Δεκέμβριος 2010
Όταν αναφερόμαστε στις αρχαίες οχυρώσεις της Κεφαλονιάς, περιλαμβάνουμε ένα μεγάλο πλήθος κατασκευών με μεγάλη διασπορά σε όλο το νησί, που χρονολογούνται από την προϊστορία έως την εποχή των Ρωμαίων. Αν περιορισθούμε στα τέσσερα μεγάλα αμυντικά κέντρα, που αντιστοιχούσαν στην αρχαία Κεφαλληνιακή τετράπολη, συγκεκριμένα στη Σάμη, στην Κράνη, στους Πρόννους και στην Πάλη, είναι δυνατό να σχηματίσουμε μια επαρκή εικόνα για τη φρουριακή αρχιτεκτονική του νησιού και για τις δομικές μεθόδους της κλασικής και ελληνιστικής αρχαιότητας.
Η μεν κλίμακα των οχυρώσεων είναι μνημειώδης, η δε τεχνική τους ποιότητα άρτια Η μελέτη αυτών αποκτά ιδιαίτερη σπουδαιότητα για τους εξής κυρίως λόγους:
α) Πρώτον διότι η οχύρωση αποτελούσε βασικό μέλημα τεχνικής υποδομής σε ένα νησί, που εξαιτίας της κομβικής θέσης του στο πεδίο σημαντικών θαλάσσιων οδών και δραστηριοτήτων στη μεσογειακή λεκάνη ανέκαθεν δελέαζε τους κατακτητές.
β) Επιπλέον διότι παρουσιάζεται ειδικό ενδιαφέρον στη διερεύνηση των μυστικών μιας οικοδομικής τεχνολογίας, που παρήγαγε έργα τόσο υψηλής κατασκευαστικής ποιότητας, ανθεκτικά και μακρόβια, παρά τη μεσολάβηση των ιστορικών γεγονότων και την έντονη δράση γεωτεκτονικών φαινομένων.
γ) Λόγω του ενδιαφέροντος που ανακύπτει για την οικοδομική μελέτη ορισμένων τμημάτων των τειχών (χαρακτηριζομένων ως «κυκλώπειων»), τα οποία δομούνται με ασυνήθιστα μεγάλου μεγέθους λιθοσώματα. Ας επισημανθεί ότι αντίστοιχα σωζόμενα μνημεία εντοπίζονται σπάνια, τουλάχιστον στο πλαίσιο του ελλαδικού χώρου.
Σχετικά με οχυρώσεις υπάρχουν πλείστες μελέτες (Winter, Lawrence, Adam κ.α.). Ειδικότερα για την Κεφαλονιά, εκτός από το έργο της ΛΕ΄ ΕΠΚΑ, έρευνες έχουν εκπονήσει οι K.Randsborg, D’Agostino- Gastaldi, Π. Καββαδίας, Σπ. Μαρινάτος, Λ. Κολώνας, Α. Μηλιαράκης, J. Partsch κ.α. Βεβαίως είναι αυτονόητη η αξία των πληροφοριών ιστορικού ή τεχνολογικού ενδιαφέροντος, των αρχαίων συγγραφέων (Ηροδότου, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα, Πολύβιου, Λίβιου, Πλίνιου, κ.α.) και των περιηγητών, που παρέχουν σχέδια ή περιγραφές.
Ως προς το γενικό πλαίσιο, θα άξιζε να αναφέρουμε ορισμένα στοιχεία για την Κεφαλονιά. Είναι το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων, με έκταση 770km² και περίμετρο 110 ναυτικά μίλια και βρίσκεται στο κέντρο του Ιονίου Πελάγους απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Συνεπώς αποτελεί συγκοινωνιακό κόμβο στο σταυροδρόμι σημαντικών θαλάσσιων οδών και κατέχει εξέχουσα στρατηγική θέση. Το νησί χαρακτηρίζεται για το πολυσχιδές και πολύμορφο των ακτών του. Το εδαφικό ανάγλυφο, ως το πλέον ορεινό των Επτανήσων, δομείται βάσει υψηλών όγκων και λόφων, δασωμένων ή άγονων, μεταξύ των οποίων αναπτύσσονται κοιλάδες, οροπέδια και μικρές πεδιάδες. Το ορεογραφικό σύστημα του νησιού διαιρείται σε επτά κύρια τμήματα, εκ των οποίων δεσπόζει εκείνο του Αίνου (+1628). Από την άποψη της γεωγραφικής διαίρεσης του νησιού με κριτήρια υδρολογικής ομοιογένειας, ορίζονται 21 υδρογραφικές λεκάνες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεωλογικό και σεισμοτεκτονικό περιβάλλον του νησιού. Τα πετρώματα είναι κυρίως ασβεστολιθικά, γεγονός που σχετίζεται με την δημιουργία καρστικών σχηματισμών στο νησί. Επιπλέον το κύριο υλικό δόμησης των φρουρίων είναι ο ασβεστόλιθος. Υπάρχουν πληροφορίες για τους ιστορικούς σεισμούς του νησιού, των οποίων η συχνότητα είναι εντυπωσιακή. Από τους σοβαρότερους σεισμούς αναφέρονται εκείνοι του 1867 (μέγεθος 7,4) και του1953 (7,2). Οι εξεταζόμενες κατασκευές έχουν στη μνήμη τους αμέτρητους σεισμούς (ακόμη και με τη συντηρητική θεώρηση της εκδήλωσης μίας μόνο μικροσεισμικής δόνησης ανά τρίμηνο, προκύπτει ένας αριθμός της τάξεως των 9-10 χιλιάδων σεισμών στην ιστορία των φρουρίων!).
Τα σημαντικότερα ιστορικά στοιχεία με έμφαση στην αρχαιότητα είναι ως εξής: Προϊστορικά ευρήματα, αρχαϊκοί οχυρωματικοί περίβολοι, ίδρυση και ανάπτυξη των 4 πόλεων - κρατών. Συμμετοχή στις Πλαταιές το 479, υποστήριξη των ισχυρών πόλεων της εποχής, κυρίως της Αθήνας τον 5ο αι, άλλοτε της Κορίνθου και αργότερα της Σπάρτης. Στους ελληνιστικούς χρόνους η Κεφαλονιά εισδύει στην αιτωλική συμπολιτεία, την οποία εξυπηρετεί κυρίως ως ναυτική δύναμη. Ο Φίλιππος Ε’ εκστρατεύει εναντίον του νησιού το 218, όμως αποκρούεται. Κατά το τέλος του 2ου αι η Κεφαλονιά γίνεται στόχος των Ρωμαίων, οι οποίοι την πολιορκούν, μετά από 4 μήνες πολιορκίας καταλαμβάνουν τη Σάμη, και γίνονται κύριοι του νησιού το 188 π.Χ.
Οι οχυρώσεις των τεσσάρων πόλεων έχουν περισσότερο το χαρακτήρα προστασίας αυτόνομων περιοχών και δεν φαίνεται να αποτελούν στοιχεία ενός ενιαίου συστήματος άμυνας του νησιού. Ως γενικές αρχές στη χάραξη τηρούνται η προσαρμογή στο έδαφος, η υποστήριξη που παρέχει η θάλασσα και οι λόφοι, η εξασφάλιση ύδατος και αναγκαίου ζωτικού χώρου, η άριστη ορατότητα, η δυνατότητα ελέγχου, υποστήριξης και προσβολής των όμορων περιοχών. Προς την κατεύθυνση της οικονομίας και της βέλτιστης εργονομικής διαχείρισης συγκλίνουν η επιλογή των θέσεων οχύρωσης και λιθοτομίας, η ένταξη στο σχεδιασμό απότομων πρανών, συχνά η χρήση της βραχόμαζας ως αυτοτελούς αμυντικού στοιχείου και η εφαρμογή συγκεκριμένων μεθόδων κατασκευής, που επιβάλλουν οι τοπικές συνθήκες.
Τα ίχνη των τειχών της αρχαίας Σάμης, πλησίον της σημερινής κωμόπολης, στη βόρεια κλιτύ των δύο υψωμάτων, εκείνου της Ακροπόλεως (+277m) και του χαμηλότερου της Κυάτιδος (+226m), είναι το σωζόμενο τεκμήριο ενός μεγάλου τεχνικού έργου, τόσο σε έννοια ανάπτυξης στο χώρο, όσο και σε έννοια επιτυχούς σύλληψης και εκτέλεσης. Το έργο αναπτύσσεται σε μια έκταση της τάξεως των 400 στρεμμάτων ενώ ο περίβολος των τειχών είναι της τάξεως των 3400m. Το αμυντικό συγκρότημα της οχύρωσης περιλαμβάνει: α) Την Ακρόπολη, β) Την Κυάτιδα, γ) Το Βόρειο τείχος, που συνάπτεται στην ακρόπολη και καταλήγει στον αιγιαλό, δ) Το Νότιο τείχος, που αναπτύσσεται μεταξύ Κυάτιδας και αιγιαλού, ε) Το Συνδετήριο τείχος, αποτελούμενο από δύο καθέτως διασταυρούμενα σκέλη.
Τα τείχη της Σάμης εμφανίζουν μια μεγάλη τυπολογική, μορφολογική και δομική ποικιλία κατασκευών, κυρίως τειχών. Σε μεγάλο βαθμό αυτή την ειδολογική ευρύτητα στοιχείων ερμηνεύουν οι ιστορικές φάσεις. Σύμφωνα με τον Randsborg και τις παρατηρήσεις του Scranton περί τοιχοδομίας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η πρώτη φάση αφορά την κατασκευή της ακρόπολης (μάλλον στους κλασικούς χρόνους). Η εποχή που ακολουθεί, κυρίως η ελληνιστική, έχει να επιδείξει μια μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα στο χώρο, με την κατασκευή του πύργου Κυάτιδος και με επέκταση των τειχών σε όλο το εύρος της οχύρωσης. Τα τείχη μετασκευάζονται σε μια επόμενη φάση, την χαρακτηριζόμενη ως «υστερορωμαϊκή», όπως δείχνουν τα σπουδαιότερα τεκμήρια αυτής, ο ανατολικός πύργος της ακρόπολης και τα συναπτόμενα σε αυτόν τείχη. Στη «βυζαντινή» φάση ανακατασκευάζονται σε μεγάλη έκταση, τόσο η Ακρόπολη, όσο η Κύατις. Οι ανωδομές των τειχών και των πύργων μαρτυρούν την ύπαρξη αυτής της φάσης, κατά την οποία ενισχύθηκαν και διευρύνθηκαν τα προϋπάρχοντα μέρη της οχύρωσης τόσο σε ύψος όσο και σε πάχος.
Τα πιο χαρακτηριστικά τμήματα των τειχών της Σάμης εντοπίζονται στο λόφο της Ακρόπολης (π.χ. ανατολική και δυτική πύλη), στην Κυάτιδα (πύργος) και στο εντυπωσιακό κατερχόμενο σκέλος του Συνδετηρίου τείχους, που είναι ένας ελεύθερα ιστάμενος τοίχος ορθογωνικού συστήματος δόμησης.
Την οχυρωμένη περιοχή της Κράνης κοντά στο Αργοστόλι οριοθετούν από βορρά ο λόφος Ράχη (+251m), από νότο η πεδιάδα της Κράνης και οι λόφοι Πεζούλες και Καστέλλι, από ανατολάς οι λόφοι Κουντουρού και Τράγαλο Βουνί και από δυσμάς η λιμνοθάλασσα Κουτάβου. Στο συγκρότημα της οχύρωσης διακρίνουμε δύο μεγάλους τομείς, οι οποίοι απέχουν σημαντικά: α) Τη νότια οχύρωση, που περιλαμβάνει την ακρόπολη, το περιτείχισμα και τα συναπτόμενα σκέλη τειχών, β) Τη βόρεια οχύρωση, που περιλαμβάνει το επιβλητικό Δίπυλον και τα εκατέρωθεν αυτού συναπτόμενα τμήματα του τείχους, συμπεριλαμβανομένων των πύργων και πυλών. Η χρήση εξαιρετικά βαρέων λίθων (10-30 τόνους) είναι εντυπωσιακή.
Η βόρεια οχύρωση Κράνης παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς είναι μια συμπαγής ενότητα, που περιέχει πλήθος στοιχείων, πύργους, πύλες, μεταπύργια, το Δίπυλον, ποικιλία δομικών συστημάτων (ορθογωνικό ή τραπεζιόσχημο-πολυγωνικό), διάφορους τύπους θεμελίωσης, λατομεία σε γειτονικές του τείχους θέσεις κλπ.
Η επικράτεια της πόλης των Πρόννων περιελάμβανε δύο οχυρωμένες περιοχές α) του Παλαιοκάστρου και β) του Πόρου. Η οχύρωση Παλαιοκάστρου στην ενδοχώρα, συνολικής έκτασης 200 στρεμμάτων, εντοπίζεται στην κορυφή του ομώνυμου λόφου (+571m), ο οποίος δεσπόζει στην περιοχή της Πάστρας και στέφει επίσης το χαμηλότερο λόφο Ντακίρι (+520m), που συμφύεται στα νοτιοανατολικά του πρώτου. Η λοφώδης αυτή συστάδα είναι μια εντόνως απότομη ασβεστολιθική κορυφή, ιδιαίτερης αμυντικής αξίας. Εδώ υπάρχουν ενδιαφέρουσες μαρτυρίες λιθοτομίας (χαρακτηριστικός μεγάλος όγκος δίπλα στα τείχη, που φέρει ίχνη τόρμων σφηνών εξόρυξης στο πρόσωπο). Η οχύρωση του Πόρου βρίσκεται κοντά στο σημερινό λιμάνι. Το φρούριο εκτείνεται στις βόρειες υπώρειες του Πυροβουνίου, περικλείοντας μια έκταση της τάξεως των 250 στρεμμάτων από τους λόφους έως τη θάλασσα. Στην οχύρωση Πόρου διακρίνονται οι εξής τομείς: α) Ο βόρειος τομέας, που περιλαμβάνει τμήματα τειχών και τη βόρεια πύλη (ο πλησιέστερος στο φαράγγι εκ των δύο τομέων), β) Ο νότιος τομέας του υψώματος Πάχνη (χαρακτηρίζεται και ως «ακρόπολη» στη βιβλιογραφία) που περιλαμβάνει τμήματα τειχών και τη νότια πύλη, γ) Ο ανατολικός τομέας, που φαίνεται να συνδέει το νότιο τομέα με τη θάλασσα.
Τα σωζόμενα οικοδομικά τεκμήρια για την οχύρωση της Πάλης είναι ελλιπή. Η αρχαία πόλη και η οχύρωση βρίσκονταν νοτίως των χειμάρρων Υπαπαντής (Λούρου) και Κεχριώνος (Χαλικιά). Η περιοχή είναι παραθαλάσσια και περιλαμβάνει ένα χαμηλό λόφο (το «Παλαιόκαστρο» ή «Ντούρι» +68m) και ικανή προς εκμετάλλευση πεδινή έκταση. Η εξασφάλιση δύο φυσικών σχηματισμών προς όφελος της οχύρωσης, της μεν θάλασσας προς τα ανατολικά, του δε υψώματος στα δυτικά, προσέδιδε ισχυρά πλεονεκτήματα άμυνας. Η βόρεια πλευρά υποστηρίζεται από την απότομη κλιτύ του λόφου και του προσκείμενου χειμάρρου Λούρου, ενώ η νότια πλευρά είναι η πιο ευάλωτη. Υπάρχουν μαρτυρίες για διατήρηση των τειχών της Πάλης μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα. Το μέγεθος του οχυρωμένου περιβόλου πιθανότατα δεν ήταν πολύ μεγάλο συγκρινόμενο με τις άλλες πόλεις του νησιού, δεδομένου ότι η επιφάνεια του λόφου Παλαιοκάστρου (από τις υπώρειες έως την κορυφή) υπολογίζεται σε 125 στρέμματα. Πάντως η προβολή της οχύρωσης αυτής ανατολικά στη θάλασσα ορίζει μια έκταση της τάξεως των 250 στρεμμάτων τουλάχιστον. Σήμερα διακρίνονται μόνο σπαράγματα των μεσαιωνικών οχυρώσεων της Πάλης. Αρχαίοι λίθοι αναγνωρίζονται συνήθως σε μεταγενέστερες κατασκευές (τοιχάρια, μάντρες, ξηρολιθοδομές περιφράξεων κλπ) ή διάσπαρτοι κοντά στο λόφο.
Εξετάζοντας γενικότερα την κατασκευή των τειχών στο νησί, συμπεραίνουμε πως τα δύο κύρια συστήματα δόμησης είναι το πολυγωνικό και το ορθογώνιο (κατ’ εξαίρεση τραπεζιόσχημο). Τα πιο χαρακτηριστικά οικοδομικά τεκμήρια, που εντοπίζονται σε όψεις τοίχων ή έδρες λίθων (και στις 4 πόλεις) είναι τα εξής:
α) Οι αναβαθμοί των αρμών στις όψεις, β) Τα παρενθέματα (τριγωνικά ή ορθογώνια), που κατά κανόνα αντιστοιχούν σε τοπική επιδιόρθωση ή χρησιμοποιούνται ως λιθοσώματα πλήρωσης σε συνθήκες ταχείας δόμησης, γ) Τα μοχλοβόθρια προσαρμογής μοχλών ώθησης στις άνω επιφάνειες των λίθων, δ) Οι εντορμίες συνδέσμων, που απαντώνται σπανιότατα (στην ανατολική πύλη ακρόπολης Σάμης και στον πύργο Κυάτιδος), ε) Οι αναθυρώσεις στις επιφάνειες ώσης, στ) Οι εντορμίες λειτουργίας ή ασφάλισης θυρών (εγκοπές στερέωσης κασών, θυροφύλλων κλπ), ζ) Διάφορα ίχνη εγκοπών προσαρμογής σφηνών εξόρυξης και ίχνη των εργαλείων κατεργασίας.
Οι κύριες δομικές βλάβες των οχυρωματικών τοίχων, αφορούν θραύσεις ή παραμορφώσεις. Στην πρώτη περίπτωση, κατά την οποία εξαντλείται τοπικά η αντοχή είτε της κατασκευής είτε του εδάφους, συγκαταλέγονται οι θραύσεις, οι ρηγματώσεις, οι απολεπίσεις και όλες γενικώς οι αστοχίες υπό την ανάπτυξη ισχυρών εντατικών μεγεθών. Στη δεύτερη περίπτωση, κατά την οποία παρατηρούνται βλάβες υπό τη μορφή παραμορφώσεων, συμπεριλαμβάνονται οι πάσης φύσεως μετατοπίσεις, οι καθιζήσεις, οι αποκλίσεις από την κατακόρυφο, οι διανοίξεις των αρμών, οι στροφές, οι οριζόντιες ή κατακόρυφες μετακινήσεις τμημάτων της κατασκευής. Οι παραμορφώσεις δεν συνοδεύονται απαραιτήτως από εξάντληση των όρων μηχανικής αντοχής, αλλά ενδέχεται να περιγράφουν ένα στιγμιότυπο της κινηματικής συμπεριφοράς του μνημείου.
Οι βλάβες φαίνεται πως έχουν προκληθεί από συγκεκριμένες δράσεις ή συνεργασία αυτών: ωθήσεις ριζών μεγάλων φυτών, σεισμοί, κεραυνοπληξία, δομική ανεπάρκεια των κατασκευών, ελαττώματα του υλικού, ωθήσεις γαιών και βέβαια η ανθρώπινη δράση (ιστορικές καταστροφές, λιθοθηρία). Οι κεφαλληνιακές οχυρώσεις φαίνεται πως ακολουθούν τους γενικούς κανόνες, οι οποίοι εφαρμόζονται κατά το σχεδιασμό φρουρίων σε πολλά μέρη του ελλαδικού χώρου. Παρόμοιους κανόνες σχεδιασμού συναντούμε στην ακαρνανική οχύρωση Στράτου και στις αιτωλικές Οινιάδων και Πλευρώνος, στα τείχη της Ελέας και της Αμβρακίας στην Ήπειρο, στην οχύρωση Πυθαγορείου Σάμου, στα φρούρια της Αττικής (Αιγοσθένων, Ελευθερών, Πανάκτου, Οινόης) κ.α. Παρόλα αυτά επισημαίνονται ορισμένες κατασκευαστικές ιδιαιτερότητες, που είναι σπάνιες ή καινοτόμες, όπως οι παρακάτω:
α) Η συστηματική χρήση συνδέσμων στον πύργο Κυάτιδος, καθώς και η συνάρμοση ορισμένων λίθων των όψεών του με διαμόρφωση μόρσου – εντορμίας, β) Η θεμελίωση τμημάτων του τείχους με μεγάλα άπεργα (αντίβαρα) μέσα σε κοίτες κοίλου σχήματος, που απαντάται στη βόρεια οχύρωση Κράνης, γ) Η συστηματική χρήση εξαιρετικά βαρέων λίθων, με βάρη της τάξεως των 20-27 τόνων, τόσο στη νότια, όσο και στη βόρεια οχύρωση Κράνης κ.α., δ) Η σχετικώς υψηλή ποιότητα σχεδιασμού ορισμένων τμημάτων των φρουρίων, όπως την ανατολική πύλη ακρόπολης Σάμης, που περιέχει σύστημα αποκλεισμού μέσω δύο θυρών (διάθυρο), δίδυμο αποστραγγιστικό αγωγό κλπ., ε) Πολλά σημεία της χάραξης αντικαθίστανται εξ ολοκλήρου από κρημνώδη πρανή, με κλίσεις που συχνά προσεγγίζουν την κατακόρυφο (βόρεια κλιτύς ακρόπολης Πάλης, βόρειος τομέας Πόρου, νότιο τείχος Σάμης, ανατολικό σκέλος νότιας οχύρωσης Κράνης), στ) Ανήκουν οπωσδήποτε στα πλέον καταπονημένα από σεισμούς μνημεία της Ευρώπης, δεδομένης της σεισμικότητας του Κεντρικού Ιονίου.
Η αισθητική και η καλλιτεχνική αξία των μνημείων αυτών αναδεικνύεται πιο έντονα σήμερα, λόγω της πολεοδομικής και οικιστικής ανάπτυξης. Η αντίστιξη εικόνων μεταξύ μνημείων και σύγχρονων κατασκευών (οδών, δικτύων, εγκαταστάσεων ενεργειακής εκμετάλλευσης κλπ) είναι σαφής και σε ορισμένες περιπτώσεις μη αρμονική. Έννοιες όπως ο ρυθμός, το μέτρο, η κλίμακα, η αρμονία, η ισορροπία, η συμμετρία, το φως, το χρώμα, η υφή, η πλαστικότητα, κ.α. είναι παράμετροι για την αισθητική ερμηνεία και αξιολόγηση των μνημείων του παρελθόντος. Τα ίχνη των κρουστικών εργαλείων και τα οικοδομικά τεκμήρια στις επιφάνειες των λίθων είναι ο λόγος μιας γλώσσας άρρητης, που φθέγγεται μόνον εικαστικά και αφηγείται την ιστορία καθενός αρχιτεκτονικού μέλους. Άλλωστε, υπάρχουν και οι φυσικές παράμετροι αισθητικής θεώρησης, όπως η ποιότητα της ατμόσφαιρας και του φωτός, ο καιρός, η ώρα και ο τόπος θέασης κλπ. Τέλος ο χρόνος, με την πολλαπλή δράση του, αφήνει το στίγμα του μέσω της φθοράς των επιφανειών, της πατίνας, της γήρανσης αλλά και μέσω κάθε δραστηριότητας, φυσικής ή ανθρωπογενούς. Πέραν της ρομαντικής αντιμετώπισης της αισθητικής αξίας, θίγεται σήμερα το πρακτικό ζήτημα της σωστής διαχείρισης των αξιόλογων αυτών στοιχείων της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς μας. Γνώμονας σε αυτή την προσπάθεια είναι η αγάπη, η γνώση, η επαφή, η μελέτη, η προστασία, η προβολή, η συντήρηση, η ορθή ανάδειξη και αναστήλωση, η ένταξή τους στην καθημερινότητά μας με γόνιμο τρόπο και προπάντων με σεβασμό.
Γεράσιμος Θωμάς | |
Πολιτικός Μηχανικός, δρ.Ε.Μ.Π. ΠΗΓΗ http://kmi.gr/b5.htm |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου