Σαν σήμερα πριν 2497 χρόνια
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνος (480 π.Χ, 08:00...)
Οι Περσείδες (διάττοντες αστέρες) ...
Κι ο Αισχύλος ...
Εισαγωγική σημείωση
Τις νύκτες της Τρίτης και Τετάρτης, 11ης και 12ης Αυγούστου, προβλέπεται από την αστρονομία ότι θα εμφανιστούν μαζικά οι ετήσιοι διάττoντες αστέρες (μετεωρίτες ) που είναι γνωστοί με το όνομα Περσείδες.
Φέρουν το όνομα λόγω της φαινομενικής προέλευσης τους από την περιοχή του ουρανού όπου είναι ο αστερισμός του Περσέα.
Ο Περσέας ήταν ήρωας της αρχαιότητας, γιος του Δία και της Δανάης.
Ο Περσέας παντρεύτηκε την Ανδρομέδα (κόρη του βασιλιά της Αιθιοπίας Κηφέα και της Κασσιόπειας) και απέκτησε επτά γιούς, μεταξύ αυτών και τον Πέρση (πρωτότοκο).
Ο Πέρσης έδωσε το όνομά του στον λαό των Περσών, των οποίων ήταν ο μυθικός γενάρχης.
Ο Πέρσης σκοτώθηκε από τον γιο της Μήδειας, τον Μήδο, γενάρχη του λαού των Μήδων.
Οι Μήδοι ήταν ιστορικός αρχαίος λαός και μετά τον θάνατο του Πέρση «ανέλαβαν» και την την Περσική Αυτοκρατορία και την Μικρά Ασία κατά τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ...
Στους πολύχρονους Μηδικούς και Περσικούς Πολέμους, η αρχαία Ελλάδα υπερασπίστηκε με Πανελλήνια Συμμαχία και προστάτευσε την Δύση από τους εξ ανατολών κατακτητές της, χαρακτηρίζονται ΕΠΙΚΕΣ οι κρίσιμες Μάχες και Ναυμαχίες όπως και αυτή της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας.
Αισχύλος
Ο Αισχύλος ήταν Τραγικός ποιητής.
Γεννήθηκε το 525 ή 524 π.Χ στην Ελευσίνα.
Στο έργο του συμπυκνώνεται η έννοια του Δικαίου, καθώς και η συνείδηση του ποιητή ως μαχόμενου Πολίτη.
Ο Αισχύλος ήταν οπαδός του Πυθαγόρα και τα δράματά του είναι γεμάτα Πυθαγόρειες ιδέες.
Ο ίδιος θεωρούσε ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής του τη συμμετοχή του στη Μάχη του Μαραθώνα, στη Ναυμαχία του Αρτεμισίου και στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Ο Αισχύλος είχε και δυο αδέλφια, που επίσης πολέμησαν στη Μάχη του Μαραθώνα, τον Αμυνία και τον Κυναίγειρο. Ο τελευταίος μάλιστα πέθανε στον Μαραθώνα στη προσπάθεια του να κρατήσει με τα χέρια του, καθώς ήταν χειροδύναμος και πιθανότατα παλαιστής, ένα πλοίο των Περσών πριν την άτακτη υποχώρηση και διαφυγή του στα ανοιχτά.
Ο Αισχύλος, πέθανε το 465 π.Χ στη Γέλα της Σικελίας.
Στο Μνήμα του υπάρχει ένα Επίγραμμα, που ο ίδιος ζήτησε λίγο πριν πεθάνει να γραφτεί με το σαφές «αιχμηρό» υπονοούμενο κατά των Μήδων:
«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεῦθει
μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·
ἀλκὴν δ' εὐδόκιμον Mαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι
καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος»
σε απόδοση των νέων Ελληνικών:
«Τον γιο του Ευφορίωνα τον Αθηναίο Αισχύλο
κρύβει νεκρόν το μνήμα αυτό της Γέλας με τα στάρια·
την άξια νιότη του θα ειπεί του Μαραθώνα το άλσος
κι ο Μήδος ο ακούρευτος οπού καλά την ξέρει».
ΘΕΜΑ
Ναυμαχία της Σαλαμίνας και οι ...Περσείδες!
Οι Πέρσες, ανάμεναν την επίθεση των Ελλήνων την νύχτα.
Μια ίσως «συμβολική» νύχτα, όπου ήταν στο κορύφωμά της, οι πτώσεις των Περσείδων!
Έτσι όλες οι προετοιμασίες και η ετοιμότητά των Περσών, «εξαντλήθηκαν» σε μια ατέλειωτη γι αυτούς νύχτα.
Μα οι Έλληνες, (γνωστό τοις πάσι, ποτέ δεν πολεμούσαν νύχτα), με το «πρώτο φως» της ημέρας επιτέθηκαν καταφέρνοντας μιαν ακόμη Επική Νίκη, για την τότε Ελληνιστική Δύση, εναντίων των Μήδων/Περσών.
Η όλη «περιγραφή» αυτής της Ναυμαχίας, όπως έχει καταγραφεί από Πέρση Χρονογράφο, που περιέγραψε τα γεγονότα στην τότε Βασίλισσα της Περσίας, έχει ως εξής:
«Αρχή στην πάσα συμφορά, Δέσποινα,
κάποια θεϊκιά κατάρα ή πονηρόν έκαμε πνεύμα,
που φάνηκε απο που δεν ξέρω, γιατί κάποιος
Έλληνας ήρθ' απο το στρατό των Αθηναίων
κι είπε στο γιό σου Ξέρξη αυτά: -πως άμα πέσει
της μαύρης νύχτας το σκοτάδι, δεν θα εμέναν
οι Έλληνες άλλο, μα στων καραβιών θα ορμούσαν
στα σκαμνιά πάνω, για να σώσει όπου προφτάσει
καθένας με κρυφή φευγάλα τη ζωή του-.
Και κείνος άμα τ' άκουσε, χωρίς να νιώσει
το δόλο του Έλληνα, ούτε των θεών το φθόνο,
σ' όλους τους ναύαρχούς του αυτή τη διάτα βγάζει:
Σαν παύσουν να φλογίζουνε του ήλιου οι αχτίνες
τη γη, κι απλώσει το σκοτάδι στον αιθέρα,
σε τρείς σειρές να τάξουν τα πολλά καράβια
για να φυλάξουν τα στενά και τα πολύβουα
περάσματα της θάλασσας, κι ολόγυρ' άλλα
το θείο του Αίαντα το νησί να περιζώσουν
γιατί αν γλιτώναν οι Έλληνες τον κακό χάρο,
βρίσκοντας με τα πλοία κρυφό φευγιό απο κάπου,
όλοι, να ξέρουν, θα'χαναν την κεφαλή τους.
Τέτοια με πάρα θαρρετή καρδιά προστάζει,
γιατί δεν ήξερε, οι θεοί το τί του γράφαν.
Κι αυτοί μ' όλη την τάξη και με υπάκουη γνώμη,
το δείπνο τους ετοίμασαν κι ο κάθε ναύτης
καλοβαλμένα στους σκαρμούς κουπιά επερνούσε.
Κι όταν του ήλιου εχώνεψε το φως κι η νύχτα
κατέβαινε, τη θέση τους πήραν καθένας
κι οι δουλευτάδες του κουπιού κι οι αρματομάχοι.
Κι η μιά την άλλη απ' τα μιακριά καράβια τάξη
παρακινώντας ξεκινούν μ' όποια καθένας
του είχε οριστεί σειρά, και στα πανιά οληνύχτα
κρατούσαν τα καράβια τους οι καπετάνιοι.
Μα η νύχτα προχωρεί, κι οι Έλληνες κρυφό δρόμο
ν' ανοίξουν απο πουθενά δε δοκιμάζουν
όταν όμως με τ' άσπρα τ' άτια της η μέρα
φωτοπλημμύριστη άπλωσε σ' όλο τον κόσμο,
μιά πρώτ' ακούστηκε απ' το μέρος των Ελλήνων
βουλή τραγουδιστά με ήχο φαιδρό να βγαίνει
και δυνατ' αντιβούιζαν μαζί κι οι βράχοι
του νησιού γύρω, ενώ τρομάρα τους βαρβάρους
έπιασεν όλους, που έβλεπαν πως γελαστήκαν.
Γιατί δεν ήταν για φευγιό που έψαλλαν τότε
σεμνόν παιάνα οι Έλληνες, μα σαν να ορμούσαν
μ' ολόψυχη καρδιά στη μάχη, ενώ όλη ως πέρα
τη γραμμή των της σάλπιγγας φλόγιζε ο ήχος
κι αμέσως τα πλαταγιστά με μιας κουπιά τους
χτυπούνε με το πρόσταγμα την βαθιάν άρμη
και δεν αργούνε να φανούν όλοι μπροστά μας.
Το δεξί πρώτο, σε γραμμή, κέρας ερχόνταν
μ' όλη την τάξη, κι έπειτα κι ο άλλος ο στόλος
απο πίσω ακλουθά, και τότε ήταν ν' ακούσεις
φωνή μεγάλη απο κοντά:
-«Ίτε ω παίδες Ελλήνων, ελευθερούτε πατρίδα
τέκνα, γυναίκες και των πατρικών θεών σας
να ελευτερώστε τα ιερά και των προγόνων
τους τάφους, τώρα για όλα 'ναι που πολεμάτε-».
Μα κι απο μας βουή στην περσική τη γλώσσα
τους αποκρίνονταν και πιά καιρός δεν ήταν
για χάσιμο, μα ευτύς το ένα στο άλλο επάνω
καράβι κρούει τη χάλκινην αρματωσιά του.
Το σύνθημα της εμβολής έδωσε πρώτα
ένα καράβι ελληνικό, που έσπασεν όλα
ενός φοινικικού κορώνες κι ακροστόλια,
κι έτσι όλοι στέφουν ο ένας καταπάνω τ' άλλου.
Λοιπόν, βαστούσε στην αρχή καλά το ρέμα
του στόλου των Περσών, μα όταν στο στενό μέσα
τόσο πλήθος στριμώχτηκαν και δεν μπορούσαν
καμιά βοήθεια ο ένας τ' αλλουνού να δίνουν
κι οι ίδιοι με τις χαλκόστομες συμμεταξύ τους
χτυπιώνταν πρώρες, σπάσανε των κουπιών όλες
μαζί οι φτερούγες και, νά, τότε των Ελλήνων
τα πλοία ένα γύρω με πολλή επιδεξιοσύνη
απο παντού χτυπούσανε, και τα σκαριά μας
αναποδογυρίζονταν και δεν μπορούσες
να βλέπεις πια τη θάλασσα που ήταν γιομάτη
απο ναυάγια καραβιών κι ανθρώπων φόνο,
και βρύαζαν οι γιαλοί νεκρούς κι οι ξέρες γύρου,
ενώ όσα μας εμένανε καράβια ακόμα
το'βαζαν στο κουτί φευγάλα δίχως τάξη.
Μα εκείνοι, σαν και να'τανε για θύννους ή άλλο
βόλασμα ψάρια, με κουπιά σπασμένα, ή μ' ό,τι
συντρίμμι απ' τα ναυάγια χτυπούν, σκοτώνουν
κι ένας βόγγος απλώνονταν μαζί και θρήνος,
ως τ' ανοιχτά της θάλασσας, όσο που η μαύρη
της νύχτας ήρθε σκοτεινιά κι έβαλε τέλος.
Μα όλο το πλήθος του χαμού, μηδέ κι αν μέρες
δέκα ιστορούσα στη σειρά, θε να'βρισκ' άκρη
γιατί, να ξέρεις, σε μια μέρα ως τώρα ακόμα
τόσο ποτέ δε χάθηκε ανθρώπων πλήθος."
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
-«Ίτε ω παίδες Ελλήνων, ελευθερούτε πατρίδα
τέκνα, γυναίκες και των πατρικών θεών σας
να ελευτερώστε τα ιερά και των προγόνων
τους τάφους, τώρα για όλα 'ναι που πολεμάτε-».
Η συγκεκριμένη φράση του Αισχύλου, λίγο πριν την αυγή της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας, εμπεριέχει στοιχεία ανεπανάληπτης Ποίησης που πηγάζει από τον Έρωτα του ατόμου με την Κοινότητα, την Αγάπη των ανθρώπων για την Πατρίδα, κάτι που στην εποχή του μεταμοντέρνου Προοδευτισμού και Ιμπεριαλισμού και μες το κλίμα της διαρκούς μέθης του λαού με τα υλικά «αγαθά», ακούγεται γελοίο, παράξενο, γραφικό ή και άτοπο.
Για μας σήμερα που ζούμε καθημερινά την Προδοσία της κάθε αίσθησης Φιλοπατρίας, για μας που ζούμε με την Κατοχή και τη Γενοκτονία κατάφατσα, για μας που βιώνουμε από κοντά την συνειδητή διάβρωση στην οποία υποβάλλουν οι «γηγενείς» Άρχοντες μας, στο κάθε τι Ελληνικό, τα Λόγια του Ποιητή ακούονται σχεδόν εξωγήινα, σχεδόν άσχετα με μας.
Πόση Πίκρα, Πόση Λησμονιά, Πόση Υποκρισία...
Πηγές:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου