστή μου ἀρμάτα φόρεσα γοργά, καί δυό κοντάρια
μακριά
φουχτώνοντας ἀνέβηκα στῆς πλώρης τήν κουβέρτα,
τί
τό θεριό τοῦ βράχου ἐλόγιαζα νά ξεπροβάλει πρῶτα
ἐκεῖθε,
ἡ Σκύλλα, μαῦρο πού ’κλωθε χαμό στούς σύντροφούς μου.
Μά
πουθενά δέν τήν ξεχώριζα˙ τά μάτια μου ἀποκάμαν
γύρω
παντοῦ τόν ἀχνογάλαζο νά ψαχουλεύουν βράχο.»
(μ 228-233)
Είναι
χαρακτηριστικό, ότι εκτός από κρυφό, το σπήλαιο της Δράκαινας –Σκύλλας, είναι
προσανατολισμένο κατά τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε το εσωτερικό του να παραμένει
καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας σκοτεινό, υπό την σκιά των βράχων, έτσι όπως θα
το ήθελε ένα μουλωχτό τέρας κι έτσι όπως μας το περιγράφει κι ο Όμηρος.
«μέσσῳ
δ’ ἐν σκοπέλῳ ἐστί σπέος ἠεροειδές,
πρός ζόφον εἰς
Ἔρεβος τετραμμένον»
( μ 80-81)
Αυτό το
γεγονός, ίσως είναι στην πράξη το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα όσα διαπιστώσαμε στην
ταύτιση της φωλιάς της Σκύλλας, με το σπήλαιο της Δράκαινας στο φαράγγι του
Πόρου. Η διεύθυνση που δίδεται «πρός
ζόφον εἰς Ἔρεβος », προς τα δυτικά και το φοβερό σκοτάδι του
Ερέβους, είναι στ’ αλήθεια η βορειοδυτική κατεύθυνση που κοιτάει η είσοδος της
τρομαχτικής σπηλιάς, στην οποία σήμερα οι Κεφαλλονίτες ακόμα τοποθετούν ένα
δράκο και μάλιστα σε γένος θηλυκό!
Ύστερα απ’
αυτό, είμαστε πλέον βέβαιοι για την ορθότητα της θέσεώς μας. Εντοπίσαμε όντως τη
σπηλιά όπου κατοικούσε η ομηρική Σκύλλα, που σίγουρα η μορφή της δεν ήταν μια
αυθαίρετη φιγούρα του φαντασιόπληκτου μυαλού του ποιητή, αλλά μια υπερφυσική
αντίληψη της πραγματικότητας, έτσι όπως καθιερώθηκε από τη δεισιδαιμονική και
τερατογόνο ψυχοσύνθεση της αρχαίας κοινωνίας, μέσα στην οποία ανήκε κι αυτός.
Το σημείο της αθέατης στο βράχο σπηλιάς.
|
Το έτερο τέρας του στενού, η
Χάρυβδη, βρισκόταν αντικριστά απ’ την Σκύλλα, στη βάση του δικού της «σκοπέλου»
και στη σκιά ενός μεγάλου δέντρου συκιάς. Εκεί άνοιγε το φρικαλέο της στόμα και
ρουφούσε το νερό, μαζί με τους άτυχους ταξιδιώτες.
«Τόν
δ’ ἕτερον σκόπελον χθαμαλώτερον ὄψει, Ὀδυσσεῦ,
πλησίον
ἀλλήλων˙ καί κεν διοϊστεύσειας.
τῷ
δ’ ἐν ἐρινεός ἐστι μέγας, φύλλοισι τεθηλώς˙
τῷ
δ’ ὑπό δῖα Χάρυβδις ἀναρροιβδεῖ μέλαν ὓδωρ.»
«Ὁ
ἄλλος θαλασσόβραχος, Ὀδυσσέα, πού θ’ ἀνταμώσεις
εἶναι
πιό χαμηλός, πλάι στόν πρῶτο - ἡ σαϊτιά τόν φτάνει.
Τρανή
ἀγριοσυκιά ὀρθώνεται πυκνόφυλλη ἐκεῖ πάνω,
καί
κάτω της ρουφᾶ ἡ θεία Χάρυβδη τό μπλάβο πέλαο.»
( μ 101-104)
Τη φωλιά
της Χάρυβδης, δεν είναι δύσκολο να την εντοπίσει κανείς στον άλλο βράχο του
στενού του Πόρου, που από αυτόν της Σκύλλας, απέχει περίπου πενήντα μέτρα. Όση
δηλαδή απόσταση, διανύει ένα τοξεμένο βέλος. Απέναντι ακριβώς απ’ τη σπηλιά της
Δράκαινας, στην αντίπερα πλευρά του γεφυριού που ενώνει σήμερα το φαράγγι,
βρίσκεται σήμερα στη βάση του βράχου, ένα μικρό σπήλαιο. Ανοίγεται ως χάσμα
στην πέτρα, μπροστά στα πόδια του διαβάτη και δίπλα στον δρόμο. Η διαμόρφωσή
του είναι αρκετά παράξενη και μάλλον υπήρξε βαθύτερο και μεγαλύτερο στο
παρελθόν, πριν κατασκευαστεί απρόσεκτα η δημόσια οδός. Έτσι όπως προβάλει το
σκοτεινό του κοίλος, μοιάζει ίδιο με ορθάνοιχτο στόμα που επιδεικνύει τις
απειλητικές του διαθέσεις. Οι ντόπιοι στις μέρες μας, ισχυρίζονται πως ακούνε
να βγαίνει από εκεί ένας αφύσικος ήχος, σα να αναπνέει κάτι ζωντανό μέσα σ’
αυτήν την αλλόκοτη τρύπα. Είναι η « ανάσα » του στενού, όπως χαρακτηριστικά
συνηθίζουν να τον αποκαλούν. Ένας τοπικός, εκφοβιστικός θρύλος, που τρέφεται
εδώ και χρόνια, χάρη στην μεταφυσική αντίληψη των ανθρώπων για τη φύση και έχει
την προέλευσή του, από την εποχή που οι Κεφαλλήνες έβλεπαν εκεί, το φρικτό
στόμα της Χάρυβδης (Χάρον+άπτω, με μετατροπή πτ>βδ).
Σε αυτήν
την καταβόθρα στη ρίζα του βράχου, εισχωρούσαν με ορμή τα νερά του ποταμού και
της θάλασσας στο παρελθόν. Τότε, που πριν 3.000 έτη, αν λάβουμε υπόψη μας τη
διάβρωση και τις προσχώσεις, η κοίτη του πλούσιου ποταμού και η παλίρροια της
κοντινής θάλασσας, έφταναν από αντίθετες κατευθύνσεις μέχρι το στόμιό της.
Σημειωνόταν έτσι μια δυναμική σύγκρουση, μεταξύ της ροής του ποταμού και της
θάλασσας, προκαλώντας πολύ συχνά εκκωφαντικούς θορύβους και πολύμορφους
στροβιλισμούς των ορμητικών ρευμάτων, μέσα στη χοάνη του βράχου, με ισχυρές κι
επανωτές εισόδους και εξόδους του νερού. Φαινόμενα που μας τα περιγράφει ο
ποιητής με έντονα χρώματα και βέβαια θα τρομοκρατούσαν όποιον τα παρατηρούσε.
Απέναντι από την σπηλιά της Δράκαινας και κάτω από τον άλλο βράχο,
βρίσκεται η τρύπα που συνδέθηκε στη φαντασία του Ομήρου, με το στόμα
του καταχθόνιου τέρατος.
|
«Κλαίοντας
διαπλέαμε τό στενό ἐμεῖς μέ δεξιά ζερβά μας
τή
Σκύλλα καί τή δαιμονική Χάρυβδη, πού ρούφαε
μέ
τρομερό κοχλασμό τό ἁρμυρό νερό τοῦ πέλαου.
Κι
ὅταν τό ξέρναγε, ἀναταραζόταν σάν λεβέτι
πυρακτωμένο
ἀπό δυνατή φωτιά, ἐνῶ ἡ ἁλισάχνη
κατακαθόταν
τ’ ἀψήλου στίς δυό κορφές τῶν βράχων.
Κι
ὡς τό ἁρμυρό νερό τῆς θάλασσας ξαναρουφώντας
ἔδειχνε
τό λαρύγγι της πού ἀνάβραζε, βρουχιόταν
ὁ
βράχος ἄγρια, ὥσπου κάτωθε τοῦ βυθοῦ φαινόταν
ἡ
μαύρη ἄμμος – πρασίνισαν οἱ σύντροφοι σκιαγμένοι.»
( μ 234-243)
Ο Όμηρος είχε
ως εικόνα στον νου του, αυτό το εντυπωσιακό κι εκρηκτικό φυσικό φαινόμενο που
εξελισσόταν περιοδικά στο φαράγγι του Πόρου και μάλιστα δίνει μια παραπλήσια
περιγραφή, σε κάποια παρομοίωση του άλλου έργου του, της Ιλιάδας.
«Σέ
ποταμοῦ οὐρανοκατέβατου τό στόμα πῶς τό κύμα
τρανό,
στό ρέμα ἐνάντια, χύνεται καί βόγγει, καί τά βράχια
γύρα
βρουχιοῦνται, ὅπως ἡ θάλασσα μέ ὁρμή πετάγεται ὄξω»
(Ρ 263-265)
«δῖα Χάρυβδις ἀναρροιβδεῖ μέλαν ὓδωρ»
|
Ωστόσο, το
πιο εκπληκτικό στοιχείο εδώ και συνάμα το πιο ανεπάντεχο, είναι η εμφάνιση ενός πραγματικού δέντρου
συκιάς, δίπλα ακριβώς απ’ το σπηλαιώδες χάσμα της Χάρυβδης, όπως μας το
αναφέρει κι ο ποιητής. Φυτρώνει πάνω στην πέτρα και ρίχνει τη σκιά της εκεί που
θεωρητικά ζούσε το φρικτό, δαιμονικό ζώο. Είναι προφανώς, ο μακρινός απόγονος
της μεγάλης αγριοσυκιάς που υπήρχε εκεί στα χρόνια του Ομήρου, κι απ’ την οποία
φαντάστηκε να πιάνεται ο ήρωάς του, χρησιμοποιώντας τα κλαδιά της για να
γλιτώσει από την αναρρόφηση της Χάρυβδης. Η θηριώδης αγριοσυκιά του βράχου,
αποτελεί ένα βασικό συντελεστή στην πλοκή της δράσης, με καίριο ρόλο στη
διάσωση του Οδυσσέα.
«Καθώς
αὐτή ρούφηξε τό ἁρμυρό νερό τοῦ πέλαου,
ἐγώ
τήν ψηλή ἀγριοσυκιά πηδώντας ἅρπαξα, ὅπως
μπόρεσα,
καί κρεμάστηκα κεῖθε σάν νυχτερίδα,
γιατί
δέν εἶχα στήριγμα τά πόδια νά πατήσω:
οἱ
ρίζες ἦταν χαμηλά καί ἀψηλά τά κλωνάρια
πού
ἰσκιῶναν τή Χάρυβδη, τά πιό χοντρά καί μεγάλα.»
( μ 431-436)
Αντιλαμβανόμαστε
πλέον, όσο τολμηρό κι αν φαίνεται αυτό, πως η διαμόρφωση του φυσικού περιβάλλοντος και τα χαρακτηριστικά στοιχεία
του στενού του Πόρου στην Κεφαλλονιά, έρχονται σε πλήρη συμφωνία, με το σκηνικό
χώρο που μας παρουσιάζει ο δημιουργός αυτής της πασίγνωστης μυθικής περιπέτειας
του Οδυσσέα. Ακόμη κι αν ποτέ δεν πέρασε καράβι από εκεί, αυτό δεν απέτρεψε τον
Όμηρο, στο να την φανταστεί όπως μας την περιγράφει. Το ασύγκριτο δέος που
προκαλεί στους διαβάτες ακόμη και σήμερα το συγκεκριμένο φαράγγι, αιτιολογεί τα
ιδιαίτερα συναισθήματα που διέγειρε στον ποιητή και μαζί του, δικαιολογεί
απόλυτα και τους κατοίκους της αρχαίας Ιθάκης, για τους τοπικούς θρύλους που
ανέπτυξαν περί επικίνδυνων ανθρωποφάγων τεράτων, τα οποία είχαν φτιάξει τη
φωλιά τους σ’ αυτό το ξεχωριστό μέρος.
Τα φοβερά
θεριά και οι ανίκητοι φύλακες του στενού, η Σκύλλα και η Χάρυβδη, που τις
συναντήσαμε ακόμα να ζουν και να τρομοκρατούν τους ανθρώπους που περνάν από το
φαράγγι του Πόρου, αντί να παρεμποδίσουν την πορεία μας, εξασθενημένες πια τόσα
χρόνια, έδειξαν σ’εμάς το σωστό δρόμο και ταυτόχρονα τον τρόπο στο να
κατανοήσουμε τη μεθοδολογία σύνθεσης του έπους. Δηλαδή, την εύστοχη λογοτεχνική
χρήση των έντονων εδαφικών χαρακτηριστικών και των λαϊκών δοξασιών που τους
συνοδεύουν, ως πρωταρχικά μέσα έμπνευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου