Ο Πλούταρχος για το δελφικό Ε, τον (ένα) θεό, τον άνθρωπο, τον θάνατο και τον χρόνο
Μιλάει ο Αμμώνιος
Νομίζω, λοιπόν, ότι το γράμμα Ε δεν συμβολίζει ούτε αριθμό ούτε σειρά ούτε σύνδεσμο ούτε κάποιο άλλο από τα ελλιπούς σημασίας μόρια. Αλλά είναι μια αυτοτελής προσαγόρευση και προσφώνηση του θεού, η οποία με την εκφώνησή της κάνει αυτόν που την πρόφερε να συλλαμβάνει τη δύναμη του θεού.
Γιατί ο θεός σε κάθε έναν που προσέρχεται εδώ απευθύνει το γνώθι σαυτόν σαν ενός είδους χαιρετισμό, ο οποίος δεν είναι σε καμιά περίπτωση κατώτερος από το "χαίρε". Εμείς πάλι, απαντώντας στον θεό λέμε "εί-σαι" (= εί), θεωρώντας ως αληθή, αψευδή και μόνη ταιριαστή μόνο σ' εκείνον προσφώνηση αυτήν που σημαίνει το είναι.
Γιατί εμείς δεν έχουμε στην πραγματικότητα κανένα μερίδιο στην ύπαρξη, αλλά κάθε θνητή φύση βρίσκεται μεταξύ της γέννησης και της φθοράς και παρέχει μόνο ένα φάσμα και μια αμυδρή και αβέβαιη εικόνα του εαυτού της.
Αν τώρα προσηλώσεις τον νου σου επιθυμώντας να τη συλλάβεις:
όπως το δυνατό δράξιμο του νερού κάνει να χαθεί το περιεχόμενο διαρρέοντας (από τα δάχτυλα) με την πίεση και τη συγκέντρωση του νερού στο ίδιο σημείο, έτσι και η λογική αποτυγχάνει, όταν επιζητεί την άκρα σαφήνεια για κάθε πράγμα από εκείνα που μπορούν να αλλοιωθούν και να μεταβληθούν, επειδή άλλοτε εξετάζει τη γέννησή του και άλλοτε τη φθορά του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κατανοήσει τίποτα από τα σταθερά και όντως όντα.
Αδύνατο να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι, κατά τον Ηράκλειτο, ούτε ν' αγγίξεις θνητή ουσία δυο φορές στην ίδια κατάσταση, αλλά εξαιτίας της οξύτητας και της ταχύτητας της μεταβολής "σκορπά και πάλι μαζεύεται", ή καλύτερα ούτε πάλι ούτε ύστερα, αλλά ταυτόχροναι και συγκεντρώνεται και διαλύεται και "έρχεται και φεύγει".
Γι' αυτόν τον λόγο και δεν οδηγεί στο είναι ό,τι γεννιέται απ' αυτήν (ακριβώς επειδή η γέννηση ποτέ δεν σταματά ούτε στέκεται), αλλά μεταβάλλοντάς το αδιάκοπα, από τότε που είναι ακόμη σπέρμα, δημιουργεί το έμβρυο, έπειτα το βρέφος, μετά το παιδί, κατόπιν στη σειρά τον έφηβο, τον νέο, τον άνδρα, τον ώριμο άνθρωπο, τον γέροντα, καταστρέφοντας τις πρώτες γενέσεις και ηλικίες με τις επόμενες.
Κι εμείς με τρόπο γελοίο φοβόμαστε ένα και μόνο θάνατο, τη στιγμή που έχουμε πεθάνει και πεθαίνουμε τόσους θανάτους!
Γιατί δεν ισχύει μόνο, όπως έλεγε ο Ηράκλειτος, ότι "ο θάνατος της φωτιάς είναι γέννηση για τον αέρα και ο θάνατος του αέρα είναι γέννηση για το νερό", αλλά ακόμη σαφέστερα στη δική μας περίπτωση ο άνθρωπος που βρίσκεται στην ακμή του καταστρέφεται όταν γεννιέται ο γέροντας, καταστρέφεται ο νέος μεταπίπτοντας σε άνθρωπο στην ακμή του, το παιδί σε νέο, το νήπιο στο παιδί.
Ο χθεσινός άνθρωπος έχει πεθάνει μεταπίπτοντας στον σημερινό, ενώ ο σημερινός θα πεθάνει μεταπίπτοντας στον αυριανό.
Κανείς δεν μένει ο ίδιος και κανείς δεν είναι ένας, αλλά γινόμαστε πολλά πρόσωπα, καθώς η ύλη περιστρέφεται και γλιστρά γύρω από ένα είδωλο και ένα κοινό εκμαγείο.
Γιατί πώς παραμένουμε οι ίδιοι, ενώ χαιρόμαστε τώρα με άλλα πράγματα, πρωτύτερα με άλλα, ενώ αγαπάμε και μισούμε, θαυμάζουμε και ψέγουμε (κάθε φορά) αντίθετα πράγματα, ενώ διαθέτουμε διαφορετικά λόγια και διαφορετικά συναισθήματα, χωρίς να διατηρούμε την ίδια όψη, την ίδια μορφή, ούτε καν την ίδια σκέψη;
Γιατί ούτε είναι λογικό να νιώθει κανείς διαφορετικά συναισθήματα άνευ μεταβολής, ούτε και κανείς αν μεταβληθεί μένει ο ίδιος.
Αν, τώρα, κανείς δεν είναι πάντα ο ίδιος, τότε ούτε και υπάρχει, αλλά μεταβάλλει την ίδια του τη φύση καθώς γίνεται άλλος από άλλον.
Και η αίσθηση, επειδή αγνοεί το ον, αποφαίνεται λανθασμένα ότι αυτό που μας φαίνεται υπάρχει στ' αλήθεια.
Τι είναι, λοιπόν, το όντως ον;
Είναι το αιώνιο, το αγέννητο και άφθαρτο, στο οποίο χρόνος κανείς δεν προξενεί μεταβολή.
Γιατί ο χρόνος είναι κάτι που βρίσκεται σε κίνηση και εμφανίζεται σε συνάρτηση με την κινούμενη ύλη, κάτι που πάντα ρέει και δεν συγκρατεί τίποτα, σαν αγγείο φθοράς και γεννήσεως. Σ' αυτόν ανήκουν το "έπειτα" και το "πριν" και το "θα γίνει" και το "έχει γίνει", λέξεις που και μόνο με την εκφορά τους αποτελούν πάραυτα ομολογία του μη όντος.
Γιατί είναι αφελές και άτοπο το να λες ότι υπάρχει αυτό που ακόμη δεν έχει υπάρξει στο είναι ή έχει ήδη παύσει να είναι.
Όσο γι' αυτό στο οποίο προπάντων βασίζουμε τη νόηση του χρόνου και προφέρουμε το "υπάρχει", το "είναι παρόν", το "τώρα", όταν η λογική προσπαθεί υπερβολικά να διεισδύσει μέσα του το χάνει. Γιατί το "τώρα" εκθλίβεται και διαχωρίζεται αναγκαστικά σε μέλλον και παρελθόν, σαν ακτίνα για εκείνους που θέλουν να τη δουν.
Αν, λοιπόν, η φύση που γίνεται αντικείμενο μέτρησης υφίσταται τις ίδιες μεταβολές με το υποκείμενο της μέτρησης, τότε κανένα τμήμα της δεν είναι σταθερό ή υπαρκτό, αλλά όλα γεννιούνται και φθείρονται ανάλογα με τη χρονική τους κατανομή.
Επομένως, δεν επιτρέπεται και να λέει κανείς για το ον ότι υπήρξε ή θα υπάρξει. Γιατί αυτά είναι παρεκκλίσεις και μεταβάσεις και παραλλαγές αυτού που εκ φύσεως δεν μπορεί να παραμείνει στο είναι.
Όμως ο θεός υπάρχει - αν χρειάζεται να το πούμε - και υπάρχει όχι κατά οποιοδήποτε χρονικό μέτρο, αλλά κατά τον αιώνα τον ακίνητο, τον άχρονο, τον αμετάβλητο, που δεν έχει πριν και μετά, ούτε μέλλον και παρελθόν, ούτε παλιότερο και νεότερο.
Αλλά ο θεός, όντας ένας, πληροί την αιωνιότητά του μέσα στο τώρα, και το μόνο που υπάρχει είναι αυτό που υπάρχει κατά τον τρόπο του θεού, δηλαδή αυτό που δεν υπήρξε και ούτε άρχισε ούτε θα τελειώσει.
Ως εξής, λοιπόν, πρέπει με σεβασμό να χαιρετίζουμε και να προσαγορεύουμε το θεό: είσαι. Και, μα το Δία, όπως ορισμένοι από τους παλαιούς: είσαι ένα.
Γιατί το θείο δεν είναι πολλά, όπως ο καθένας από μας είναι ετερόκλιτο άθροισμα μυρίων διαφοροποιήσεων που οφείλονται στις μεταβολές μας, ένα ανακάτεμα πανηγυριού. Αλλά το ον πρέπει να είναι ένα, όπως και το ένα ον, ενώ η ετερότητα, καθόσον διαφέρει από το ον, μεταπίπτει στη γέννηση του μη όντος.
Επομένως ταιριάζει καλά στο θεό και το πρώτο και το δεύτερο και το τρίτο από τα ονόματά του.
Γιατί είναι Απόλλωνας, καθόσον αρνείται τα πολλά και αποποιείται το πλήθος, Ιήιος ως ένας και μόνος. Φοίβος, τέλος, ήταν δίχως αμφιβολία το όνομα που οι παλαιοί έδιναν σε κάθε τι καθαρό και αγνό, όπως ακόμη και σήμερα οι Θεσσαλοί, νομίζω, λένε για τους ιερείς τους ότι "φοιβονομούνται", όταν αυτοί περνούν τον καιρό τους κατά τις αποφράδες μέρες έξω από την πόλη μόνοι τους.
Το ένα, λοιπόν, είναι απλό και καθαρό. Γιατί η μόλυνση προκύπτει από τη μείξη του ενός με το άλλο, έτσι όπως λέει κάπου και ο Όμηρος ότι το ελεφαντόδοντο που γίνεται κόκκινο με τη βαφή μολύνεται. Και για τα χρώματα που αναμιγνύονται οι βαφείς λένε ότι "φθείρονται" και τη μείξη τους την ονομάζουν "φθορά". Ταιριάζει, επομένως, στο άφθαρτο και καθαρό να είναι ένα και αμόλυντο.
Αυτούς, πάλι, που θεωρούν ότι ο ήλιος και ο Απόλλωνας ταυτίζονται αξίζει να τους ασπαζόμαστε και να τους αγαπάμε για την καλή τους διάθεση να συσχετίζουν την έννοια του θεού με αυτό που τιμούν πιο πολύ απ' όσα γνωρίζουν και ποθούν.
Αλλά ας τους ξυπνήσουμε, σαν ανθρώπους που τώρα ονειρεύονται τον θεό στο πιο ωραίο από τα όνειρα, και ας τους προσκαλέσουμε να υψωθούν και να αντικρίσουν ένα πραγματικό όραμα του θεού και την ουσία του, να τιμούν όμως και τούτη εδώ την εικόνα του και να δείχνουν σεβασμό στη γονιμοποιό της δύναμη, γιατί η εικόνα αυτή αντανακλά κατά κάποιο τρόπο είδωλα και ανταύγειες της χάρης και της μακαριότητας που πηγάζουν από το θεό, όσο βέβαια είναι δυνατόν στο αισθητό να ανακλάσει το νοητό και στο κινητό το ακίνητο.
Από την άλλη δεν επιτρέπεται ούτε να ακούει κανείς για μεταμορφώσεις και μεταβολές του θεού που διαλύει τον εαυτό του σε φωτιά μαζί με όλα τα πράγματα, όπως λένε, και συμπιέζεται ξανά και απλώνεται για να σχηματίσει γη, θάλασσα, ανέμους, ζώα και να υποστεί τις φοβερές μεταβολές των ζώων και των φυτών.
Ειδάλλως ο θεός θα είναι κατώτερος κι απ' το παιδί που αναφέρει ο Ποιητής, αν πλάθοντας τον κόσμο που δεν υπήρχε και μετά καταστρέφοντάς τον, μόλις γίνει, αιωνίως παίζει με τα πάντα το ίδιο παιχνίδι, το οποίο παίζει κι εκείνο το παιδί με την άμμο που συγκεντρώνει και σκορπά ξανά.
Αντἰθετα, στο βαθμό που ο θεός είναι παρών μέσα στον κόσμο, μ' αυτή του την παρουσία συνέχει την ουσία του κόσμου και υπερνικά την αδυναμία του σωματικού στοιχείου που τείνει προς τη φθορά.
Και μου φαίνεται ότι πάνω απ' όλα μαρτυρεί και αντιτάσσεται προς αυτή την ερμηνεία το να λες στον θεό "είσαι", θεωρώντας ότι αυτός δεν υφίσταται ποτέ διάσπαση ή μεταβολή, αλλά πιστεύοντας ότι ταιριάζει σε κάποιον άλλο θεό (ή κλύτερα σε δαίμονα, ο οποίος είναι ενταγμένος στη φύση που υπόκειται σε φθορά και σε γέννηση) να ενεργεί και να πάσχει ανάλογα. Αυτό γίνεται αμέσως φανερό από τα ονόματα, έτσι που είναι σαν αντίθετα και μοιάζουν σαν αντίφωνα.
Γιατί ο ένας λέγεται Απόλλωνας και ο άλλος Πλούτωνας, ο ένας Δήλιος και ο άλλος Αϊδωνεύς, ο ένας Φοίβος και ο άλλος Σκότιος. Δίπλα στον έναν στέκονται οι Μούσες και η Μνημοσύνη, δίπλα στον άλλον η Λήθη και η Σιωπή. Ο ένας είναι Θεώριος και Φαναίος, ο άλλος "βασιλιάς της αόρατης Νύχτας και του άεργου Ύπνου".
(...)
Αλλά βέβαια το γνώθι σαυτόν φαίνεται κατά κάποιο τρόπο και να αντιτίθεται και να συνάδει, τρόπον τινά, με το εί(σαι). Γιατί το δεύτερο το αναφωνούμε από έκπληξη και σεβασμό προς τον θεό, επειδή υπάρχει για πάντα, ενώ το πρώτο αποτελεί υπόμνηση στο θνητό ον για τη φύση και την αδυναμία του.
Πλούταρχος, Περί του Σωκράτους δαιμονίου, Περί του ει του εν Δελφοίς, Περί του μη χραν έμμετρα νυν την Πυθίαν, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Σταύρος Γκιργκένης, Εκδόσεις Ζήτρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου