[Aramaic.jpg]                                                                                                                                                       Η γλώσσα του Ιησού και των πρώτων Αποστόλων δεν ήταν η ελληνική. Το ευαγγέλιο κηρύχθηκε αρχικά στην αραμαϊκή χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ελληνική γλώσσα δεν ήταν αρκετά γνωστή στην Παλαιστίνη κατά την εποχή του Ιησού. Στα Ιεροσόλυμα λειτουργούσαν τουλάχιστον πέντε συναγωγές Ελληνιστών Ιουδαίων, οι οποίοι, πρέπει να χρησιμοποιούσαν το ίδιο καλά την αραμαϊκή και την ελληνική. Πάντως το ευαγγέλιο κηρύχθηκε επί Παλαιστινιακού εδάφους στην αραμαϊκή, και σε αυτήν καταγράφτηκαν τα πρώτα «Λόγια του Ιησού» και οι πρώτες περί αυτού διηγήσεις. Όμως πολύ σύντομα, με την έξοδο των πρώτων ιεραποστόλων από το Παλαιστινιακό έδαφος, παρουσιάστηκε η ανάγκη ώστε το κήρυγμα της νέας θρησκείας να γίνεται στην ελληνική και λόγια του Ιησού ή παραδόσεις που είχαν γραφτεί στην αραμαϊκή, να μεταφρασθούν στην ελληνική.

Οι ελληνιστές Ιουδαίοι ιεραπόστολοι και ειδικά εκείνοι που είχαν ως κέντρο την Αντιόχεια, φαίνεται ότι υπήρξαν οι πρωτοπόροι προς την κατεύθυνση αυτή και η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική από τους «Εβδομήκοντα» αποτέλεσε γι'; αυτούς σημαντική κληρονομιά. Τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι είτε από την αρχή είτε τουλάχιστον στην παρούσα μορφή τους, γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, επειδή άσχετα προς την αρχική καταγωγή του ιστορικού υλικού ή των αρχικών γραπτών πηγών, τα κείμενα αυτά προέρχονται όλα από Εκκλησίες που χρησιμοποιούσαν τα ελληνικά ως μέσο επικοινωνίας. Μάλιστα, αν εξαιρεθούν ελάχιστα χωρία, στα βιβλία της Καινής Διαθήκης, χρησιμοποιείται παντού και η ελληνική Παλαιά Διαθήκη των «Εβδομήκοντα». Κατ'; αυτό τον τρόπο, είναι φανερό πως η Καινή Διαθήκη αποτελεί μέρος της ελληνικής γραμματολογίας.
Το γραπτό μήνυμα που διασώθηκε από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, εξαφανίστηκε στην αρχική του μορφή. Δεν έχουμε στη διάθεση μας ούτε ένα απλό σπάραγμα παπύρου, της γραφικής ύλης των πρώτων αιώνων, που να περιέχει κείμενο της Καινής Διαθήκης όπως βγήκε από το χέρι του αρχικού συγγραφέα.
Αυτό οφείλεται σε χιλιάδες αντιγραφείς, που από γενιά σε γενιά διέσωσαν και μετέδωσαν τα κείμενα αυτά. Είτε δεν διάβασαν σωστά κάποιες λέξεις, είτε εσφαλμένα αντέγραψαν άλλες, μετέθεσαν ολόκληρες προτάσεις, παρέλειψαν ολόκληρες φράσεις καθώς ήταν δυνατό από κάποια φυσική φθορά στο κείμενο του υποδείγματος να είχαν σβηστεί λίγα ή πολλά γράμματα και αυτά να παραλείπονται στο αντίγραφο, διάφορες προσθήκες παρουσιάζονταν και γενικά έκαναν όλα τα λάθη που η μελέτη της παλαιογραφίας και της κριτικής κειμένων έχει εντοπίσει σε κάθε ανθρώπινη προσπάθεια αντιγραφής.
Υπήρχαν επίσης πολλοί άλλοι αντιγραφείς που αναλάμβαναν να βελτιώσουν την ατελή γραμματική μερικών συγγραφέων της Καινής Διαθήκης, να προσθέσουν επεξηγήσεις όταν κάτι φαινόταν πως απαιτούσε αποσαφήνιση ή να εισαγάγουν κάποιες αλλαγές έτσι ώστε να κερδίσουν κάποια μάχη που δινόταν στα χρόνια τους. Πολλοί αντιγραφείς εμπιστεύονταν, περιστασιακά, περισσότερο τη μνήμη τους παρά την όραση τους, γράφοντας αυτό που θυμόντουσαν και όχι αυτό που έβλεπαν μπροστά τους. Παρόλο λοιπόν που οι αντιγραφείς αυτοί πίστευαν πως τα κείμενα που αντέγραφαν ήταν ο λόγος του Θεού, μας κληροδότησαν ένα πλήθος από παραλλαγές και παραφθορές του κειμένου της Καινής Διαθήκης.
Την σύγκριση και αποκατάσταση των αρχαίων χειρογράφων ώστε να φτάσουμε όσο είναι ανθρώπινα δυνατό στο αρχικό κείμενο των ευαγγελιστών και επιστολογράφων, ανέλαβαν ερευνητές, που η ειδικότητα τους είναι γνωστή ως «Κριτική του κειμένου». Οι ερευνητές αυτοί, κατά τη διάρκεια του έργου τους, έπρεπε να μελετήσουν μαρτυρίες χιλιάδων χειρογράφων από τον δεύτερο ως τον δέκατο πέμπτο αιώνα, να αξιολογήσουν το υλικό, να ταχθούν υπέρ ή ενάντια αυτής ή της άλλης λέξης, υπέρ της μιας ή της άλλης φράσης, υπέρ της κρίσης μιας περικοπής ως αυθεντικής ή ως μεταγενέστερης προσθήκης.
Το σημερινό κείμενο της Καινής Διαθήκης, είναι προϊόν όλων αυτών των συντονισμένων προσπαθειών. Σήμερα σώζονται πάνω από 2.500 ελληνικά χειρόγραφα που περιέχουν είτε πλήρη, είτε αποσπάσματα του κειμένου. Ο συνολικός αριθμός παραλλαγών, θελητών και αθέλητων, των ιερών κειμένων, κυμαίνεται γύρω στις 200.000Exclamation mark, στο μεγαλύτερο μέρος τους όμως πρόκειται για παραλλαγές ασήμαντες όσον αφορά το νόημα και την ουσία του κειμένου. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο τεράστιος αριθμός χειρογράφων και παραθέσεων χωρίων από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, μας επιτρέπει να έχουμε ένα κείμενο κατά πολύ ανώτερο απέναντι στις περισσότερες σχεδόν νεώτερες φιλολογικές συνθέσεις.
Το κείμενο της 27ης έκδ. «Nestle-Aland» και 4ης έκδ. της «Greek New Testament», θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα οικουμενικά αποδεκτό κείμενο, αφού απ'; αυτό διδάσκονται οι φοιτητές την ερμηνεία στα Πανεπιστήμια του κόσμου και απ'; αυτό γίνονται οι μεταφράσεις στις διάφορες γλώσσες και διαλέκτους.
Ο Τίμιος Σταυρός και η Αγία Ελένη
Τη θέση της στην Ιστορία, η Ελένη, μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, την οφείλει στο ταξίδι της στην Παλαιστίνη και τις υπόλοιπες ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια της Α'; Οικουμενικής Συνόδου (325 μ.Χ.) πληροφορήθηκε για την κατάσταση που επικρατούσε στους Αγίους Τόπους και προς το τέλος του 326 μ.Χ. αναχώρησε για την Ιερουσαλήμ.
Ο Ευσέβιος περιγράφει με λεπτομέρειες το ταξίδι της 78χρονης τότε Ελένης (VC, 3.42-47). Το παρουσιάζει ως ένα ευλαβέστατο προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, κατά το οποίο η Ελένη επιδιδόταν σε πράξεις φιλανθρωπίας συντηρώντας ολόκληρες κοινότητες, ανεγείροντας ιδρύματα κοινής ωφελείας με αυτοκρατορικές επιχορηγήσεις και ιδρύοντας μονές. Κάποιοι σύγχρονοι ιστορικοί όμως εκφράζουν ορισμένες επιφυλάξεις για το κατά πόσο τα κίνητρα της Ελένης πήγαζαν αποκλειστικά από τη θερμή χριστιανική της πίστη. Είναι πιθανόν, το κύρος του μεγάλου Κωνσταντίνου να είχε κλονιστεί μετά από την υιοκτονία και συζυγοκτονία που είχε διαπράξει. Έτσι, σκοπός της Ελένης ίσως ήταν να κατευνάσει τη δυσαρέσκεια των κατοίκων στις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας.
Στη Βηθλεέμ και το Γολγοθά διεξήγαγε μεγάλες ανασκαφές, κατά τις οποίες βρέθηκαν οι τόποι της Γέννησης, της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού. Εκεί, αφού έδωσε εντολή να κατεδαφιστεί ο ναός της Αφροδίτης από το Γολγοθά, η Ελένη ανέγειρε με αυτοκρατορικές χορηγίες τους μεγαλοπρεπείς ναούς της Γέννησης (στη Βηθλεέμ) και της Ανάστασης (στο λόφο του Γολγοθά), που μέχρι σήμερα αποτελούν τα σημαντικότερα μνημεία του Χριστιανισμού.
Η μεγάλη δόξα της Ελένης, μεταξύ προπάντων των χριστιανικών πληθυσμών, οφείλεται στην εύρεση του Τιμίου Σταυρού. Οι ιστορικοί διατηρούν κάποιες επιφυλάξεις για το κατά πόσο η παράδοση αυτή αποτελεί ιστορικό γεγονός. Ο Ευσέβιος, παρόλο που δίνει λεπτομερείς πληροφορίες για τα έργα της Ελένης στα Ιεροσόλυμα, δεν αναφέρει την ανακάλυψη του Τιμίου Σταυρού. Ο Ρουφίνος είναι εκείνος, που στη δική του «Εκκλησιαστική Ιστορία», συνδέει την Ελένη με την εύρεση του Τιμίου Σταυρού (Hist. Eccl 10, 7-Cool.
Όπως επισημαίνει και ο γνωστός αρχαιολόγος και άριστος γνώστης του χώρου τής Ορθόδοξης Λατρείας, καθηγητής και ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Καλοκύρης στο βιβλίο του «Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα τού Ναού τής Αναστάσεως Ιεροσολύμων και το θέμα τού Αγίου Φωτός», «η εύρεση τού Σταυρού (ή -κατά τους επιφυλακτικούς κριτικούς- τού ξύλου που ταυτίστηκε με τον Σταυρό) βεβαιώνεται από τις πηγές ότι έγινε επί της βασιλείας τού Μ. Κωνσταντίνου, όμως δεν αναφέρεται ως ευρέτρια η αγία Ελένη μέχρι το τέλος τού 4ου αιώνος».
Οι εκδοχές βέβαια για το πώς ακριβώς συνέβη αυτό, ποικίλλουν, κοινός όμως παρονομαστής είναι ότι τόσο ο καθορισμός τού ακριβούς σημείου ανασκαφής όσο και η επιλογή τού σωστού σταυρού ανάμεσα στους συνολικά τρεις που βρέθηκαν, κατέστη δυνατός μέσω μιας σειράς θαυμάτων: λουλούδια κατεύθυναν με την ευωδιά τους, νεκροί αναστήθηκαν, μυαλά φωτίστηκαν ...;
Κατά μία εκδοχή, όταν η Αγία Ελένη με τους συνοδούς της άρχισε τις έρευνες, μια νεαρή Εβραιοπούλα οδήγησε την Βασιλομήτορα στον Ιούδα, πού έμενε στα Ιεροσόλυμα, διότι εκείνος εγνώριζε από τους παλαιοτέρους την τοποθεσία, όπου είχαν ρίξει τους τρεις σταυρούς. Εκεί μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του και το ευωδιαστό «βασιλικό χόρτο», αυτό, που λέγεται και σήμερα βασιλικός. Πήγε, λοιπόν, η Αγ. Ελένη στην τοποθεσία αυτή και πριν δώσει εντολή να αρχίσουν οι ανασκαφές, γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά στον Χριστό. Μόλις όμως σηκώθηκε στα πόδια της και πριν να πει μια λέξη, έγινε μέγας σεισμός, μόνον στο σημείον αυτό, και το έδαφος σχίστηκε σε μεγάλο βάθος. Τότε άρχισαν αμέσως οι ανασκαφές και σε λίγη ώρα βρέθηκαν και οι τρεις σταυροί, προς γενική κατάπληξη όλων των παρισταμένων.
Όλοι έκλαιγαν από χαρά και άλλοι δόξαζαν τον Θεόν και προσεύχονταν. Η στιγμή ήταν μοναδική και πανίερη. Καθάρισαν τους τρεις σταυρούς από τα χώματα, μολονότι, βρέθηκαν σε ένα κοίλωμα της γης και ήταν καλά προστατευμένοι. Δεν ήξεραν όμως ποιος από τους τρεις ήταν ο Σταυρός επάνω στον όποιον σταυρώθηκε ο Χριστός. Εκεί κοντά βρισκόταν σε μια καλύβα μια ετοιμοθάνατη γυναίκα, που έπασχε από χρόνια ασθένεια. Η Αγ. Ελένη σκέφθηκε αμέσως ότι ο πραγματικός Τίμιος Σταυρός θα θεράπευε αμέσως την γυναίκα, εάν της έβαζαν πάνω της τον Σταυρόν του Κυρίου. Έτσι έβαλαν διαδοχικά τους δύο πρώτους σταυρούς, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Μόλις όμως έβαλαν στο σώμα της τον τρίτον Σταυρόν, η ετοιμοθάνατη γυναίκα έγινε αμέσως καλά και σηκώθηκε στα πόδια της. Έτσι αποδείχτηκε ότι αυτός ήταν ο πραγματικός Τίμιος Σταυρός. Και όπως γράφει και ο Ευθύμιος Ζυγαβηνός στον Σταυρόν του Κυρίου υπήρχε και η μικρή σανίδα με την επιγραφή «Ι.Ν.Β.Ι.» (Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων), πού είχε βάλει ο Πόντιος Πιλάτος.
Βέβαια, στην παραπάνω εκδοχή υπάρχει η αντίφαση. Απ'; την στιγμή που υπήρχε η επιγραφή Ι.Ν.Β.Ι., πως μπερδεύτηκαν ανάμεσα στους τρεις σταυρούς; Ας παραβλέψουμε το ότι μέχρι να γίνει η ταυτοποίηση του «πραγματικού» σταυρού προηγήθηκε η κινηματογραφικά τυποποιημένη σκηνή των δυο «τζούφιων» σταυρών, που εμπεριέχει όλα τα στοιχεία του «θρίλερ», μέχρι επιτέλους να γίνει το θαύμα.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η Αγία Ελένη πήγε στην Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους και να ευχαριστήσει τον Θεό για τους θριάμβους του γιου της Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Ο θείος ζήλος, όμως, έκανε την αγία Ελένη να αρχίσει έρευνες για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού. Επάνω στο Γολγοθά υπήρχε ειδωλολατρικός ναός της θεάς Αφροδίτης, τον οποίο γκρέμισε και άρχισε τις ανασκαφές.
Έτσι ξάφνου διέκρινε δια της «Θείας Φώτισης» τρεις σταυρούς ανάμεσα σε εκατοντάδες που υπήρχαν εκεί, γιατί ο Γολογοθάς ήταν μέρος όπου επί πολλά έτη σταύρωναν κόσμο, ο τόπος έβριθε από ξύλινα κομμάτια σταυρών. Δεν είναι επομένως εύκολο να βρεις τον συγκεκριμένο σταυρό του Κυρίου. Η συγκίνηση υπήρξε μεγάλη, αλλά ποιος από τους τρεις ήταν του Κυρίου; Τότε ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος με αρκετούς ιερείς, αφού έκαναν δέηση, άγγιξε στους σταυρούς το σώμα μιας ευσεβεστάτης κυρίας που είχε πεθάνει. Όταν ήλθε η σειρά και άγγιξε τον τρίτο σταυρό, που ήταν του Κυρίου, η γυναίκα αμέσως αναστήθηκε.
Η είδηση διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλα τα μέρη της Ιερουσαλήμ. Πλήθη πιστών άρχισαν να συρρέουν για να αγγίξουν το Τίμιο Ξύλο. Επειδή όμως συνέβησαν πολλά δυστυχήματα από το συνωστισμό, ύψωσαν τον Τίμιο Σταυρό μέσα στο ναό σε μέρος υψηλό, για να μπορέσουν να τον δουν και να τον προσκυνήσουν όλοι.
Κατά μια άλλη εκδοχή, πήγε στα Ιεροσόλυμα και ζήτησε να μάθει σε ποιο μέρος ήταν θαμμένος ο Σταυρός. Όμως κανένας Χριστιανός δεν ήξερε να της πει. Εκείνοι που πριν από πολλά χρόνια τον είχαν θάψει βαθιά στο χώμα, είχαν πια πεθάνει. Έβαλε λοιπόν η Αγία Ελένη χιλιάδες εργάτες κι άρχισαν να σκάβουν όλα τα χωράφια εκεί γύρω. Είχε ακλόνητη πίστη πως κάπου θα τον έβρισκε. Πολλούς μήνες δούλευαν οι εργάτες χωρίς αποτέλεσμα. Κάποια μέρα, καθώς η Αγία Ελένη βάδιζε μέσα σ'; ένα χωράφι, πάτησε ένα χορτάρι και αμέσως μια γλυκιά μυρωδιά γέμισε τον αέρα. Καθώς κοίταξε γύρω της έσκυψε κι έκοψε ένα κλαδάκι απ'; το φυτό που πάτησε, το μύρισε και τότε κατάλαβε πως το χορτάρι εκείνο ήταν που σκορπούσε την γλυκιά ευωδιά. Με μιας ο νους της «φωτίστηκε», φώναξε έναν εργάτη και του είπε να σκάψει σ'; εκείνο το μέρος.
Σε λίγο, τι θαύμα! Ο εργάτης βρήκε εκεί τον Τίμιο Σταυρό.
Από εκείνη τη στιγμή, το μυρωδάτο αυτό φυτό λέγεται βασιλικός, γιατί φύτρωσε στο σημείο που ήταν θαμμένος ο Σταυρός, όπου είχε σταυρωθεί ο βασιλιάς του κόσμου..........Την 1η Φεβρουαρίου του 1492 έγινε μια ανακάλυψη στην αρχαία πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια αποκατάστασης μίας τοιχογραφίας, στην οποία εικονίζεται η εύρεση του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη, βρέθηκε πίσω από αυτήν μία πέτρινη πλάκα, στην οποία ήταν χαραγμένη η επιγραφή «TITULUS CRUCIS».
Οι εργάτες αφαίρεσαν την πλάκα και ανακάλυψαν μία κόγχη, εντός της οποίας υπήρχε ένα μολύβδινο κιβώτιο, σφραγισμένο από τον Αρχιεπίσκοπο της Μπολόνια καρδινάλιο Γεράρδο, τον μετέπειτα Πάπα Φωτεινό Β΄ (1144-1145), πάνω στο οποίο υπήρχε μία επιγραφή, η οποία πιστοποιούσε το περιεχόμενο του. Μέσα σε αυτό υπήρχε ένα τεμάχιο της εγχάρακτης πινακίδας από το Σταυρό του Ιησού.
Το τεμάχιο ήταν από ξύλο καρυδιάς, είχε πλάτος 25,3 εκατοστά, ύψος 14, πάχος 2,6 και ζύγιζε 687 γραμμάρια, που σημαίνει ότι οι διαστάσεις ολόκληρης της πινακίδας πρέπει να ήταν περίπου 60 εκατοστά πλάτος και 21 ύψος. Αρχικά ήταν βαμμένη άσπρη και το χρώμα των γραμμάτων ήταν μάλλον βαθύ κόκκινο, με τα γράμματα χαραγμένα από τα δεξιά προς τα αριστερά, σύμφωνα με τον εβραϊκό τρόπο γραφής. Παρ'; όλη τη μεγάλη φθορά, την οποίαν είχε υποστεί προϊόντος του χρόνου, ήταν δυνατόν να διαβαστούν η δεύτερη και η τρίτη λέξη, ενώ η πρώτη σχεδόν αδύνατον.
Ωστόσο, αυτή η, εκ πρώτης όψεως, εκπληκτική ανακάλυψη, έγειρε κάποια σοβαρά ερωτήματα, όσον αφορά στη γνησιότητα της εν λόγω επιγραφής. Υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη τέτοιας επιγραφής; Εκτός από τις αναφορές των προαναφερθέντων εκκλησιαστικών συγγραφέων για την ανακάλυψη, μαζί με το Σταυρό του Ιησού, της επιγραφής με την αιτία της θανατικής Του καταδίκης, υπάρχουν και δύο μαρτυρίες για την ύπαρξη της τον 4ο αιώνα μ.Χ. Η πρώτη προέρχεται από τον ανώνυμο «προσκυνητή του Μπορντώ», ένα Χριστιανό από τη Γαλλία, ο οποίος επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ το 333 μ.Χ. και η δεύτερη από την Αιθέρια, μία Χριστιανή από την Ισπανία, η οποία επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους το 382 μ.Χ.
Στην επιγραφή υπάρχουν τρεις σειρές από γράμματα, η μία κάτω από την άλλη. Η πρώτη είναι τόσο πολύ κατεστραμμένη, που μόνο έξι, ίσως επτά, απολήξεις γραμμάτων έχουν διασωθεί. Αν και έχουν προταθεί κατά καιρούς διάφορες θεωρίες, όπως των καθηγητών Γκέρχαρντ Κρολλ (Αραμαϊκή), Σαλόμ Μπεν Χορίν (Εβραϊκή) και Κάρστεν Πίτερ Τίεντε (Εβραϊκή), η γλώσσα και το περιεχόμενο της πρώτης γραμμής καλύπτονται μέχρι σήμερα από ένα πέπλο αβεβαιότητας. Συνεχίζοντας στη δεύτερη (Ελληνική) και την τρίτη (Λατινική) γραμμή παρατηρούμε ότι και αυτές είναι γραμμένες από δεξιά προς τ'; αριστερά, κάτι εντελώς φυσιολογικό για την πρώτη γραμμή, όχι όμως γι'; αυτές τις δύο. Όπως και για την προηγούμενη, έτσι και γι'; αυτήν δεν υπάρχει μία πειστική απάντηση. Ο καθηγητής Κ. Π. Τίεντε ερμήνευσε το γεγονός αυτό ως ένα λάθος του Εβραίου γραφέα, ο οποίος δεν ήξερε Ελληνικά και Λατινικά, αλλά γνωρίζοντας το ελληνικό και λατινικό αλφάβητο, έγραψε με τον εβραϊκό τρόπο (από δεξιά προς τ'; αριστερά) αυτά που του υπαγόρευσαν στις δύο προαναφερθείσες γλώσσες. Στη δεύτερη σειρά διαβάζουμε «ΝΑΖΑΡΕΝΟΥΣ Β[ΑΣΙΛΕΥΣ]», το οποίο έρχεται σε συμφωνία με τη μαρτυρία του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου (κεφ. 19, στιχ. 19) «ΙΗΣΟΥΣ Ο ΝΑΖΩΡΑΙΟΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ». Σ'; αυτό όμως διασώζεται ο λεκτικός τύπος «ΝΑΖΩΡΑΙΟΣ» και όχι ο προαναφερθείς. Η λύση γι'; αυτό το πρόβλημα, βρίσκεται στην επόμενη σειρά, η οποία είναι γραμμένη στα Λατινικά και έχει ως εξής: «ΝΑΖΑRINUS RΕ[Χ]». Σύμφωνα με τον καθηγητή Κ. Π. Τίεντε πρόκειται για κλασική περίπτωση μεταγραφής, δηλαδή ο γραφέας δεν μετέφρασε αλλά μετέγραφε στα Ελληνικά από τα Λατινικά το επίθετο, το οποίο δήλωνε τον τόπο καταγωγής του Ιησού.
Το εν λόγω εύρημα όμως όπως έδειξε η ραδιοχρονολόγηση που έγινε το 2002, προέρχεται από μια πολύ μεταγενέστερη εποχή και συνεπώς ΔΕΝ υπάρχει περίπτωση να είναι η αυθεντική πινακίδα που κατά την Αγία Γραφή χρησιμοποιήθηκε στη Σταύρωση.
Κατόπιν εμπεριστατωμένων φιλολογικών και παλαιογραφικών αναλύσεων ωστόσο, θεωρήθηκε δυνατόν -για την ακρίβεια, προτάθηκε η πιθανότητα-, η ανευρεθείσα πινακίδα να αποτελεί το ακριβές αντίγραφο της αυθεντικής.
Εδώ όμως θα πρέπει να επισημανθεί ότι παρόμοια έλεγαν και πριν από μερικά χρόνια για το περιβόητο «οστεοφυλάκιο του Ιακώβου». Κατά τον πατέρα Φίτσμαγιερ, έναν από τους μεγαλύτερους ειδικούς παγκοσμίως στην αραμαϊκή, η εγχάρακτη επιγραφή της οστεοθήκης δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν αυθεντική και ως εκ τούτου αποτελούσε την αρχαιότερη απόδειξη τής ιστορικότητας του Ιησού.
Κι όμως η αυθεντία, με την οποία «κανείς δεν θέλει να αναμετρηθεί όταν έχουμε να κάνουμε με Αραμαϊκά», τελικά έσφαλε. Διότι όπως αργότερα αποδείχθηκε, το υποτιθέμενο αρχαιολογικό εύρημα δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια καλοστημένη απάτη. Έτσι λοιπόν, η σιγουριά του καθηγητή Τίεντε ότι η πινακίδα Ι.Ν.Β.Ι. δεν μπορεί να είναι προϊόν νοθείας, δεν λέει και πολλά. Άλλωστε ήδη έπεσε μια φορά έξω στις εκτιμήσεις του και μάλιστα δραματικά: Ενώ αρχικά δεν απέκλειε τον 1ο μεταχριστιανικό αιώνα, η ραδιοχρονολόγηση έβγαλε τελικά 980 - 1146 μ. Χ.!
Ούτως ή άλλως τα ερωτήματα που αναζητούν απάντηση δεν είναι και λίγα. Κατ'; αρχάς το κείμενο της ελληνικής φράσης δεν συμφωνεί με κανένα από τα Ευαγγέλια, όπως ούτε κι αυτά μεταξύ τους. Οι εκδοχές των Συνοπτικών απέχουν παρασάγγας από αυτό που (έστω και αποσπασματικά) αναγράφεται στον Titulus, ενώ και με την εκδοχή του Κατά Ιωάννην υπάρχει πρόβλημα: Πρώτον το όνομα «Ιησούς» δεν είναι γραμμένο ολόκληρο, αλλά με τα αρχικά του (ΙC), ενώ λείπουν και τα δύο από την Αγία Γραφή παραδεδομένα οριστικά άρθρα («Ιησούς ο Ναζωραίος ο Βασιλεύς ...;»).
Οι μαθητές του Χριστού
Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ιησούς φέρεται ότι επέλεξε δώδεκα μαθητές ερμηνεύεται από μελετητές της ιστορικότητας του προσώπου ότι είναι συμβολισμός.
Ήθελε με αυτό τον τρόπο να δείξει ότι η διδασκαλία και το μήνυμά του αγκαλιάζει ολόκληρο το Ισραήλ.
Και τα τέσσερα Ευαγγέλια συμφωνούν πως υπάρχουν 12 μαθητές, δεν συμφωνούν όμως στα ονόματά τους. Ένα παράδειγμα: Ο 12ος μαθητής, σύμφωνα με τον Ματθαίο και τον Μάρκο, ονομαζόταν Θαδδαίος. Σύμφωνα με τον Λουκά ήταν ο Ιούδας ο υιός του Ιακώβου, ενώ ο Ιωάννης τον αναφέρει ως ο «Ιούδας, ουχί ο Ισκαριώτης».
Μια άλλη εξήγηση που έχει δοθεί είναι ότι ορισμένοι μαθητές ίσως είχαν δύο ονόματα. Για παράδειγμα, πιθανόν το Λευί να είναι το δεύτερο όνομα του Ματθαίου. Ενώ ο Θαδδαίος που αναφέρεται στον Ματθαίο και τον Μάρκο να είναι το ίδιο πρόσωπο με το «γιο του Ιακώβου» που αναφέρεται στον Λουκά, και με τον Ιούδα (όχι τον Ισκαριώτη) που αναφέρεται στον Ιωάννη.
Ο Χριστός όμως φαίνεται είχε έναν κύκλο με σταθερούς μαθητές, έναν άλλο με «οπαδούς» στον οποίο πρέπει να συμπεριληφθούν οι γυναίκες (Μαγδαληνή, Μάρθα, Μαρία κ.ά.) και έναν τρίτο με «συμπαθούντες».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η οικογένεια του Ιησού δεν συμπεριλαμβανόταν στους οπαδούς Του. Ο «πατέρας» Ιωσήφ δεν ξαναεμφανίζεται στα Ευαγγέλια μετά τη γέννηση. Μάλιστα, ο Χριστός φαίνεται να διάκειται αρνητικά απέναντι στην οικογένειά Του. Αναφέρει ο Μάρκος ότι η μητέρα και τ'; αδέλφια Του βρίσκονταν έξω από έναν χώρο που δίδασκε και του έστειλαν μήνυμα. Κι η απάντησή Του ήταν: «Τις είναι η μήτηρ μου ή οι αδελφοί μου;» Και κοιτάζοντας γύρω τους οπαδούς του πρόσθεσε: «Ιδού η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου, διότι όστις κάμη το θέλημα του Θεού, ούτος είναι αδελφός και αδελφή και μήτηρ μου».
Παρ'; όλ'; αυτά μετά το θάνατό Του, ο αδελφός του ο Ιάκωβος είναι ένας από τους ηγέτες της πρώτης Εκκλησίας.
Οι Οικουμενικές Σύνοδοι και ο καθορισμός των ...;προδιαγραφών της θρησκείας και της πίστης
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος διήρκεσε δύο μήνες και δώδεκα ημέρες και πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας. Συγκλήθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στις 20 Μαΐου του 325 και έλαβαν μέρος 318 επίσκοποι. Η Σύνοδος μεταξύ άλλων αποφάσεων, διακήρυξε την ομοουσιότητα του Υιού με τον Πατέρα.
Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α'; τον Μέγα στην Κωνσταντινούπολη το 381 και συμμετείχαν 150 ορθόδοξοι επίσκοποι και 36 Μακεδονιανοί. Η Σύνοδος μεταξύ άλλων αποφάσεων, συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως (Σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως).
Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β';. Συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ως προεδρεύων. Η Σύνοδος μεταξύ άλλων αποφάσεων, διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος».
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό και τη σύζυγό του, Αυγούστα Πουλχερία το 451 στη Χαλκηδόνα. Αποτελούνταν από 650 επισκόπους και καταπολέμησε τη διδασκαλία του Μονοφυσιτισμού, η οποία, με πρωτεργάτη τον αρχιμανδρίτη Ευτυχή, δίδασκε ότι η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε πλήρως την ανθρώπινη.
Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε χώρα από τις 5 Μαΐου έως τις 21 Ιουνίου του 553 στην Κωνσταντινούπολη με τη συμμετοχή 165 επισκόπων, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευτυχίου. Την συγκάλεσαν ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ και η σύζυγός του, Αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Επαναβεβαίωσε τα ορθόδοξα δόγματα περί της Αγίας Τριάδας και του Ιησού Χριστού και καταδίκασε πλήθος μη ορθοδόξων συγγραμμάτων καθώς και ορισμένους συγγραφείς (Ευάγριο, Δίδυμο, Ωριγένη κ.α.).
Η ΣΤ'; Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 680 από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ΄ Πωγωνάτο και παραβρέθηκαν από 150 έως 289 επίσκοποι. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός έχει Θεία και Ανθρώπινη θέληση, η οποία υποτάσσεται στη Θεία.
Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄ και τη μητέρα του, Αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία στη Νίκαια της Βιθυνίας, στο Ναό της Αγίας Σοφίας, το 787 κατόπιν αίτησης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου. Εκεί εκφράσθηκε το δόγμα ότι η εικονογράφηση του Χριστού και των Αγίων εδράζεται στην ενανθρώπηση του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδας και διευκρινίστηκε ότι η τιμή προς τις εικόνες αναφέρεται στο πρόσωπο που αυτή απεικονίζει και όχι στο υλικό από το οποίο είναι αυτή φτιαγμένη.
Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, οι κανόνες που εξέδωσαν «αι επτά θεόπνευστοι Οικουμενικαί Σύνοδοι», υποδεικνύουν το ορθό επειδή:
* Στηρίζονται στη θεόπνευστη Αγία Γραφή και την αυθεντική αποστολική και εκκλησιαστική παράδοση.
* Θεσπίσθηκαν ή επικυρώθηκαν (εγκρίθηκαν) από την Εκκλησία με Οικουμενικές Συνόδους που εκφράζουν το αλάθητο της Εκκλησίας.
* Η έγκριση από Οικουμενική Σύνοδο δίνει στον Κανόνα οικουμενικότητα, διαχρονικότητα, διατοπικότητα και αυθεντικότητα.

apollonios stathatos:Παρασκευή, 25 Δεκεμβρίου 2009 12:32 πμ

Στην αραμα'ι'κη αρχικά και μετά αφού δεν την διά-βαζε κανείς στην παγκόσμια ελληνική γλώσσα!!